γράφει ο Βασίλης Στίγκας
Πρόεδρος της Κ.Ο. ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ
Η ρήση του Ρωμαίου συγγραφέα Βεγέτιου, μπορεί για κάποιους ψευτό- προοδευτικούς να αποτελεί μια πολεμοχαρή προτροπή, αλλά ένας σε καμμάι περίπτωση δεν ισχύει αυτό. Στην πραγματικότητα θα έλεγα ότι είναι ένας κανόνας επιβίωσης για κάθε σοβαρό Έθνος που θέλει να διασφαλίσει την ειρήνη, την ασφάλεια και την ελευθερία του. Και την παραθέτω όχι για λόγους ιστορικής επίδειξης, όσο και αν μου αρέσει και μελετώ την ιστορία γιατί από αυτήν διδασκόμαστε, αλλά γιατί αισθάνομαι βαθιά ανησυχία από το πόσο μακριά βρίσκεται η σημερινή Ελλάδα από αυτόν τον διαχρονικό αμυντικό ρεαλισμό.
Πριν λίγα χρόνια, ο Μπαλάφας, του ΣΥΡΙΖΑ (του κόμματος που κυβέρνησε την Ελλάδα σε μία πολύ δύσκολη χρονικά συγκυρία) και προσέξτε «υπεύθυνος θεμάτων Εξωτερικής Πολιτικής», δήλωνε δημόσια ότι «θα περικοπούν οι εξοπλιστικές δαπάνες προσθέτοντας τη φράση «θα το ρισκάρουμε με την Τουρκία»». Μια πρόταση που τότε πέρασε ως μία ακόμη «αριστερή μπαρούφα», αλλά που σήμερα – με τις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις – αποδεικνύει πόσο επικίνδυνη είναι η πολιτική αφέλεια και δυστυχώς, αυτή η νοοτροπία δεν περιορίζεται στην Αριστερά.
Στο ίδιο πνεύμα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, παρά τις κορώνες περί “εθνικής αυτοπεποίθησης”, έχει επιλέξει τη διπλωματική παθητικότητα και την πολιτική κατευνασμού. Η εξωτερική μας πολιτική αρκείται σε ευχολόγια, κινήσεις δημοσίων σχέσεων και σε “ήρεμα νερά”, την ώρα που η Τουρκία μιλάει ανοιχτά για “γκρίζες ζώνες” και απαιτεί “αποστρατιωτικοποίηση” των νησιών μας.
Αγαπητές φίλες και φίλοι, βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή. Η Τουρκία δεν κρύβει τις προθέσεις της, αναθεωρεί διεθνείς συνθήκες, παρεμβαίνει σε εθνικούς εναέριους και θαλάσσιους χώρους, εργαλειοποιεί τη λαθρομετανάστευση και εκμεταλλεύεται την υποχωρητικότητα μας. Κι ενώ η γεωπολιτική πραγματικότητα απαιτεί εγρήγορση, εθνική αυτοπεποίθηση και στρατηγική αποτροπής, η κυβέρνηση Μητσοτάκη περιορίζεται σε λεκτικές αντιδράσεις και διπλωματικά φληναφήματα.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η λύση βρίσκεται στην ένταση ή στην πολεμική ρητορεία., όμως η ειρήνη, σε έναν τέτοιο περιβάλλον, απαιτεί ισχύ – και κυρίως τη βούληση να τη χρησιμοποιήσεις εάν και όταν χρειαστεί. Χρειάζεται ξεκάθαρη πολιτική θέληση και ανάληψη ευθύνης για την εθνική άμυνα και την κυριαρχία μας.
Πρόσφατα, από το βήμα της Βουλής, στη συζήτηση για την κύρωση της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, επεσήμανα το αυτονόητο: η Ελλάδα έχει κάθε νόμιμο δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, σε όλη την επικράτεια. Και ο Σουλτάνος Ερντογάν μας απειλεί με πόλεμο αν ασκήσουμε ένα κυριαρχικό μας δικαίωμα – και εμείς, εδώ και δεκαετίες, υποχωρούμε, ενώ η απάντηση είναι μία και απλή: ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ!
Ούτε καν μια απλή ρηματική διακοίνωση, που στην ουσία δεν θα άλλαζε καιο τίποτα, δεν τολμούν να καταθέσουν τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, για τις συνεχείς τουρκικές παραβιάσεις και υπερπτήσεις. Το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος μας – αλλά δεν είναι αρκετό. Ο σεβασμός του Δικαίου δεν κατοχυρώνεται με εκθέσεις τύπου ή διμερείς συναντήσεις, θέλει δύναμη και αποφασιστικότητα χαρακτηριστικά που έχει ο Έλληνας και το έχουμε αποδείξει στην μακρόχρονη πορεία μας ως Έθνος
Η Πατρίδα χρειάζεται μια νέα πολιτική δύναμη – μια πραγματικά εθνική κυβέρνηση, που θα τολμήσει όσα οι άλλοι φοβούνται. Μια ηγεσία που δεν θα γονατίζει μπροστά στις πρεσβείες ή στους “εταίρους”, αλλά θα νοιάζεται για τον Έλληνα στα σύνορα, τον Στρατιώτη στον Έβρο, τον ναυτικό στο Αιγαίο, τον πατέρα που θέλει να ξέρει ότι το παιδί του θα ζήσει σε μια ασφαλή και ελεύθερη Ελλάδα.
Αυτό οφείλουμε να το πούμε καθαρά στον ελληνικό λαό, και αυτό θα κάνουμε – με παρρησία, με σεβασμό και με βαθιά πίστη στην Πατρίδα.