του Ευθ. Π. Πέτρου
Το μέγεθος είναι εντυπωσιακά μικρό. Από τα 13 δις ευρώ που έχει δαπανήσει η Ελλάς τα τελευταία χρόνια για αγορές οπλικών συστημάτων, στην ελληνική αμυντική βιομηχανία έχει επιστρέψει υπό μορφήν συμμετοχών και συμπαραγωγών μόλις το 2% με 3%! Αν και τούτο είναι γνωστό στους κύκλους στους κύκλους των Ενόπλων Δυνάμεων και στους στρατιωτικούς αναλυτές, πριν λίγες ημέρες είχε την ευκαιρία να το ακούσει το σύνολον της κοινής γνώμης, από τον πλέον αρμόδιο, την πρόεδρο του Συνδέσμου Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ) κ. Τάσο Ροζολή. Και ας μην σπεύσει κανείς να υποστηρίξει ότι δεν διαθέτουμε βιομηχανική υποδομή για να απορροφήσουμε περισσότερο κατασκευαστικό έργο. Πράγματι οι δυνατότητες της χώρας για βιομηχανική παραγωγή έχουν τις τελευταίες δεκαετίες έχουν υποβαθμισθεί πολύ. Όχι όμως τόσο πολύ, που να μην μπορούμε να αναλάβουμε συμπαραγωγές μεγάλης κλίμακος για τα οπλικά συστήματα που αγοράζουμε. Και από την άλλη πλευρά, κάποτε θα πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες (τουλάχιστον πολιτικές) για το γεγονός ότι σήμερα παράγουμε πολύ λιγώτερα αμυντικά συστήματα από αυτά που κατασκευάζαμε τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80. Και κυρίας διότι η υποβάθμισις αυτή έχει να κάνει με τις κρατικές βιομηχανίες. Πράγματι πριν 45 χρόνια στην Ελλάδα παρήγετο πλήρης γκάμα των πυρομαχικών που χρειαζόταν ο ελληνικός Στρατός, εναυπηγούντο πολεμικά πλοία διαφόρων κατηγοριών, κατασκευάζονταν φορτηγά γενικής και τεθωρακισμένα οχήματα, τμήματα αεροσκαφών και πολλά ακόμη. Επιπροσθέτως παρήχετο εργοστασιακή συντήρησις σε μια πληθώρα συστημάτων. Χαρακτηριστικώς αναφέρουμε ότι η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία συντηρούσε όλα τα μεταφορικά αεροσκάφη C-130 του αραβικού κόσμου και σήμερα δεν μπορεί να εξασφαλίσει μιαν αξιοπρεπή διαθεσιμότητα για τα αεροπλάνα του τύπου που έχει η ελληνική Πολεμική Αεροπορία.
Η όποια ανάπτυξις έχει σημειωθεί εντοπίζεται στην ιδιωτική αμυντική βιομηχανία, η οποία υπάρχει και είναι κυρίως εξαγωγική. Θα δώσουμε μιαν τάξη μεγέθους παραθέτοντας τα όσα σχετικά ανέφερε ο κ. Ροζολής:
«Σήμερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας σημείωσε υπάρχουν περίπου 400 οντότητες, δηλαδή εταιρείες, ερευνητικά κέντρα, start-ups, κομμάτια από πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα οποία ασχολούνται με την άμυνα. Ασχολούνται πάνω από 15.000 άνθρωποι και υπερβαίνει το 1,5 δισ. ο κύκλος εργασιών.
Από αυτές τις οντότητες, 100 ήδη συμμετέχουν σε προγράμματα του European Defence Fund (EDF) και μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι το success story της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας. Η Ελλάδα, ανάλογα με τον πληθυσμό της, είναι πρώτη σε συμμετοχές σε προγράμματα και σε κατακυρώσεις προγραμμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Φέτος συμμετέχουμε στο 57% των προγραμμάτων».
Βλέπουμε εδώ την διαφορά. Όσο και αν το Κράτος θέλει (ή ισχυρίζεται ότι θέλει) να στηρίξει την κρατική αμυντική βιομηχανία, το μόνο που έχει καταφέρει είναι να την καταστήσει σκιά του παλαιού εαυτού της. Άλλωστε η εμπλοκή της σε προγράμματα έχει αποδειχθεί ανασταλτικός παράγων. Παράδειγμα μια παραγγελία του ελληνικού Στρατού για 70.000 κράνη, η οποία εδόθη το 2008 και ανετέθη στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, ως κύριο ανάδοχο. Ο κατασκευαστής ήταν μια αγγλική βιομηχανία, ο υποκατασκευαστής μια ελληνική εταιρεία και τα ΕΑΣ «συνεισέφεραν» μόνον την γραφειοκρατία και τις αγκυλώσεις του ελληνικού Δημοσίου. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να μην έχει παραδοθεί ούτε ένα κράνος και να πρέπει η διαδικασία να ξαναρχίσει εκ του μηδενός, καθώς οι διεθνείς προδιαγραφές για τα αντιβαλλιστικά κράνη έχει αλλάξει πλήρως.
Έχει αλλάξει όμως και η νομοθεσία περί αμυντικών προμηθειών, η οποία έχει δυσκολέψει τα πράγματα. Στην Ελλάδα είχαμε μέχρι το 2011 μια νομοθεσία η οποία απαιτούσε από κάθε εξοπλιστική προμήθεια άνω των 10 εκατ. ευρώ 30%, Εγχώρια Προστιθέμενη Αξία (ΕΠΑ), δηλαδή θα έπρεπε πιστοποιημένα σε κάθε πρόγραμμα το 30% να έχει γίνει στη χώρα μας. Σε αυτό προστίθονταν και τα αντισταθμιστικά και τα Offset, που έφταναν στο 10%, άρα είχαμε ένα περίπου το 40% που έπρεπε να γίνει στη χώρα. Τι συνέβη και άλλαξε αυτό; Όπως εδήλωσε ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ: «Δυστυχώς το 2011 μέσα στην δίνη της κρίσης η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να ακυρώσει πλήρως οποιαδήποτε μέτρο υπήρχε για την στήριξη αμοιβής της βιομηχανίας και να ακολουθήσουμε copy-paste την Ευρωπαϊκή Οδηγία του 2009. Το αποτέλεσμα ήταν ο περίφημος νόμος περί μη προμηθειών».
Και τα πράγματα έκτοτε δεν διορθώθηκαν: «Το 2019 -2020 έγινε μια τροποποίηση χωρίς όμως να μπουν στην ουσία του νόμου παρά τις βελτιώσεις που έγιναν. Αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε διακρατικές συμφωνίες και απευθείας αναθέσεις γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνουν προμήθειες. Γι’ αυτό και όλες οι προμήθειες που έχουν γίνει μέχρι τώρα έχουν γίνει με τις εξαιρέσεις του νόμου. Δηλαδή κάθε προμήθεια που πηγαίνει στη Βουλή και βαφτίζονται οι όροι της σύμβασης, νόμος».
Πολλές οι παθογένειες, μεγάλα τα προβλήματα. Τεράστιες όμως και οι προοπτικές, στην περίπτωση κατά την οποία αποφασίσει η Κυβέρνησις να ασχοληθεί σοβαρά και να λύσει το πρόβλημα. Η αμυντική βιομηχανία μπορεί να είναι μοχλός αναπτύξεως που θα συμπαρασύρει και άλλους κλάδους της οικονομίας.
Υπάρχει ένα παράδειγμα επιτυχίας που είναι η σύμβασις συμπαραγωγής της ΜΕΤΚΑ στον Βόλο για τα άρματα Leopard 2. Αρχικώς η ΜΕΤΚΑ ανέλαβε να κατασκευάζει τμήματα του πύργου. Το αποτέλεσμα είναι ότι μετά από χρόνια η ελληνική εταιρεία με τους Έλληνες μηχανικούς ανέπτυξε μεθόδους που κάνουν ασύμφορο στους Γερμανούς την κατασκευή σε άλλη χώρα.
Στον αντίποδα η αγορά των F-35. Τα οποία αγοράζουμε χωρίς καμμία συμμετοχή στην κατασκευή. Διότι όπως είπε ο κ. Ροζολής: «Όταν έχεις συμφωνήσει την τιμή και μετά ζητάς κάτι, είναι λογικό ότι ο πωλητής είτε μην σου το δώσει, είτε θα σου το δώσει με τέτοιους όρους που δεν θα αξίζει. Όλες οι χώρες λοιπόν τη διαπραγμάτευση την κάνουν πριν».
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ
στις 22 Μαρτίου2025