γράφει ο Γιώργος Μάστορας
Γράφω αυτές τις γραμμές, προσπαθώντας να ταξινόμησω τις σκέψεις μου, ύστερα από μια επίσκεψη μου, αμέσως μετά από εργασία, στο πιο υψηλό σημείο του Δήμου Αθηναίων, τον Λυκαβηττό, παρέα με έναν Πολύ Καλό Φίλο. Ύστερα από μία ώρα παραμονής εκεί, ο ορισμός “αφ’ υψηλού” δεν σχετίζεται με την γνωστή νοοτροπία του αλαζόνα και εγωιστή “ψηλομύτη”, ο οποίος βρίσκεται εκτός πραγματικότητας και είναι κλεισμένος μέσα στον γεμάτο αντιφάσεις μικρόκοσμο της ματαιοδοξίας του. Αντιθέτως, έχει να κάνει με την αίσθηση της Ελευθερίας που έχει κάποιος, να μπορεί δηλαδή να σκέφτεται από το πιο ψηλό σημείο της πόλης (καθώς και από την αντίστοιχη αίσθηση της Ευτυχίας), να δύναται να ξεδιπλώσει αυτόν τον πυρήνα των Αισθημάτων και των Σκέψεων, έστω και στον περιορισμένο χώρο ενός γραπτού κειμένου.
Ξεκινώντας, λοιπόν, είναι γνωστό ότι ενώ οι λέξεις “Φιλοσοφία” και “Πρακτική” δύσκολα μπορούν να συνδυαστούν στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων, εν τούτοις, η Φιλοσοφία πάντα παρέχει σημαντικά εργαλεία προκειμένου οι άνθρωποι να τα χρησιμοποιούν στην καθημερινή τους ζωή. Όταν π.χ. ο Σωκράτης περνούσε τον καιρό του συζητώντας στην Αγορά σημαντικά θέματα και ο Λαό Τσε κατέγραφε τους συμβουλές του για το πώς να ακολουθήσει κανείς το μονοπάτι της Επιτυχίας, αποφεύγοντας παράλληλα τις ατυχίες, σαφέστατα είχαν ως σκοπό οι Ιδέες τους να εφαρμοστούν.
Η Φιλοσοφία, αρχικά, αποτελούσε Τρόπο και Στάση Ζωής και όχι ακαδημαϊκό αντικείμενο, το οποίο θα είχε ως μόνο την μελέτη. Στην συνέχεια της ροής του Χρόνου, η έννοια της Φιλοσοφίας απομονώθηκε, ατυχώς, σε μια εσώτερη πλευρά ενός γυάλινου πύργου, γεμάτη μεν από θεωρητική διορατικότητα, άδεια όμως από πρακτική εφαρμογή. Έτσι, κυριάρχησε η σύγχρονη άποψη ότι η Φιλοσοφία δεν είναι τίποτα άλλο από ακατάληπτες φράσεις, οι οποίες βγάζουν νόημα μόνο για τους “χωμένους” και τους “ψαγμένους” και όχι συμπαντικές εξισώσεις Αιωνίων Αληθειών, που λειτουργούν εξίσου καλά χωροχρονικά, είτε στο 400 π.Χ., είτε στο 2025, είτε στην Ελλάδα είτε οπουδήποτε αλλού.
Στην Ουσιαστική Αποτύπωση της η Φιλοσοφία είναι η μέθοδος που Γεννά ο Έρως. Η Καταλύτη Σχέση του Συνειδητοποιημένου Ανθρώπου με την Αλήθεια. Δηλαδή, η Έλξη που ασκεί το όλον προς το μερικό. Άφθαρτη, Αιώνια, Υπερτοπική. Με δεδομένο ότι η Φιλοσοφία αποτελεί “παιδί” της Ελλάδος, κάποια στιγμή αυτό το “παιδί” άνοιξε τα φτερά του για να ταξιδέψει σ’ όλον τον Κόσμο και να νοηματοδοτήσει με υπέρτερο περιεχόμενο την ζωή αναρίθμητων Ανθρώπων ανά τους αιώνες. Αυτή η Νοηματοδότηση πρέπει επιτέλους να επιστρέψει στην γενέτειρα της, ολοκληρώνοντας την ακατανόητη – για τους άσχετους, βέβηλους και χθόνιους – σπειροειδή πορεία της, για να ξεχυθεί και πάλι προς τον Τόπο προέλευσής της, ώστε να γεμίσει με την Θεία Ουσία της Αλήθειας. Μια Αλήθεια, η οποία στο Ευλογημένο πέρασμά της αυτά που άφησε ως παρακαταθήκη Αξιών ήταν η Ευτυχία, η Ελευθερία, η Αρετή, η Τιμή, η Έμπνευση.
Έχοντας, συν τοις άλλοις, να αντιπαρατεθούμε με την σύγχρονη εσφαλμένη αντίληψη ότι η ποιότητα ζωής συνδέεται με την υλική ευμάρεια, την πλαδαρότητα, την άνεση του εφησυχασμού και την αμεριμνησία του κορεσμού, είναι σίγουρο ότι αν ρωτήσουμε κάποιον από τους πολλούς ” εφήμερους “( κατά την έννοια που αποδίδει ο Ιούλιος Έβολα) συμπατριώτες μας, για το πώς έχει δομήσει στο νου του αυτή την ποιότητα στην ζωή, όλοι σχεδόν θα κάνουν μνεία σε “αξίες”, όπως βίλες, κότερα, ατελείωτα ταξίδια σε εξωτικά νησιά, διαμονή σε 5άστερα ξενοδοχεία, βρώση απλησίαστων σε κόστος εδεσμάτων κτλ. Εάν, όμως, ρωτούσαν εμάς για το πώς Αξίζει ο Άνθρωπος να διάγει τον βίο του, καθώς και το ποσό νόημα έχει η ποσότητα των αναπνοών και των δευτερολέπτων έναντι της Ανεκτίμητης Ελευθερίας και της Διεκδίκησης της, ως Συνειδητοποιημένοι Έλληνες, η μόνη απάντηση που θα μπορούσε να ειπωθεί, ως Αιώνιος Οδηγός Συμπεριφοράς, είναι τα λόγια του Ρήγα Φεραίου: “Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή”!
Το Βαθύ Νόημα της Διαχρονικής αυτής Κατάθεσης Ψυχής είναι ότι ο Άνθρωπος (Πολύ Περισσότερο, μάλιστα, ο Έλληνας)δεν είναι άκαρδος, άψυχος, άμυαλος, ηθικά εξουδετερωμένος και εξουθενωμένος οργανισμός, ώστε να αισθάνεται πληρότητα μέσω της κατανάλωσης ύλης. Αυτό που εκ φύσεως επιδιώκει είναι κάτι Πολύ Περισσότερο, Μεγαλύτερο, Υψηλότερο, φαινομενικά απρόσιτο, αλλά εν τέλει μοιραίο: την Ένωσή του με το Θείο και τις Εντολές του. Μια Ένωση, όμως, η οποία καθίσταται εφικτή μόνο αν τροφοδοτείται από το Οξυγόνο της. Αυτό το Οξυγόνο ταυτίζεται με το Αληθινό Νόημα της Ευτυχίας, με τον Άνεμο της Ελευθερίας, που πνέει εντός των Ενάρετων Ανθρώπων, Εκείνων που την αποζητούν με Καρδιά από Ατσάλι, Όνειρα από Σίδερο και Ειλικρινή – Καθαρή Διάθεση Ανιδιοτέλειας.
Ατενίζοντας, λοιπόν, όλη την Αθήνα από τον Λυκαβηττό και το πιο ψηλό σημείο του, τον Άγιο Γεώργιο, Πιστεύω ότι Ατένισα, για μια ακόμη φορά, την Αλήθεια. Μπορεί κάποιος να αλλάξει τον βίο του προς το Καλύτερο, το Υψηλότερο, το Αγαθότερο, το Ευτυχέστερο,, να Μελετήσει, Αντιληφθεί, και – Κυρίως – Εμβιώσει το Εύρος της Φιλοσοφίας ως το Αληθινό Ελληνικό Νόημα της Ζωής.
Γιατί στον Ελληνισμό Όλα είναι Ένα. Ο Χώρος, ο Χρόνος, οι ζώντες, οι τεθνέοντες, οι αγέννητοι, η Ιστορία που γράψαμε, γράφουμε και(θα) συνεχίζουμε να γράφουμε. Αν θέλουμε, τότε μπορούμε και αποδεχόμαστε το Θείο αυτό Δώρο της Ευτυχίας και του Ευ Ζην, προχωρώντας αναλόγως. Αν όχι, ας παραμείνουμε ικέτες του οίκτου των διεθνών τοκογλύφων και ας βυθιστούμε στην θλιβερή νοοτροπία του “άχθος αρούρης”…
ΥΓ Σε Ευχαριστώ Κώστα για την πρόταση που μου έκανες για τον Λυκαβηττό. Ήταν μια ευκαιρία για κάτι πολύ Περισσότερο από έναν καφέ!