«Μπαμπά, τι είναι το Πολυτεχνείο;»

7 Χρόνος ανάγνωσης

Αναμφισβήτητα, η «επέτειος» του Πολυτεχνείου, αποτελεί γεγονός αξιομνημόνευτο για την πολιτική παράταξη της εν Ελλάδι αριστεράς, μα, αμφιλεγόμενο και αμφίσημο για ορισμένες αντίπαλες αυτής. Επ’ αφορμής της «επετείου», κάθε χρόνο, λαμβάνουν χώρα δεκάδες διαδικτυακές δημοσιεύσεις και αναρτήσεις, ποικίλη αρθρογραφία δράση σε περιοδικά και εφημερίδες, πολυάριθμες δημόσιες τοποθετήσεις, οι οποίες εναντιώνονται στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αμφισβητώντας την πραγματική τους διάσταση, αλλά καυτηριάζουν, παράλληλα, τις μετέπειτα συνέπειες αυτών, εκκινώντας μία διαδικασία ιδιαίτερα τετριμμένου διαλόγου. Αναμφίβολα, η ιστορική πτυχή των γεγονότων του Πολυτεχνείου και οι μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις θα πρέπει να απασχολούν τον οποιοδήποτε Έλληνα πολίτη, ωστόσο, τα συνειδησιακά προβλήματα και οι, ακόμα και σήμερα ανεπούλωτες, «πληγές» κοινωνικών παθογενειών που άφησε στο πέρασμά της η πλέον καταστροφική γενιά της νεότερης ελληνικής πολιτικής ιστορίας, θα πρέπει να κεντρίζουν άμεσα το ενδιαφέρον και την προσοχή των απανταχού υπέρμαχων των εθνοκεντρικών ιδεών.

Οι αναπόδραστα αρνητικές πολιτικές εξελίξεις και τα προβλήματα οικονομικού χαρακτήρα που ανέκυψαν από τη συγκυρία του Πολυτεχνείου και εντεύθεν λόγω μιας σταδιακής, αλλά συνάμα οιωνείπολυεπίπεδης ηγεμονίας της «Γενιάς», κρίνονται αθώες και απλοϊκές εν συγκρίσει με τις βαρυσήμαντες συνειδησιακές αμφιταλαντεύσεις που αναδύθηκαν στον πυρήνα ψυχοσύνθεσης, αλλά και τον καθημερινό τρόπο σκέψης του μέσου Έλληνα. Σαφώς και η αργή και βασανιστική κατάρρευση των δημοσίων ταμείων, η απότομη εκτόξευση του δημοσίου χρέους και τα «παγόβουνα» οικονομικών ελλειμμάτων, στων οποίων τη δημιουργία συνέβαλαν τα μέγιστα με τον οικονομικά και κοινωνικά αμαρτωλό τους βίο οι κυριότεροι εκπρόσωποι της «Γενιάς» αποτελούν πτυχές που άμεσα ή έμμεσα επηρέασαν τη ζωή του οποιουδήποτε Έλληνα πολίτη, ωστόσο, το καίριο ζήτημα, για το οποίο κρίνεται επιτακτική η ανάγκη να τεθεί στο προσκήνιο της εθνοκεντρικής κριτικής πολιτικής σκέψης, είναι η διαδικασία σταδιακής αποδυνάμωσης του στοιχείου της εθνικής ταυτότητας, αλλά και οι προσπάθειες πλήρους αποκοπής του από τη σύγχρονη ελληνική κοινωνική πραγματικότητα.

Όπως ορίζουμε στον κλάδο των Πολιτικών Επιστημών και του ελληνικού Συνταγματικού Δικαίου, η περίοδος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας (1974 έως σήμερα), χαρακτηρίζεται ως ιδιάζουσα, τόσο λόγω μιας σειράς κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών, όσο και λόγω του φαινομένου της αποχουντοποίησης, δηλαδή της συστηματικής εκκαθάρισης του οποιουδήποτε θεσμικού υπολείμματος είχε απομείνει από τον κρατικό μηχανισμό του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, αλλά και της πλήρους πάταξης, αρχικά σε επίπεδο δημοσίου διαλόγου, των εθνικιστικών αντιλήψεων. Η αποχουντοποίηση, ωστόσο, που σταδιακά λάμβανε χώρα, έχοντας επιτύχει το βασικό της σκοπό, δεν παρέμεινε σε θεωρητικό επίπεδο ως μία απλή διαδικασία θεσμικής εξυγείανσης, αλλά πήρε σάρκα και οστά, απονομιμοποιώντας πλήρως την οποιαδήποτε έκφανση της έννοιας του «εθνικού». Ο θρίαμβος του ανθελληνικού πολιτικού λόγου και η ηγεμονία της «Γενιάς του Πολυτεχνείου» που έμελλε εν συνεχεία να εδραιωθεί, οδήγησαν νομοτελειακά σε μία συνολικότερη ιδεολογική ανάσχεση των εθνικιστικών αντιλήψεων, καταλήγοντας σε μία δριμεία υπονόμευση του πατριωτικού χώρου. Τη στιγμή που η αντιπαράθεση εντός των πλαισίων του φαινομενικά πολωμένου δικομματισμού κορυφωνόταν, οι δημοκρατικές δυνάμεις, διαπράττοντας αλλεπάλληλα ανεπίσημα ιδεολογικά μικρο-πραξικοπήματα συναινούσαν εγκαρδίως, όχι μόνο στο εγχείρημα της αποχουντοποίησης, αλλά κυρίως σε αυτό της ανθελληνοποίησης, υπό τις επιταγές και τις εγγυήσεις, φυσικά, της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, είτε αυτή έφερε αριστερίζον πρόσημο, είτε όχι.

Η θεσμοποίηση και η ιδεολογική εμπέδωση των ήδη υπαρχουσών στον ελλαδικό χώρο διεθνιστικών τάσεων, η μεταγλώττιση της εθνικής υπερηφάνειας σε ποινικό αδίκημα, το άξιο καταστολής της οποιασδήποτε κίνησης εθνικιστικού – πατριωτικού περιεχομένου, αλλά και η εξίσωση της ελληνικής σημαίας με αθέμιτο λάβαρο μίσους, οδήγησαν, όχι μόνο στη γέννηση ψυχοσυναισθηματικών ενδοιασμών ηθικού και συνειδησιακού περιεχομένου, αλλά και τη δημιουργία μιας ευρύτερης πολιτικής γενιάς, χωρίς κάποια ιδιαίτερη ιδεολογική παράδοση, με κεντρικό σκοπό έναν πλήρη αφελληνισμό στο όνομα της δημοκρατικής σταθερότητας και της προστασίας από τα «φαντάσματα» του παρελθόντος. Στα δημοκρατικά πλαίσια της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και υπό τις επιταγές του συνθήματος «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», οι αναθρεμμένοι και γαλουχημένοι με περίσσεια μαρξιστική «παιδεία» εισηγητές των πολιτικών και ιδεολογικών οραμάτων του «Πολυτεχνείου», έχοντας κυριαρχήσει πλήρως στο πεδίο του δημοσίου διαλόγου, κατέλαβαν ιδεολογικά και πνευματικά και τον ακαδημαϊκό χώρο, άρτια εμπνευσμένοι από τα σοβιετικά προτάγματα του 1917.Φυσικά, η έννοια της ελεύθερης διακίνησης ιδεών ήταν συνώνυμη της διαγραφής ενός ένδοξου παρελθόντος, της διαστρέβλωσης της ελληνικής ιστορίας, αλλά και της συστηματικής προσπάθειας να δοθεί ένα επίστρωμα φαύλου επιστημονισμού στα όποια ανθελληνικά επιχειρήματα, ώστε να δομηθεί, εν τέλει, μία αμιγώς αριστερόστροφη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.

Η ψευδεπίγραφη και εντόνως μαρξίζουσα δημοκρατία της μεταπολίτευσης, ένα αντεθνικό φρενοκομείο εκμαυλισμένης πολιτικής ορθότητας, δυστυχώς, ζει ακόμη και σήμερα. Πλήρως απαλλαγμένη και προκλητικά απογυμνωμένη από τα οποιαδήποτε ψήγματα εθνικής ευαισθησίας, ηθικής τάξης και λογικής, μα πάνω από όλα, αποκλειστικά υπεύθυνη εγκλημάτων καταβαράθρωσης της εθνικής μας ταυτότητας, περιθωριοποιεί τον οποιοδήποτε αντίκειται στις ασυγκράτητες δοξασίες των δημοκρατικών θεσμών και εξυμνεί την έννοια του Έθνους, τους στυλοβάτες και τους συνεχιστές της. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να εγείρουν το παραμικρό ίχνος περιέργειας στον κάθε Έλληνα πολίτη τα διαχρονικά και επίμονα αιτήματα, που λαμβάνουν πλέον καταλυτική θέση στο δημόσιο διάλογο, περί κατάργησης των παρελάσεων, πλήρους διάνοιξης των εθνικών συνόρων, αναγκαστικής αποδοχής της έννοιας του «διαφορετικού» και δαιμονοποίησης του εθνοκεντρικού πολιτικού λόγου.

Συμπεραίνοντας καταληκτικά, αντιλαμβάνεται κανείς, πως αποτελεί αδήρητη ανάγκη, όχι τόσο η άμεση εξάλειψη ενός θεωρητικού πλαισίου που εντέχνως έχουν καλλιεργήσει τις τελευταίες δεκαετίες οι βασικότεροι υπέρμαχοι της «Γενιάς του Πολυτεχνείου», όσο η πλήρης πάταξη μιας πνευματικά και ηθικά ανάλγητης αντεθνικής νοοτροπίας που έχει ριζώσει στην καθημερινότητα του μέσου Έλληνα, εκμηδενίζοντας ολοκληρωτικά τις όποιες πιθανότητες συμφιλίωσης με την έννοια του πατριωτισμού. Ίσως οι αέναες προσπάθειες εύρεσης και καταμέτρησης νεκρών που λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο τέτοια μέρα να είναι το τελευταίο ζήτημα που θα έπρεπε να μας απασχολεί…

Share This Article