γράφει ο Σπυρίδων Αλφαντάκης
Δ.Ν., Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
«Ο κόσμος νομίζει ότι αυτό που λέγω ειν’ αυτό που σκέπτομαι»
Ίντι Αμίν
Υπάρχουν αρεταί, τάς οποίας πρέπει ν’ αποβάλης, όταν κυβερνάς, έγραφεν ό Μπαλζάκ. Ως προς τόν κύριον υπουργόν επί τής δικαιοσύνης όμως, δεν υπάρχει δικαιολογία. Δεν είναι μόνον αί καθ’ ημέραν αγορεύσεις του. Δεν είναι ό μόνος άλλως τε, ό οποίος δεν δύναται ν’ αντισταθή είς τόν πειρασμόν τού λόγου. Nulla dies sine linea. Είναι τό γεγονός ότι, επί τής προκειμένης υποθέσεως, υπερβαίνει σχεδόν καθημερινώς τήν εξουσίαν του, αν καί γνωρίζει ότι δεν δικαιούται να λάβη δημοσία (καί κατ’ ιδίαν) καν θέσιν. Ουτ’ επί τής κατηγορίας ουτ’ επί τής υπερασπίσεως. Ουτ’ επί τού ανακριτού, είς τόν οποίον επεδαψίλευσεν επαίνους μάλλον ανησυχητικούς, ούτ’ επί τής ενεργηθείσης κυρίας ανακρίσεως, η οποία υποτίθεται ότι ήτο μυστική καί έναντί του, ουτ’ επί τού μέχρι στιγμής συλλεχθέντος αποδεικτικού υλικού καί τής αξίας του, ούτ’ επί τής εκβάσεως προδικαστικών αιτήσεων ανακριτικών πράξεων εκ μέρους οικείων τών θυμάτων, τάς οποίας, όταν δεν αντικρούει (τρόπος τού λέγειν) ραδιοτηλεοπτικώς καί από τού άμβωνος τής βουλής, σπεύδει να προεξοφλήση ότι αί αρμόδιοι εισαγγελικαί αρχαί οψίμως θα δεχθούν – καί οψίμως τάς εδέχθησαν ! Ουδέν εξ όλων αυτών εδικαιούτο να γνωρίζει, πολύ ολιγώτερο να σχολιάση. Ό κύριος υπουργός είναι, εν σχέσει με πάν έγκλημα καί πάσαν ποινικήν υπόθεσιν, ένας τ ρ ί τ ο ς. Από τού μηνός Νοεμβρίου 2019, δεν δικαιούται ούτε να παραγγείλη προκαταρκτικήν εξέτασιν, ως προέβλεπεν η αρχική διατύπωσις τού άρθρου 29 τού νέου Κώδικος Ποινικής Δικονομίας. Δεν δικαιούται ν’ ασχοληθή με καμμίαν ποινικήν δίωξιν, εκτός αν πρόκειται πολιτικόν έγκλημα ή έγκλημα μεταξύ τού ελληνικού καί αλλοδαπού δημοσίου δυναμένου να διαταράξη τάς διεθνείς σχέσεις τού κράτους. Ουδέν έτερον. Εν τούτοις, επιμένει, μετά τού κυρίου υπουργού…υγείας, να υπερασπίζεται δημοσίως τά έργα καί τάς ημέρας τού ανακριτού, τού εισαγγελέως καί τού προέδρου εφετών Λαρίσης, επικαλούμενος στοιχεία (αληθή καί υποτιθέμενα) τών πράξεων, τής δικογραφίας καί τής διαδικασίας. Τελικώς, τά περισσότερον προβεβλημένα στελέχη τού αυτοκρατορικού σχήματος – οί σύγχρονοι αυλικοί – ειν’ ό ίδιος καί ό παραπάνω συνάδελφός του – καί ας παραβιάζει ό πρώτος, καί ας μη γνωρίζει ό δεύτερος, καί τά στοιχειωδώς διέποντα τήν ποινικήν προδικασίαν.
Αλλά αί ψυχαί τών 57 εξακολουθούν, από τού αγνώστου είς τόν οποίον ευρίσκονται κόσμου, να παρακολουθούν. Ανήσυχοι. Αν επικρατήση τό κυβερνητικόν σχέδιον καί δεν διαγνωστή ό μεταξύ ωρισμένης συμπεριφοράς (πράξεως ή παραλείψεως) τών συναιτίων καί τού υπό τού νόμου οριζομένου αποτελέσματος υφιστάμενος αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, δεν θα ησυχάσουν. Καί αφετηρία του είναι ό όρος (conditio), άνευ τού οποίου δεν θα επήρχετο τό αποτέλεσμα (conditio sine qua non). Όρος ενός αποτελέσματος είναι παν ό, τι δεν δυνάμεθα να υποθέσωμεν ελλείπον, χωρίς να συναπολειφθή τό αποτέλεσμα (conditio sine qua non). Και εν τώ ποινικώ δικαίω, κρατεί αυτή η θεωρία, η θεωρία τού ισοδυνάμου τών όρων. Πάς όρος ενός αποτελέσματος είναι δυνατό να χαρακτηριστή καί αιτία του. Μεταξύ πλειόνων όρων, άπαντες είναι ισοδύναμοι. Η ισχύς τής όλης αιτιώδους αλύσεως είναι ίση προς τήν ισχύν οίου δήποτε κρίκου της. Εφ’ όσον η θραύσις οίου δήποτε εξ αυτών θα εσήμαινε θραύσιν τής αλύσεως, η έλλειψις οίου δήποτε τών όρων θα εσήμαινεν απάλειψιν τού αποτελέσματος.
Συνεπώς, πάς υπάλληλος εν τή εννοία τού άρθρου 13 στοιχείον α’ τού Ποινικού Κώδικος (ήτοι παν πρόσωπον ασκήσαν υπηρεσίαν δημοσίαν ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου), επομένως καί ό κατά τόν χρόνον τής συγκρούσεως τών αμαξοστοιχιών αρμόδιος υπουργός, ό οποίος υπό τής πλειοψηφίας τών βουλευτών κατηγορείται μόνο διά παράβασιν καθήκοντος, δηλαδή διά πλημμέλημα τιμωρούμενο διά φυλακίσεως μέχρι δύο ετών, καί πάντες οί συναρμόδιοι υπουργοί, ενέχονται καί πρέπει να κατηγορηθούν, αν υπαιτίως διετάραξαν την ασφάλειαν τής σιδηροδρομικής συγκοινωνίας Αθηνών – Θεσσαλονικής, επομένως αν, εν τή εκτελέσει τών καθηκόντων των, εγνώριζον (δόλος) ή τουλάχιστον ώφειλον καί ηδύναντο να γνωρίζουν (αμέλεια) ότι διά πράξεως ή παραλείψεώς των τινών, καί μίας μόνον, ηδύνατο να προκύψη κίνδυνος ανθρώπου.
Ό θρήνος πάντως από τα κυβερνητικά τείχη ακούεται. Η κυβέρνησις γνωρίζει ότι χάνει τό παιγνίδι. Καί με πρόφασιν τόν «σεβασμό προς τό ιερό» μνημείον τού Αγνώστου Στρατιώτου καί με τήν απόλυτον πλειοψηφίαν τών βουλευτών (τών ιδικών της καί ωρισμένων…ανεξαρτήτων), νομοθετεί με αγωνίαν. Όχι βεβαίως αποκαλύψεως τής αληθείας καί επικρατήσεως τού δικαίου. Ούτε πράγματι διαφυλαξεως τής ακεραιότητος καί τής αποστολής τού μνημείου. Αλλ’ αποδυναμώσεως ενός μέλους της, τού φιλοδόξου κυρίου υπουργού εθνικής αμύνης, διαφοροποιηθέντος υπέρ τού απεργού πείνης μόνο διά «τό θεαθήναι» (καί ανεξόδως) καί εν τούτοις δημοσκοπικώς επιδοκιμασθέντος, είς τόν οποίον δεν μετατίθεται, με μίαν τροπολογίαν είς νομοσχέδιον άσχετον καί είς γλώσσαν επιπέδου δημοτικού σχολείου, τόσον η αρμοδιότης καί η ευθύνη «συντήρησης, φροντίδας καί ανάδειξής» του, όσον ό κίνδυνος τής από τούδε ευθείας συγκρούσεως με τήν οικογενειακήν οδύνην καί τήν λαϊκήν οργήν.
Τήν αυτοκρατορικήν αγωνίαν διαδέχεται, είς τό πρόστυχον πολιτικόν παίγνιον, η τυμβωρυχία.
