8 Μαΐου 1821, η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς

22 Min Read

Μετά την ήττα των Ελλήνων στην Αλαμάνα (23 Απριλίου 1821), άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για τους Τούρκους πασάδες Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ προς την Ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο. Ο μαρτυρικός θάνατος του Αθανάσιου Διάκου είχε αφήσει χωρίς ικανό αρχηγό τους εξεγερμένους ραγιάδες. Ο φόβος κυρίευσε τα ήδη επαναστατημένα κέντρα (Λιβαδιά, Σάλωνα και Αττική), όπου είχε χυθεί αίμα ντόπιων Τούρκων. Όλοι ανέμεναν να ξεσπάσει η χωρίς οίκτο οργή των δύο πασάδων. Η Επανάσταση κινδύνευε σοβαρά ένα μήνα μετά την εκδήλωσή της και σώθηκε χάρη στις στρατιωτικές ικανότητες του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τους κακούς υπολογισμούς του Ομέρ Βρυώνη.

Ο ελληνικής καταγωγής αλβανός πασάς, αντί να προελάσει προς τις καταπτοημένες περιοχές της Ανατολικής Στερεάς και να διεκπεραιωθεί το ταχύτερο δυνατό στην Πελοπόννησο, έκρινε ότι έπρεπε να ενισχύσει τις δυνάμεις του, προτού περάσει τον Ισθμό. Θεώρησε ότι με το να προσεταιριστεί του Έλληνες οπλαρχηγούς, τους οποίους γνώριζε από την Αυλή του Αλή Πασά, θα προκαλούσε την παράλυση των Πελοποννησίων ανταρτών. Με αυτή τη λογική είχε προτείνει και στον Αθανάσιο Διάκο να ενταχθεί στις δυνάμεις του, αλλά αυτός είχε αρνηθεί. Ο Ομέρ Βρυώνης δεν είχε αντιληφθεί την έκταση και την έννοια του ελληνικού ξεσηκωμού. Πίστευε ότι επρόκειτο για μια απλή ανταρσία, που θα ήταν εύκολο να κατασταλεί και όχι για τον ξεσηκωμό ενός ολοκλήρου έθνους, που διεκδικούσε την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή του.

Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ανατολική Στερεά ο τρομερός και φοβερός Οδυσσέας Ανδρούτσος, παλιός αρματολός της περιοχής, ο οποίος είχε πέσει σε δυσμένεια του σουλτάνου, ως άνθρωπος του Αλή Πασά. Από το 1818 ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένθερμος υποστηρικτής του Αγώνα. Ο Ομέρ Βρυώνης βρήκε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να τον προσεταιρισθεί, επειδή γνώριζε πολύ καλά τις στρατιωτικές του ικανότητες. Του έγραψε μια επιστολή ως παλιός φίλος και του ζήτησε τη σύμπραξή του κατά των ελλήνων ανταρτών, με πλήθος υποσχέσεων και δόλωμα την οπλαρχηγία ολοκλήρου της Ανατολικής Στερεάς. Του πρότεινε, μάλιστα, να συναντηθούν στη Γραβιά και συγκεκριμένα σε ένα μικρό πλινθόκτιστο χάνι. Ο Ανδρούτσος απεδέχθη την πρόσκληση κι έσπευσε στην περιοχή με άλλο σκοπό κατά νου.

Αμέσως συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο Χάνι της Γραβιάς, με τη συμμετοχή των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Πανουργιά. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ομέρ Βρυώνης θα κατήρχετο στην Πελοπόννησο, όχι δια του Ισθμού, αλλά δια του Γαλαξειδίου. Διαφώνησαν, όμως, ως προς το σχέδιο αντιμετώπισής του. Ο Ανδρούτσος πρότεινε να δώσουν τη μάχη στο Χάνι, ενώ οι Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς το έκριναν ακατάλληλο, επειδή ήταν πλινθόκτιστο και ευρίσκετο σε ανοικτό πεδίο. Εν τω μεταξύ, ο Ομέρ Βρυώνης με 9.000 άνδρες πλησίαζε στη Γραβιά και είχε πληροφορηθεί την παρουσία του Ανδρούτσου στο χάνι με μικρή δύναμη. Δεν ανησύχησε, όμως, πιστεύοντας ότι ο Ανδρούτσος θα έκανε αποδεκτή την πρότασή του.

Σε μια δεύτερη σύσκεψη των ελλήνων οπλαρχηγών, που δεν είχαν στη διάθεσή τους πάνω από 1200 άνδρες, λύθηκε η διαφωνία τους. Αποφάσισαν ο μεν Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά να πιάσουν τις γύρω περιοχές, ο δε Ανδρούτσος να χτυπήσει τον εχθρό από το χάνι σε μια οπωσδήποτε παράτολμη ενέργεια. Μαζί του βρέθηκαν 117 άνδρες, που μετέτρεψαν το πλινθόκτιστο κτίριο σε οχυρό με πρόχειρα έργα.

Το πρωί της 8ης Μαΐου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης με τον στρατό του πλησίασε σε απόσταση βολής από το χάνι και αμέσως δέχτηκε καταιγισμό πυρών. Κατάλαβε ότι ο παλιός του φίλος δεν πήγε εκεί με φιλικούς σκοπούς, αλλά για να τον πολεμήσει. Πρώτα διέταξε να γίνει επίθεση κατά των ανδρών του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά, τους οποίους διασκόρπισε στα γύρω βουνά, όπως και στη Μάχη της Αλαμάνας. Στη συνέχεια, επικεντρώθηκε στο Χάνι και τον Ανδρούτσο.

Έκανε μια απόπειρα να τον μεταπείσει, στέλνοντας ένα δερβίση ως αγγελιοφόρο. Η αποστολή του ιερωμένου είχε τον λόγο της. Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε ότι ο Ανδρούτσος ήταν Μουσουλμάνος Μπεκταξής. Ο δερβίσης προχώρησε έφιππος προς το Χάνι, αλλά ξαφνικά δέχθηκε μια σφαίρα στο μέτωπο κι έπεσε άπνους. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν κατά κύματα στο Χάνι. Ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του κρατούσαν γερά. Ο Ομέρ Βρυώνης εξεμάνη με την ανικανότητα των αξιωματικών του και διέταξε και νέα επίθεση κατά το μεσημέρι. Και αυτή απέτυχε.

Τις πρώτες ώρες του δειλινού διέταξε κατάπαυση του πυρός, συνειδητοποιώντας ότι είχε διαπράξει ένα ακόμη λάθος. Από υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και υποτιμώντας την ανδρεία των Ελλήνων είχε εκστρατεύσει χωρίς πυροβολικό. Αποφάσισε να αποσύρει προσωρινά τις δυνάμεις του και να διατάξει να του φέρουν κανόνια από τη Λαμία. Ήταν αποφασισμένος το πρωί της επόμενης ημέρας να ισοπεδώσει το Χάνι, με τους αυθάδεις υπερασπιστές του. Την κίνηση αυτή του Ομέρ Βρυώνη μάντεψε ο Ανδρούτσος και γύρω στις δύο τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου επεχείρησε με τους 110 άνδρες του ηρωική έξοδο. Οι έξι είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της ολοήμερης μάχης. Αιφνιδίασαν τις τουρκικές φρουρές που είχαν περικυκλώσει το Χάνι και χάθηκαν μέσα στα σπαρτά.

Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στοίχισε στον Ομέρ Βρυώνη πάνω από 300 νεκρούς και 200 τραυματίες Κυρίως, όμως, προκάλεσε κλονισμό στο ηθικό του στρατού του και τον δικό του δισταγμό για το αν έπρεπε να συνεχίσει την εκστρατεία του. Για λίγο καιρό, τουλάχιστον, ένας σοβαρός κίνδυνος για την Πελοπόννησο εξέλιπε. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγνωρίσθηκε απ’ όλους ως αναμφισβήτητος ηγέτης της Ανατολικής Στερεάς.

Η Μάχη
Η Γραβιά βρισκόταν σε στρατηγική και οχυρή θέση, την οποία οι Έλληνες είχαν χρησιμοποιήσει από την Αρχαιότητα προκειμένου να αναχαιτίσουν βαρβάρους οι οποίοι κατευθύνονταν από τον Βορρά προς τη Φωκίδα και τους Δελφούς. Εκεί οι αρχαίοι Στερεοελλαδίτες είχαν αναχαιτίσει μέρος των Γαλατών που κατευθύνονταν στους Δελφούς. Στην ίδια θέση οι Βυζαντινοί είχαν αποπειραθεί να αποκρούσουν, ανεπιτυχώς, τους Γότθους του Αλάριχου.

Στο Χάνι της Γραβιάς κατέφθασαν και τα σώματα του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη, οι οποίοι μετά την καταστροφή του Διάκου στην Αλαμάνα, υποχώρησαν από τις αρχικές τους θέσεις (στον Γοργοπόταμο και τη Χαλκωμάτα). Ο Οδυσσέας («Λυσσέος», όπως τον αποκαλούσαν οι σύντροφοι του) εμψύχωσε τους καταβεβλημένους αγωνιστές και άρχισε αμέσως να οργανώνει τη νέα αντίσταση στους εισβολείς.

Παράλληλα, είχε στείλει τον Γκούρα με εντολή να «καθαρίσει» τα Σάλωνα, δηλαδή να εκτελέσει όλους τους αιχμάλωτους Τούρκους και Αλβανούς της περιοχής. Επρόκειτο για μία σκληρή διαταγή του Ανδρούτσου, την οποία οι επικριτές του έσπευσαν να μεταχειρισθούν ως μία ακόμη απόδειξη του ανηλεούς χαρακτήρα του. Εντούτοις, ο Οδυσσέας δεν είχε άλλη επιλογή. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής ήταν ισχυροί αριθμητικά και θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι αν εξεγείρονταν

Ο Ανδρούτσος είχε δεσμεύσει αρκετούς άνδρες για τη φύλαξη τους, που ήταν απαραίτητοι για την αναχαίτιση του Ομέρ Βρυώνη. Αν ελευθέρωνε τους αιχμαλώτους, εκείνοι θα ενώνονταν με τον πασά ισχυροποιώντας τον περισσότερο. Άλλος βασικός λόγος της απόφασης του, ήταν η πρόταση των τοπικών χωρικών να φυλάξουν εκείνοι ειδικά τους αιχμάλωτους μπέηδες. Ο Οδυσσέας σκέφθηκε, δικαιολογημένα, ότι επρόκειτο για υστερόβουλη πρόταση τους με σκοπό είτε να χρησιμοποιήσουν τους μπέηδες ως μάρτυρες σε περίπτωση «προσκυνήματος» τους, είτε να τους ανταλλάξουν έναντι λύτρων.

Ο Ανδρούτσος, στα πλαίσια της πάγιας πολιτικής του, προσπαθούσε να καταστήσει τους ντόπιους χριστιανούς «συνενόχους» στην εξόντωση των Τούρκων, έτσι ώστε να εξασφαλίσει πως δεν θα σκέπτονταν να καταθέσουν τα όπλα. Τέλος, ο θάνατος του παλαιού του φίλου Διάκου και 200 παληκαριών του στην Αλαμάνα, επηρέασε το κοινό ελληνικό αίσθημα που ζητούσε αντεκδίκηση και τη δική του απόφαση για τη θανάτωση των Τούρκων.

Η φοβερή εξόντωση όλων των μουσουλμάνων – εκτός από έναν όπως λέγεται – των Σαλώνων, της Μενδενίτσας (Βοδωνίτσας) και του Τουρκοχωρίου από τον Γκούρα, διήρκεσε μία εβδομάδα. Μαζί τους εκτελέσθηκαν όλοι οι Μπεκτασήδες δερβίσες, με εντολή του Ανδρούτσου.

Ο Οδυσσέας έστειλε από το Χάνι επιστολή στον Μπούσγο, καλώντας τον να έλθει με όλους τους άνδρες του στη Γραβιά. Όπως του έγραφε χαρακτηριστικά: «ένας να μη λείψη». Παράλληλα, οι επαναστάτες απομάκρυναν όλα τα γυναικόπαιδα της περιοχής στις δυσπροσπέλαστες πλαγιές της Γκιώνας και του Παρνασσού. Στο πολεμικό συμβούλιο με τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη, ο Ανδρούτσος πρότεινε να οχυρώσουν το Χάνι που βρισκόταν επί του δρόμου της Γραβιάς και να κλεισθούν σε αυτό, χρησιμοποιώντας το ως φρούριο από όπου θα εμπόδιζαν τη διάβαση των Τούρκων.

Οι άλλοι δύο οπλαρχηγοί διαφώνησαν, θεωρώντας καλύτερη λύση την κατάληψη θέσεων αριστερά και δεξιά του δρόμου, προκειμένου να μπορούν να διαφύγουν σε περίπτωση εχθρικής επικράτησης. Η πρόταση του Ανδρούτσου ήταν πρωτότυπη συγκριτικά με τις πολεμικές συνήθειες των κλεφταρματολών, οι οποίοι φρόντιζαν συνήθως να εξασφαλίζουν μία οδό διαφυγής από το πεδίο της μάχης. Ο Οδυσσέας γνώριζε ότι η διαφυγή από το Χάνι θα ήταν πολύ δύσκολη και σε αυτό το στοιχείο στηριζόταν προκειμένου να επιτύχει τη μέγιστη πολεμική απόδοση των ανδρών.

Μάλιστα ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης επισήμαναν την εκτεθειμένη θέση του Χανίου στο ανοικτό πεδίο και θεώρησαν ότι δεν θα άντεχε στις σφοδρές επιθέσεις των εχθρών. Οι διαβουλεύσεις των αγωνιστών συνεχίζονταν, όταν στις 7 Μαϊου ο Ομέρ Βρυώνης ξεκίνησε από τη Λαμία, άφησε τον Κιοσέ Μεχμέτ στη Μενδενίτσα με 1.000 άνδρες ως οπισθοφυλακή ασφαλείας, και βάδισε προς τη Γραβιά επικεφαλής 8.000 εκλεκτών πολεμιστών.

Το πεζικό του αποτελείτο από 7.000 Αλβανούς, Βόσνιους και άλλους Σλαβομουσουλμάνους, και Σαριγκιουλήδες από τη Μακεδονία. Το ιππικό του περιελάμβανε 500 Γκέγκηδες Αλβανούς, με επικεφαλής τον Τελεχά Φέζο, και 500 Τσάμηδες ομοεθνείς τους υπό τον Μουσταφά μπέη Κιαφαζέζη. Οι Αλβανοί αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του στρατεύματος.

Όταν οι επαναστάτες έμαθαν ότι ο εχθρός πλησίαζε, ο Ανδρούτσος πρότεινε νέο σχέδιο μάχης με το οποίο οι άλλοι οπλαρχηγοί συμφώνησαν. Το πρωί της επόμενης ημέρας (8 Μαΐου), οι ελληνικές δυνάμεις (1.000-1.500 πολεμιστές) διαιρέθηκαν σε τρία μέρη. Ένα τμήμα τους με επικεφαλής τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη κατέλαβε τα υψώματα του Χλωμού, στα αριστερά του δρόμου απ’ όπου θα περνούσε ο εχθρός.

Το δεύτερο τμήμα τους, υπό τους Χρήστο Κοσμά και Κατσικογιάννη, εγκαταστάθηκε στα δεξιά του, στα υψώματα της βρύσης «Σού Τζίκα». Το τρίτο και επίλεκτο σώμα με επικεφαλής τον Οδυσσέα, αποτελούμενο από άνδρες που θα τον ακολουθούσαν αυτόβουλα, θα κλεινόταν στο Χάνι της Γραβιάς. Μάλιστα ο Ανδρούτσος, προκειμένου να εμψυχώσει όσους θα τον ακολουθούσαν, φώναξε στους πολεμιστές: «Αί ορέ παιδιά, όποιος θέλει ν’ ακολουθήση, ας πιαστή στον χορό!». Ο Οδυσσέας έσυρε τον τσάμικο και ύψωσε το μαντήλι του.

Ο Γκούρας πιάστηκε πρώτος από το μαντήλι και ακολούθησαν ο Παπαντρέας, ο Κομνάς Τράκας, ο Αγγελής Γοβγίνας από την Εύβοια, οι Καπογιωργαίοι, ο Ζαφείρης από τα Επτάνησα και ο Μουσταφά, ένας Τουρκαλβανός «βλάμης» (αδερφικός φίλος) του Ανδρούτσου. Συνολικά 120 άνδρες έσυραν τον χορό και κλείσθηκαν στο Χάνι. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο αμπάρωσαν τις θύρες του, σφράγισαν όποια ανοίγματα και άνοιξαν πολεμίστρες. Σε λίγο οι Τούρκοι διέβησαν το ποτάμι της Γραβιάς και αντιλήφθηκαν τους Έλληνες οι οποίοι ήταν ακροβολισμένοι στο Χλωμο και στη βρύση Σού Τζίκα.

Αφού προσευχήθηκαν για τη νίκη, ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε δύο ισχυρά σώματα για να διενεργήσουν υπερκέραση των δύο ελληνικών πτερύγων. Οι άνδρες των πτερύγων ήταν ολιγάριθμοι συγκριτικά με τους Τουρκαλβανούς και οι περισσότεροι ήταν εξοπλισμένοι μόνο με σφενδόνες και μαχαίρια, μη διαθέτοντας πυροβόλα όπλα όπως οι εχθροί.

Πυροβόλα έφεραν εξολοκλήρου μόνο οι αγωνιστές που είχαν κλεισθεί στο Χάνι. Μοιραία, οι άνδρες του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη δεν άντεξαν το βάρος της εχθρικής επίθεσης και υποχώρησαν. Σε λίγο τους ακολούθησαν και οι πολεμιστές του Κοσμά και του Κατσικογιάννη. Οι ελληνικές πτέρυγες διαλύθηκαν και οι άνδρες τους κατέφυγαν στα ορεινά, όμως το ηθικό των αγωνιστών στο Χάνι δεν κάμφθηκε επειδή γνώριζαν ότι αυτή θα ήταν η πιθανότερη εξέλιξη.

Πριν το μεσημέρι, έφθασε μπροστά στο Χάνι ο Ομέρ Βρυώνης με τον κύριο όγκο του στρατού. Ο πασάς προσπάθησε πάλι να προσεταιρισθεί τον Ανδρούτσο. Έστειλε στο Χάνι τον Χασάν δερβίση, ο οποίος οδηγούσε τους άνδρες του ως θρησκευτικός αρχηγός (ως δερβίσης) που ευχόταν για τη νίκη και προσπαθούσε να διεγείρει τον πολεμικό φανατισμό τους, προκειμένου να διαπραγματευθεί με τον Οδυσσέα.

Ο Χασάν ήταν παλαιός γνώριμος του από την αυλή του Αλή Πασά, στοιχείο στο οποίο υπολόγιζε πάλι –μάταια – ο Ομέρ. Ο Ανδρούτσος είχε διατάξει τους πολεμιστές του να μην πυροβολήσουν, αν εκείνος δεν έδινε την εντολή. Γνώριζε τις μεθόδους του εχθρού και ότι ο πασάς θα του έστελνε τον δερβίση. Οι Τουρκαλβανοί πεζοί άρχισαν να βαδίζουν, οδηγούμενοι από τον Χασάν, αλλά σταμάτησαν σε απόσταση εκατό μέτρων από το Χάνι. Ο Οδυσσέας παρακολουθούσε τις κινήσεις τους από μία πολεμίστρα.

Ο δερβίσης βάδισε μόνος του θαρραλέα προς το Χάνι και όταν έφθασε κοντά στην κεντρική θύρα του, φώναξε στον Ανδρούτσο. Ο τελευταίος τον χαιρέτησε στην αλβανική γλώσσα και ο Χασάν ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Παρά την απόλυτη ηρεμία που επικρατούσε, η κατάσταση ήταν τεταμένη, με τους πολεμιστές των δύο πλευρών να παρακολουθούν με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Μετά από κάποιο διάστημα εσκεμμένης σιωπής, ο δερβίσης φώναξε στον Οδυσσέα με προστακτικό τόνο, ότι θέλει να συνομιλήσει μόνος μαζί του.

Ο Ανδρούτσος του απάντησε στον ίδιο τόνο, εξυβρίζοντας τον αθυρόστομα στα αλβανικά. Ο δερβίσης άρχισε επίσης να υβρίζει τον Οδυσσέα, ώσπου εκείνος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε με εύστοχη βολή στο κρανίο. Ο Χασάν σωριάστηκε στο έδαφος και οι Τουρκαλβανοί έτρεξαν αμέσως μαζικά κοντά στον «ιερό πολεμιστή». Ο Οδυσσέας εκμεταλλεύθηκε τη ριψοκίνδυνη συγκέντρωση των εχθρών τόσο κοντά στο Χάνι και διέταξε μαζική ομοβροντία. Πολλοί Αλβανοί έπεσαν νεκροί ή τραυματίες και οι υπόλοιποι υποχώρησαν πάλι σε απόσταση ασφαλείας.

Σε λίγο οι εχθροί διενήργησαν την πρώτη έφοδο τους στο Χάνι. Ο Οδυσσέας είχε εκπαιδεύσει τους άνδρες του να πυροβολούν με την ευρωπαϊκή μέθοδο των πυκνών συγχρονισμένων πυρών. Ένα μέρος των πολεμιστών του εξαπέλυε συγχρονισμένα μία ομοβροντία εναντίον των Τουρκαλβανών και κατά το διάστημα που γέμιζαν πάλι τα καριοφίλια και τις πιστόλες τους, άλλοι πυροβολητές ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν συγχρονισμένα εναντίον του εχθρού κ.ο.κ.

Η αναφερόμενη μέθοδος ήταν η καταλληλότερη έναντι μαζικής εχθρικής επιθέσης και υπήρξε ιδιαίτερα φονική έναντι των ασυντάκτων Τουρκαλβανών. Οι τελευταίοι σωριάζονταν ομαδόν στο έδαφος από τα βόλια των επαναστατών, αναγκαζόμενοι τελικά να υποχωρήσουν. Ακολούθησαν και άλλες θυελλώδεις επιθέσεις τους και παρότι κατάφεραν επανειλημμένα να στήσουν τα μπαϊράκια τους (πολεμικές σημαίες) στο τοιχίο του χώρου του Χανίου, στο τέλος τρέπονταν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς.

Κατά το μεσημέρι, ο Ομέρ Βρυώνης, απογοητευμένος από την αποτυχία, διέταξε την παύση των επιθέσεων και συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο. Οι υπαρχηγοί του πρότειναν να φέρει βαριά πυροβόλα από τη Λαμία, προκειμένου να μεταβάλουν το Χάνι σε ερείπια από ασφαλή απόσταση. Ο πασάς θεώρησε υποτιμητικό να φέρει πυροβόλα για την εκπόρθηση ενός πανδοχείου. Έως τη δύση του ήλιου, εξαπέλυσε τρεις ακόμη επιθέσεις εναντίον του, χωρίς αποτέλεσμα.

Οι Τουρκαλβανοί όχι μόνο αδυνατούσαν να έλθουν σε αγχέμαχη συμπλοκή με τους αγωνιστές, αλλά ακόμη και να πλησιάσουν τους τοίχους του Χανίου, που «θέριζε» τους επιτιθέμενους από όλες τις πλευρές. Ο περίγυρος του πανδοχείου καλυπτόταν από σωρούς νεκρών και τραυματιών.

Ο Ομέρ κατανόησε ότι τα πυροβόλα ήταν απαραίτητα. Έστειλε έναν Τάταρο ιππέα στη Λαμία, με εντολή για μεταφορά τους στη Γραβιά και κύκλωσε το οχυρωμένο πανδοχείο με νυκτερινούς φρουρούς. Τέλος, επέτρεψε στον καταπονημένο στρατό του να αναπαυθεί. Στο Χάνι, οι οπλαρχηγοί εξέτασαν την κατάσταση. Η ολοήμερη μάχη είχε εξαντλήσει τα πυρομαχικά τους και γνώριζαν ότι την επόμενη ημέρα ο πασάς θα έφερνε πυροβόλα προκειμένου να μη θυσιάζει άσκοπα τους άνδρες του και να μην ονειδίζεται από την παρατεταμένη πολιορκία ενός πανδοχείου.

Είχαν πετύχει μερικώς τον στόχο τους, αφού είχαν προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους Τουρκαλβανούς και είχαν ανυψώσει το φρόνημα όλων των επαναστατών. Γι’ αυτούς τους λόγους αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Χάνι. Περίπου δύο ώρες πριν ξημερώσει, ο Ανδρούτσος και οι άλλοι οπλαρχηγοί ξύπνησαν τους άνδρες και άρχισαν να απομακρύνουν αθόρυβα τις πέτρες από τον λιθοσωρό με τον οποίο είχαν σφραγίσει μία από τις θύρες του πανδοχείου.

Από την πύλη βγήκε προσεκτικά πρώτος ο Γκούρας, ο οποίος φημιζόταν για την εξαίρετη όραση του, και οδήγησε την πορεία των πολεμιστών στον γειτονικό αγρό. Τελευταίος βγήκε ο Οδυσσέας. Το χωράφι στο οποίο κινούνταν σκυμμένοι οι αγωνιστές, καλυπτόταν από ψηλά στάχυα τα οποία έκρυβαν την κίνηση τους από τους Αλβανούς που κατόπτευαν το Χάνι. Επρόκειτο για μία δύσκολη επιχείρηση διαφυγής που έγινε με πολλές προφυλάξεις, επειδή στον αγρό κείτονταν αρκετοί τραυματισμένοι εχθροί, κάποιος από τους οποίους θα μπορούσε να φωνάξει προδίδοντας στους ομοεθνείς του την ελληνική έξοδο.

Οι αγωνιστές έφθασαν τελικά σε ένα σημείο όπου βρίσκονταν οι Τουρκαλβανοί νυκτερινοί φρουροί. Εκείνοι τους αντιλήφθηκαν και άρχισαν να τους πυροβολούν. Τότε ο Οδυσσέας χρησιμοποίησε ένα στρατήγημα: πολλοί Αλβανοί ήταν ενδεδυμένοι όπως οι Έλληνες και δεν διακρίνονταν εμφανισιακά.

Ο Ανδρούτσος άρχισε να κραυγάζει στα αλβανικά εναντίον των ανδρών του και να προσποιείται ότι τους καταδιώκει. Έτσι «έπεισε» τους Τουρκαλβανούς ότι ήταν ένας από αυτούς και σε λίγο άρχισε να φωνάζει ότι οι Έλληνες διαφεύγουν προς τη βρύση Σού Τζίκα, ενώ εκείνοι έτρεχαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το Χλωμό. Οι Αλβανοί έτρεξαν προς τη βρύση ενώ ο Ανδρούτσος διέφυγε με τους άνδρες του μέσα στο σκοτάδι της νύκτας.

Όταν ξημέρωσε η 9η Μαΐου, οι επαναστάτες βρίσκονταν ασφαλείς στα υψώματα του Χλωμού, όπου καταμετρήθηκαν. Είχαν δύο τραυματίες, τον καπετάνιο Κώστα Καπογιωργάκη και έναν από τους πολεμιστές του Γκούρα, και έξι νεκρούς. Μεταξύ των τελευταίων βρίσκονταν ο επιφανής για τη γενναιότητα του, Αθανάσιος Καπλάνης, και ο Αθανάσιος Σεφέρης. Λίγο μετά την ανατολή του ηλίου, ο Ομέρ εισήλθε στο εγκαταλειμμένο Χάνι και όταν είδε την ισχνή κατασκευή του (συγκριτικά με τα πραγματικά οχυρά), επέπληξε σφόδρα τους Τουρκαλβανούς του επειδή δεν μπόρεσαν να νικήσουν λίγους «ζορμπάδες» (άτακτοι πολεμιστές ή «παλικαράδες»).

Οι απώλειες του τουρκικού στρατοπέδου αριθμούσαν 600 τραυματίες και 300 νεκρούς μεταξύ των οποίων και δύο μπέηδες. Με την εξόντωση τόσων Αλβανών στη Γραβιά, ο Οδυσσέας και οι άνδρες του πήραν μία «άτυπη» εκδίκηση για τον θάνατο των Ελλήνων αγωνιστών στην Αλαμάνα, τον προηγούμενο μήνα.

πηγή: λάβαρο 21

Share This Article