Γεννημένος το 1887 στην Τήνο, περάτωσε την βασική του εκπαίδευση στο χωριό Κτικάδο, και στην συνέχεια ολοκλήρωσε στο πρότυπο Γυμνάσιο αρρένων Αθηνών. Με έμφυτη κλίση προς τα γράμματα συνεχίζει τις σπουδές του στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή και εν συνεχεία στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι άριστες επιδόσεις του έχουν σαν αποτέλεσμα να μεταβεί μεταξύ του 1911-1914 με υποτροφία του Ιερού Καθιδρύματος Τήνου, για μεταπτυχιακές σπουδές στην Γερμανία, στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου εξειδικεύεται στην ερμηνευτική της Καινής Διαθήκης, στην παιδαγωγική, στην φιλοσοφία, και την θρησκειολογία, και το 1921 αναγορεύεται διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής Αθηνών υποβάλλοντας την διατριβή του με θέμα: «Η εις πνεύματα πίστις κατά τους περί Χριστού χρόνους». Είναι χαρακτηριστικό πως ο Λούβαρις, προτού ακολουθήσει την ακαδημαϊκή πορεία, δίδαξε επί σειρά ετών (1915-1925) στην μέση εκπαίδευση (Αρσάκειο, Διδασκαλείο Θηλέων Κερκύρας, Διδασκαλείο Αρρένων Θεσσαλονίκης, Ιταλική Σχολή Θεσσαλονίκης, Σχολαρχείο Ανάφης κ.α), γεγονός το οποίο αναμφισβήτητα φανερώνει την αγάπη του για την εκπαίδευση και την παιδεία. Το 1925 εκλέγεται πανηγυρικά τακτικός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα της Εισαγωγής και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης.
Είναι γεγονός ότι ο Ν. Λούβαρις μεγάλωσε σε περιβάλλον με έντονο το ρωμαιοκαθολικό, και γενικότερα δυτικό στοιχείο (Τήνος), και επηρεάστηκε από τις σπουδές του στην Γερμανία, σε πανεπιστήμια με έντονο προτεσταντικό πνεύμα. Το γεγονός αυτό είναι φανερό στο έργο του όπου κυριαρχεί η ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, η συστηματική φιλοσοφία και θεολογία, ενώ απουσιάζουν σχεδόν σε απόλυτο βαθμό οι Πατέρες της Εκκλησίας, η βάση δηλαδή της ορθοδόξου Εκκλησίας, θεολογίας και παράδοσης, και αυτό παρά το γεγονός ότι έγραψε αξιόλογα δοκίμια και θαύμαζε την παράδοση του Αγίου Όρους, και επί σειρά ετών διεύθυνε το περιοδικό «Γρηγόριος ο Παλαμάς», το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς για την ελληνική πατρολογία. Επηρεασμένος από τον κυρίως από τον Kant, τον Spranger, τον Dilthey, και την νεοκαντιανή φιλοσοφία της σχολής του Baden, ο Λούβαρις πιστεύει στην θεωρία των αξιών και απορρίπτει τον ιστορικό υλισμό. Θεωρείται, και είναι, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες και ευρωπαίους θεολόγους-φιλοσόφους του 20ου αιώνα, και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία πολύ δύσκολα Έλληνες καθηγητές είχαν αυτήν την ευρύτητα πνεύματος και οριζόντων, με ευρωπαϊκή παιδεία και κουλτούρα (χαρακτηριστικά έργα του: Ιστορία της φιλοσοφίας, τ..Α’, Β’, Αθήναι 1933, Die Philosophie der Gengenwart in Griechenland, Munchen 1940, Ο Γκάιτε ως θρησκευτική προσωπικότης, Αθήνα, 1929, «Αι περί θρησκείας ιδέαι της συγχρόνου φιλοσοφίας », Γρηγόριος Παλαμάς τ. 4 (1920), κ.α).
Ως καθηγητής θεωρείται ο εισηγητής της Φιλοσοφίας της Θρησκείας στην Ελλάδα, με την μελέτη του «Η φιλοσοφία της θρησκείας εν τω παρόντι» (1916), καθώς και των επιστημονικών πεδίων της Φαινομενολογίας και της Ψυχολογίας της Θρησκείας, ενώ δημιούργησε έναν κύκλο μαθητών γνωστών ως «Λουβαρισταί» (Νησιώτης, Θεοδώρου), ενώ άσκησε σημαντική επίδραση στον λεγόμενο «Κύκλο της Χαιδελβέργης» (Π. Κανελόπουλος, Κ. Τσάτσος, Ι. Θεοδωρακόπουλος κ.α). Δίδαξε επιπλέον στην Νομική Σχολή Αθηνών, στο Πάντειο πανεπιστήμιο, και στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (1939-1940). Υπήρξε μέλος της Γερμανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας του Βερολίνου, του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης (1935), και της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1959 ), ενώ στις 17 Δεκεμβρίου 1960 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Πέραν όμως από επιφανής πανεπιστημιακός διδάσκαλος ο Ν. Λούβαρις σηματοδότησε και μια χαρακτηριστική συμμετοχή στην πολιτική ζωή της νεωτέρας Ελλάδος, όχι πάντα με τα καθαρότερα χρώματα. Διετέλεσε υπουργός Παιδείας στην κοινοβουλευτική κυβέρνηση Μεταξά, ενώ στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου ανέλαβε κατά καιρούς διάφορες κυβερνητικές θέσεις περιορισμένης όμως σημασίας. Τούτο διότι ο Λούβαρις εθεωρείτο φανατικός γερμανόφιλος, γεγονός το οποίο έκανε το καθεστώς να τον αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα, και καχυποψία. Στην κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Τσολάκογλου, ο Λούβαρις προτάθηκε για υπουργός, παραιτήθηκε όμως από το αξίωμά του επικαλούμενος την είσοδο των Ιταλών στην Αθήνα. Στην συνέχεια συνέβαλε σημαντικά στην ενθρόνιση του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, μετά την άρνηση του αρχιεπισκόπου Χρύσανθου (Φιλιππίδου) να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση, και καθ’ όλη την διάρκεια της κατοχής είχαν στενή συνεργασία, με αποτέλεσμα στην κυβέρνηση Ι. Ράλλη ο Λούβαρις να διατελέσει υπουργός Παιδείας, κατ’ εντολή, όπως υποστήριξε ο ίδιος, του Δαμασκηνού.
Απεβίωσε στην Αθήνα το 1961, αφήνοντας πίσω του ένα πρωτοποριακό επιστημονικό και φιλοσοφικό έργο, εμπνέοντας σεβασμό ως διδάσκαλος, αλλά ταυτόχρονα και επικρίσεις σχετικές με την αλλοτρίωση του ορθοδόξου ήθους, και πολιτικό τυχοδιωκτισμό. Υπήρξε αναμφισβήτητα μια κορυφαία και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας.
Λ. Αλεξάνδρου