Η νέα αύξηση της τάξης του 7,5% στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας για τον Ιούνιο αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα επιβαρύνσεων που υφίστανται τα ελληνικά νοικοκυριά τον τελευταίο χρόνο. Πρόκειται για μια τάση που δεν εμφανίζεται αιφνίδια, αλλά είναι αποτέλεσμα βαθύτερων και συστημικών επιλογών.
Η πλήρης ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας και η αποδιάρθρωση του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ, στο όνομα της «απελευθέρωσης» και του «ανταγωνισμού», δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου η τιμή της κιλοβατώρας καθορίζεται κυρίως από τα συμφέροντα των παρόχων και των χρηματιστηριακών μηχανισμών, παρά από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Η απολιγνιτοποίηση, η εκχώρηση κρίσιμων ενεργειακών υποδομών σε ιδιώτες και η υποταγή της χώρας σε ένα δήθεν «πράσινο» ευρωπαϊκό δόγμα, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τις ανάγκες του λαού, ούτε τις δυνατότητες της χώρας.
Η Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ε.Ε., εγκατέλειψε πρόωρα και χωρίς σχέδιο τον λιγνίτη, ένα εγχώριο, σταθερό και φθηνό καύσιμο. Το επιχείρημα της «κλιματικής ευαισθησίας» μετατράπηκε σε εργαλείο για την αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης: φυσικό αέριο (κυρίως εισαγόμενο), εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από βόρειες χώρες και τεράστια επιδότηση φωτοβολταϊκών και ανεμογεννητριών, χωρίς πραγματική απόδοση και χωρίς στρατηγικό έλεγχο.
Ταυτόχρονα, οι πολίτες καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό αυτής της “μετάβασης”, χωρίς να έχουν λόγο, ούτε προστασία και το μόνο που διασφαλίζεται είναι η κερδοφορία των «παρόχων» και η συμμόρφωση προς τις επιταγές των Βρυξελλών.
Τα σταθερά μηνιαία κόστη –πάγια, ρήτρες, τέλη και λοιπές χρεώσεις– μετατρέπουν τους λογαριασμούς σε υπέρογκες απαιτήσεις, ακόμη και για νοικοκυριά με χαμηλή κατανάλωση. Παρά τις γαλάζιες ανακοινώσεις για «ονομαστικές μειώσεις», οι συνολικές χρεώσεις αυξάνονται σταθερά, χωρίς σαφή μηχανισμό προστασίας για τις ευάλωτες ομάδες.