Η ιταλική και η γερμανική πολιτική στα Δωδεκάνησα (1912-1945)

11 Χρόνος ανάγνωσης

Τα Δωδεκάνησα, εκτός από το Καστελόριζο, καταλήφθηκαν από την Ιταλία κατά τη διάρκεια του ιταλο-τουρκικού πολέμου του 1911-12. Η Ιταλία είχε αρχικά συμφωνήσει να επιστρέψει τα νησιά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης του Ουσύ το 1912, ωστόσο η ασάφεια της Συνθήκης επέτρεπε την προσωρινή ιταλική διοίκηση των νησιών. Η Τουρκία παραιτήθηκε τελικά από κάθε αξίωση στα Δωδεκάνησα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923.

Μετά το τέλος του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου (1918), η Ιταλία συμφώνησε δύο φορές, 1) με το Σύμφωνο Βενιζέλου- Τιτόνι το 1919 και 2) με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920 να παραχωρήσει τα νησιά στην Ελλάδα, εκτός από τη Ρόδο, η οποία θα απολάμβανε μια εκτεταμένη αυτονομία. Λόγω όμως της επακόλουθης ελληνικής εμπλοκής στη Μικρασιατική Εκστρατεία και των συγκρούσεων που προέκυψαν ανάμεσα στα ελληνικά & στα ιταλικά συμφέροντα, οι συμφωνίες αυτές δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Το δε Καστελόριζο κατελήφθη προσωρινά από τη Γαλλία το 1915 και τέθηκε κι αυτό υπό ιταλικό έλεγχο το 1921. Τα Δωδεκάνησα προσαρτήθηκαν τελικά επίσημα στη φασιστική Ιταλία το 1923. Το ιταλικό ενδιαφέρον για τα Δωδεκάνησα είχε τις ρίζες του σε γεωστρατηγικούς στόχους, καθώς τα νησιά ήταν απαραίτητα για την προώθηση της αυτοκρατορικής/αποικιοκρατικής πολιτικής της Ιταλίας. Σ’ αυτά τα πλαίσια η Λέρος & η Πάτμος χρησιμοποιήθηκαν ως βάσεις για το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό.

Αρχίζοντας από το 1923, οι πολιτικοί διοικητές αντικατέστησαν τους στρατιωτικούς διοικητές. Η ιταλική πολιτική έναντι του ιθαγενούς πληθυσμού χωρίστηκε σε δύο φάσεις: ενώ ο κυβερνήτης Mario Lago, φιλελεύθερος διπλωμάτης, ευνοούσε την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των Ελλήνων και των Ιταλών, επιλέγοντας μια μετριοπαθή στρατηγική, ο διάδοχός του Cesare Maria De Vecchi ξεκίνησε μια εκστρατεία πιο σκληρού εξιταλισμού στα νησιά.
Ο Lago παραχώρησε σε Ιταλούς εποίκους γη κι ενθάρρυνε τους γάμους με τους ντόπιους Έλληνες. Το 1929 παραχωρήθηκαν και υποτροφίες από το Πανεπιστήμιο της Πίζας σε Δωδεκανησίους σπουδαστές με σκοπό τη διάδοση του ιταλικού πολιτισμού και της γλώσσας μεταξύ της τοπικής επαγγελματικής τάξης. Ο μόνος τομέας όπου ο Lago δεν ήταν αρμόδιος ήταν η θρησκεία, όπου και δρομολογήθηκαν πιο “ριζοσπαστικές” μεθοδεύσεις: Οι ιταλικές αρχές επιχείρησαν να περιορίσουν την ισχύ της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον πληθυσμό χωρίς επιτυχία, προσπαθώντας να δημιουργήσουν μια Αυτοκέφαλη Δωδεκανησιακή Εκκλησία. Οι φασιστικές οργανώσεις νεολαίας όπως η Opera Nazionale Balilla εισήχθησαν επίσης στα νησιά και η σταδιακή ιταλοποίηση των ονομάτων ενθαρρύνθηκε από τις ιταλικές αρχές. Η νομική κατάσταση των νησιών (“Possedimento”), ήταν κάτι ενδιάμεσο μεταξύ μιας αποικίας κι ενός τμήματος της μητροπολιτικής Ιταλίας: Εξαιτίας αυτού του ιδιότυπου καθεστώτος, οι ντόπιοι δεν έλαβαν ποτέ πλήρη υπηκοότητα και δεν ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετήσουν στις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις.

Κάτω όμως από τη διακυβέρνηση του De Vecchi (1936-1940), όπως προειπώθηκε, οι προσπάθειες του εξιταλισμού έγιναν πιο εντατικές κι ακραίες: Η ιταλική γλώσσα κατέστη υποχρεωτική στην εκπαίδευση και στη δημόσια ζωή, ενώ η ελληνική υπέπεσε απλά σε ένα προαιρετικό μάθημα στα σχολεία. Ακόμη, ενώ υπό το Lago οι κάτοικοι είχαν τη δυνατότητα να εκλέγουν τους δικούς τους δημάρχους, το 1937 εγκαταστάθηκε το φασιστικό σύστημα στα νησιά, με τοποθετηθέντες “podestas” σε κάθε δήμο. Το 1938 εισήχθησαν και οι καινούριοι ιταλικοί φυλετικοί νόμοι μαζί με μια σειρά διαταγμάτων που εξίσωναν την τοπική νομοθεσία με την ιταλική νομοθεσία.

Όπως αναφέρθηκε πριν, ήδη από τα χρόνια του Lago έγινε μια προσπάθεια να προσελκυσθούν Ιταλοί έποικοι στα Δωδεκάνησα. Οι προσπάθειες να φέρουν Ιταλούς εποίκους δεν ήταν ωστόσο ιδιαίτερα επιτυχείς: Μέχρι το 1936 οι Ιταλοί στα Δωδεκάνησα αριθμούσαν μόλις 16.711 άτομα, οι περισσότεροι από τους οποίους ζούσαν στη Ρόδο και στη Λέρο. Οι Ιταλοί της Ρόδου και της Κω ήταν κυρίως γεωργοί που συμμετείχαν στη δημιουργία νέων αγροτικών οικισμών (όπως το χωριό Campo Chiaro στην Ελεούσα της Ρόδου), ενώ οι Ιταλοί της Λέρου απασχολούνταν γενικά από το στρατό και διέμεναν στις εγκαταστάσεις του στη νέα ιταλική πόλη Portolago (σήμερα Λακκί).

Ο Μουσολίνι ήθελε να μετατρέψει τα νησιά σε “βιτρίνες” της ιταλικής Αποικιοκρατίας κι ανέλαβε μια σειρά από μαζικά δημόσια έργα στο “Αρχιπέλαγος”, όπως αποκαλούσε την περιοχή. Στα χρόνια λοιπόν του καθεστώτος δημιουργήθηκαν νέοι δρόμοι, μνημειώδη κτίρια σύμφωνα με τη φασιστική αρχιτεκτονική, αλλά και υδραγωγεία, μερικές φορές με καταναγκαστική ελληνική εργασία. Πολλά παραδείγματα ιταλικής αρχιτεκτονικής μπορούν ακόμη και σήμερα να βρεθούν στα εν λόγω νησιά. Οι Ιταλοί επίσης αξιοποίησαν εκτενώς για πρώτη φορά την πλούσια ιστορία των νησιών κι άρχισαν να εισάγουν μαζικό τουρισμό στη Ρόδο και στην Κω. Ωστόσο, τα μικρότερα νησιά είχαν ως επί το πλείστον παραμεληθεί από τις προσπάθειες βελτίωσης και δεν είχαν αναπτυχθεί επαρκώς.
Μετά τη Μάχη της Ελλάδας & την κατάληψη της χώρας την Άνοιξη του 1941, οι ιταλικές αρχές διακήρυξαν την ενσωμάτωση των Κυκλάδων και των Σποράδων στην Ιταλική Διοίκηση του Αιγαίου (Egeomil), αλλά οι Γερμανοί αντιτάχθηκαν σε οποιαδήποτε αλλαγή του εδαφικού status quo της “Ελληνικής Πολιτείας”, το όνομα που δόθηκε στην κατεχόμενη Ελλάδα, πριν τελειώσει ο πόλεμος. Καθώς όμως οι Κυκλάδες ήταν υπό ιταλική κατοχή, η προετοιμασία για προσάρτηση συνεχίστηκε τα χρόνια που ακολούθησαν παρά τη γερμανική αντίθεση.
Τελευταίοι διοικητές της ιταλικής Δωδεκανήσου ήταν οι Ettore Bastico (1940-1941) και Inigo Campioni (1941-1943), οι οποίοι σε γενικές γραμμές ακολούθησαν την ως άνω πολιτική του De Vecchi. Mετά όμως από την ιταλική Συνθηκολόγηση του Σεπτεμβρίου του 1943, όλα τα ιταλικά σχέδια προσάρτησης ελληνικών εδαφών ναυάγησαν και τα Δωδεκάνησα έγιναν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα πεδίο μάχης μεταξύ των Γερμανών, των Βρετανών και των Ιταλών (μάχη της Δωδεκανήσου). Οι Γερμανοί επικράτησαν και παρόλο που αποχώρησαν από την ηπειρωτική Ελλάδα το Φθινόπωρο του 1944, τα Δωδεκάνησα παρέμειναν κατεχόμενα μέχρι το τέλος του πολέμου. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής η περιοχή παρέμεινε de jure υπό την ονομαστική επικυριαρχία της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας (Repubblica Sociale Italiana, RSI), του νέου φασιστικού κράτους που συγκροτήθηκε στη Βόρεια Ιταλία, αλλά de facto υπέκειτο στη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση της Ελλάδος.

Η γερμανική Κατοχή των Δωδεκανήσων (1943-1945) επέφερε μια πολύ αισθητή αλλαγή πολιτικής στην περιοχή, που χαρακτηρίζεται από την άμεση παύση του προγράμματος εξιταλισμού του συμπλέγματος των νησιών, καθώς οι Γερμανοί δεν είχαν γεωπολιτικά σχέδια για την περιοχή, σε αντίθεση με τους Ιταλούς πρώην συμμάχους τους. Η δε ονομαστική επικυρίαρχος Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία είχε πολύ σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει εκείνη την εποχή από το να ασκεί μακρόπνοα γεωπολιτικά σχέδια στο Αιγαίο, όπως η προέλαση των Δυτικών Συμμάχων στο ιταλικό μητροπολιτικό έδαφος και το διαρκώς διογκούμενο αντικαθεστωτικό ιταλικό ανταρτικό κίνημα.

Ο ήπιος Γερμανός πολιτικός διοικητής στα Δωδεκάνησα, Adolf Welle, σαν πρώτη του ενέργεια αποκατέστησε την άμεση επικοινωνία της περιοχής με την υπόλοιπη Ελλάδα. Επίσης η ελληνική Δραχμή για πρώτη φορά έγινε δεκτή & ισότιμη σαν μέσο πληρωμών με την ιταλική Λίρα. Στη συνέχεια συγκρότησε ένα είδος “περιφερειακού συμβουλίου” για να τον βοηθά στην εξάσκηση των καθηκόντων του, το Volks Beirat, στο οποίο οι Έλληνες ντόπιοι κάτοικοι των νησιών και οι Ιταλοί έποικοι είχαν ισότιμη αντιπροσώπευση & αντιμετώπιση, πράγμα ανήκουστο στα χρόνια της ιταλικής Κατοχής. Αποκατέστησε ακόμη τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας με κάθε νομιμότητα στα ελληνικά σχολεία, τα οποία για λόγους τυπικούς και μόνο εξακολουθούσαν να αποκαλούνται “κατηχητικά”. Τέλος εμφανίστηκαν ξανά μετά από χρόνια ελληνικές εφημερίδες & έντυπα, στα οποία κιόλας δεν ασκούνταν προληπτική λογοκρισία- κάτι που δεν τόλμησαν ούτε οι Βρετανοί όσο είχαν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή την περίοδο 1945-1947, οι οποίοι κι επανέφεραν έναν αυστηρό έλεγχο στον Τύπο.

Παρόλα αυτά, η γερμανική Κατοχή επέφερε άλλα προβλήματα: Την περίοδο 1944-1945 η Δωδεκάνησος αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα έλλειψης τροφίμων κι εφοδίων λόγω του αποκλεισμού της περιοχής από το συμμαχικό στόλο και των γερμανικών επιτάξεων, ενώ πραγματοποιήθηκαν κι αρκετές εκτελέσεις αντιστασιακών & σαμποτέρ των Συμμάχων από τους Γερμανούς. Τελικά στις 8 Μαίου 1945, μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση, η φρουρά της Δωδεκανήσου υπέγραψε την παράδοσή της στους Βρετανούς στη Σύμη. Τα νησιά πέρασαν τότε υπό προσωρινή βρετανική διοίκηση μέχρι το Συνέδριο της Ειρήνης να αποφάσιζε τη μοίρα της περιοχής. Εν τέλει το 1947 αποφασίστηκε η ενσωμάτωση των νησιών στην Ελλάδα, η οποία πραγματοποιήθηκε με κάθε λαμπρότητα στις 7 Μαρτίου 1948. Έκτοτε τα Δωδεκάνησα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του Εθνικού Κορμού της Ελλάδας.
Οι Ιταλοί άποικοι εγκαταστάθηκαν στα Δωδεκάνησα του Αιγαίου Πελάγους τη δεκαετία του 1930 από τη φασιστική ιταλική κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι, ενώ η Ιταλία είχε υπό κατοχή τα νησιά από τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911.

Μέχρι το 1940, ο αριθμός των Ιταλών που εγκαταστάθηκαν στα Δωδεκάνησα ήταν σχεδόν 8.000, συγκεντρωμένοι κυρίως στη Ρόδο. Το 1947, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα νησιά περιήλθαν στην κατοχή της Ελλάδας, ως αποτέλεσμα οι περισσότεροι Ιταλοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και όλα τα ιταλικά σχολεία έκλεισαν. Ωστόσο, η αρχιτεκτονική τους κληρονομιά είναι ακόμη εμφανής, ιδιαίτερα στη Ρόδο και τη Λέρο.
Μερικοί από τους Ιταλούς αποίκους παρέμειναν στη Ρόδο και αφομοιώθηκαν γρήγορα. Επί του παρόντος, έχουν απομείνει μόνο μερικές δεκάδες παλιοί άποικοι, αλλά η επίδραση της κληρονομιάς τους είναι εμφανής στη σχετική διάδοση της ιταλικής γλώσσας κυρίως στη Ρόδο και τη Λέρο.

πηγή: ΜΙΚΡΟ εθνολογία

Share This Article