γράφει ο Γιώργος Μάστορας
Αρθρογράφος Συγγραφέας
Το Αγροτικό ζήτημα δεν είναι συντεχνιακό, αλλά Εθνικό ζήτημα. Όποιοι συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τα μπλόκα ως «ενόχληση», ως πρόβλημα κυκλοφορίας ή ως μια παροδική κρίση, αρνούνται να δουν την πραγματική εικόνα: ότι η Ελλάδα βαδίζει μεθοδικά προς την απώλεια της διατροφικής της βάσης, την διάρρηξη της σχέσης της με την γη και, τελικά, την αποδυνάμωση ενός πολύ κρίσιμου πυλώνα Εθνικής Κυριαρχίας.
Δεν πρόκειται απλώς για το ύψος μιας επιδότησης, αλλά για το αν η Χώρα θα εξακολουθήσει να παράγει τροφή ή αν θα μετατραπεί πλήρως σε σημείο εισαγωγών, Real Estate, ενεργειακών πάρκων και τουριστικής μονοκαλλιέργειας. Πρόκειται για το αν ο Αγρότης, Κτηνοτρόφος, Αλιέας, Μελισσοκόμος, θα παραμείνει φορέας παραγωγής και κοινωνικής σταθερότητας ή αν θα εκτοπιστεί ως «εμπόδιο «στην ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων που αποδίδουν ταχύτερα, όχι όμως απαραίτητα βιωσιμότερα.
Τα μπλόκα δεν είναι το πρόβλημα, αλλά το αποτέλεσμα. Και όποιος επιμένει να τα βλέπει αποκομμένα από το γενικότερο παραγωγικό και γεωπολιτικό πλαίσιο, απλώς συγκαλύπτει το πραγματικό διακύβευμα.
Η Ελληνική ύπαιθρος δεν κατέρρευσε ξαφνικά. Υπονομεύθηκε σταδιακά, επί δεκαετίες, μέσα από πολιτικές που αντιμετώπισαν την γη, όχι ως σύνδεση του Αίματος του Αγρότη μαζί της, όχι ως στρατηγικό πόρο, αλλά ως μεταβιβάσιμο εμπόρευμα και τον Αγρότη ως έναν απλό αριθμό σε κάποιο μητρώο ενισχύσεων. Δεν υπήρξε ποτέ συγκροτημένη Εθνική στρατηγική για τον πρωτογενή τομέα, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της Χώρας, στην γεωμορφολογία της, στον ορεινό και νησιωτικό χαρακτήρα της.
Αντιθέτως, υπήρξε διαχρονικά μια λογική διαχείρισης των κονδυλίων. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) δεν εντάχθηκε ποτέ σε ένα Εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης. Ενσωματώθηκε μηχανιστικά, χωρίς διαπραγμάτευση, χωρίς στόχευση, χωρίς προσαρμογή. Και κάπως έτσι, οι επιδοτήσεις υποκατέστησαν τον σχεδιασμό, οι δηλώσεις αντικατέστησαν το προϊόν και η γραφειοκρατία πήρε την θέση της πολιτικής.
Το τίμημα αυτής της επιλογής είναι σήμερα ορατό: εγκατάλειψη καλλιεργειών, γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, έλλειψη διαδοχής, χαμηλή προστιθέμενη αξία, εξάρτηση από εισαγωγές ακόμη και σε προϊόντα που θα μπορούσαν να παράγονται επαρκώς στην Χώρα.
Η ΚΑΠ δεν είναι τεχνικό πλαίσιο, αλλά αποτελεί βαθύτερη πολιτική. Και στην Ελληνική περίπτωση λειτούργησε ως μηχανισμός αποπαραγωγικοποίησης της υπαίθρου. Αντί να στηρίξει την μικρή και μεσαία αγροτιά, ευνόησε την λογική επιδότησης ανά στρέμμα, ανεξαρτήτως παραγωγικού αποτελέσματος.
Έτσι, δημιουργήθηκε ένας Αγρότης εξαρτημένος από τον φάκελο, από τον έλεγχο, από την συμμόρφωση στους όρους, και όχι από την σχέση του με την γη και την αγορά. Η παραγωγή πέρασε σε δεύτερο πλάνο. Η αξία μεταφέρθηκε αλλού. Και η επιβίωση συνδέθηκε όχι με το προϊόν, αλλά με την εκταμίευση.
Η σημερινή εκδοχή της ΚΑΠ, με την περιβόητη «πράσινη αρχιτεκτονική», βαθαίνει το πρόβλημα. Περιβαλλοντολογικές απαιτήσεις χωρίς επαρκή αντιστάθμιση, αυξημένη γραφειοκρατία, ποινές και κυρώσεις χωρίς υποστήριξη. Όλα αυτά δεν πλήττουν τις μεγάλες αγροτοβιομηχανίες του Βορρά, αλλά τις μικρές, ορεινές και νησιωτικές, μεσογειακές Χώρες.
Η Ελλάδα δεν απέτυχε απλώς να διεκδικήσει καλύτερους όρους. Αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα μια ΚΑΠ σχεδιασμένη για διαφορετικά παραγωγικά μοντέλα, διαφορετικές κλίμακες, διαφορετικές κοινωνίες. Και σήμερα «θερίζει «τα αποτελέσματα αυτής ακριβώς της αποδοχής.
Ο σύγχρονος Αγρότης δεν ελέγχει πλέον την τύχη του προϊόντος του. Δεν καθορίζει την τιμή, δεν έχει πρόσβαση στην τελική υπεραξία, δεν συμμετέχει ουσιαστικά στις αποφάσεις της αγοράς. Η ισχύς έχει μεταφερθεί στην μεταποίηση, στην συσκευασία, στην πιστοποίηση, στο λιανεμπόριο. Ο παραγωγός περιορίζεται στον ρόλο του πρώτου κρίκου μιας αλυσίδας που άλλοι ελέγχουν.
Μέσα σε αυτό το ήδη ασφυκτικό πλαίσιο αποδιάρθρωσης του πρωτογενούς τομέα, η ΕΕ ανοίγει ένα ακόμη εξαιρετικά επικίνδυνο κεφάλαιο: την απορρύθμιση των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών, μέσω των λεγόμενων Νέων Γονιδιακών Τεχνικών. Πίσω από την φαινομενικά αθώα γλωσσική μετάλλαξη κρύβεται μια βαθιά πολιτική επιλογή: η παράδοση της τροφής, της γης και του σπόρου στα χέρια των πολυεθνικών.
Η πρόσφατη συμφωνία Κομισιόν – Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οδηγεί στην ουσιαστική κατάργηση βασικών δικλείδων ασφαλείας: αξιολόγηση κινδύνου, σήμανση, ιχνηλασιμότητα, υποχρεωτικά μέτρα συνύπαρξης. Ο καταναλωτής δεν θα γνωρίζει τι τρώει. Ο Αγρότης δεν θα γνωρίζει αν ο σπόρος του επιμολύνθηκε, με τον βιολογικό τομέα να αφήνεται ουσιαστικά ακάλυπτος.
Το επιχείρημα είναι γνωστό και επαναλαμβανόμενο: «καινοτομία», «κλιματική ανθεκτικότητα», «απάντηση στην ξηρασία». Το ίδιο αφήγημα είχε χρησιμοποιηθεί και στην πρώτη γενιά μεταλλαγμένων, που υποτίθεται θα έλυνε το πρόβλημα της παγκόσμιας πείνας. Δεν το έκανε. Αντιθέτως, δημιούργησε μονοπώλια σπόρων, πατέντες ζωής και Αγρότες ομήρους νομικών και οικονομικών δεσμεύσεων.
Βρισκόμαστε στο τελικό στάδιο της αποταυτοποίησης της τροφής. Όταν ο σπόρος δεν ανήκει στον παραγωγό, όταν η πληροφορία κρύβεται από τον καταναλωτή, όταν η επιστήμη υποκαθίσταται από εταιρικά δελτία Τύπου, τότε δεν μιλάμε για Εθνική αγροτική πολιτική, αλλά για απώλεια Εθνικής Κυριαρχίας.
Η «ελληνική» κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλει να τοποθετηθεί καθαρά. Όχι με μισόλογα και με «ευρωπαϊκές υποχρεώσεις», όχι με ένοχη σιωπή. Η τροφή δεν είναι απλό εμπόρευμα. Αποτελεί ζήτημα Δημόσιας Υγείας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και Πολιτισμού. Η επιμονή της δείχνει και τις αληθινές προθέσεις της…
Η Ελλάδα είναι ένας Τόπος με τεράστια αγροτική έκταση, με ισχυρή κτηνοτροφική παράδοση, με ελαιώνες, με τοπικές ποικιλίες, με «πολιτισμό «τροφής και διατροφικής αυτάρκειας, που όμως μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο επενδυτικής μετάλλαξης.
Γη υψηλής παραγωγικότητας περνά σε Real Estate . Ελαιώνες πιέζονται από «οικιστικές αναπτύξεις». Φωτοβολταϊκά απλώνονται σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Ανεμογεννήτριες καταλαμβάνουν ορεινούς βοσκότοπους. Όχι ως τυχόν συμπληρωματικές χρήσεις, αλλά ως απειλητικά κυρίαρχες.
Η κτηνοτροφία – ιδίως η αιγοπροβατοτροφία – συμπιέζεται ασφυκτικά: από το κόστος ζωοτροφών, από την απώλεια βοσκής, από την γραφειοκρατία, από τις καθυστερήσεις πληρωμών. Το μήνυμα είναι σαφές όσο και στυγνό : ο κτηνοτρόφος δεν χωρά στο νέο αναπτυξιακό αφήγημα. Το μόνο που χωράει είναι οι κομπιναδόροι, οι ημέτεροι και «κολλητοί», τα κάθε λογής λαμόγια ειδικών καθεστώτων, τύπου ΟΠΕΚΕΠΕ…
Η οικονομική ασφυξία των Αγροτών είναι δομική. Καθυστερήσεις πληρωμών, προεξοφλήσεις, χρέη προς προμηθευτές, αδυναμία πρόσβασης σε ρευστότητα. Η ύπαιθρος λειτουργεί «επί πιστώσει». Και όταν το σύστημα της εκάστοτε ανθελληνικής κυβέρνησης «μπλοκάρει», τότε και το μπλόκο των Αγροτών βγαίνει στους δρόμους…
Οι Αγρότες και οι Κτηνοτρόφοι είναι απογοητευμένοι, εξοργισμένοι και, το χειρότερο απ’ όλα, δεν έχουν ελπίδα και όραμα για το αύριο, με τους περισσότερους απ’ αυτούς να να χρωστούν μεγάλα ποσά χρημάτων στα γεωπονικά καταστήματα, έναντι των γεωργικών εφοδίων που έχουν χρησιμοποιήσει.
Χώρα που δεν παράγει επαρκή τρόφιμα είναι Χώρα εξαρτημένη. Χώρα που εκχωρεί την γη της χάνει τον έλεγχο του μέλλοντός της. Χώρα που αντιμετωπίζει τον Αγρότη ως «κόστος «και όχι ως στρατηγικό εταίρο, υπονομεύει την ίδια της την υπόσταση. Η διατροφική επάρκεια δεν είναι «αναχρονισμός». Αποτελεί Εθνική Ασφάλεια.
Οι Αγρότες ζητούν να μην εξαφανιστούν. Ζητούν στρατηγική και όχι επικοινωνιακά παιχνίδια. Ζητούν να παραμείνουν στην γη τους και να συνεχίσουν να παράγουν τροφή. Χωρίς Αγρότες δεν υπάρχει ύπαιθρος. Και χωρίς ύπαιθρο δεν υπάρχει Χώρα. Εάν το πολιτικό σύστημα των μειωμένης Εθνικής Συνείδησης πολιτικάντηδων του «δημοκρατικού τόξου» συνεχίσει να αγνοεί αυτό το μήνυμα, τότε τα μπλόκα δεν θα είναι το τέλος, αλλά η αρχή! Γιατί μια Χώρα που δεν ελέγχει την γη και την τροφή της, δεν ελέγχει τίποτα…
