Μαφία των ποτών: Πώς ο ΡΟΜΑ και ΦΕΝΤΙΑ θα γέμιζαν λαθραίες «μπόμπες» τα καταστήματα μετά την καραντίνα

5 Χρόνος ανάγνωσης

Η Μαφία των… ποτών, ετοίμαζε “εκρηκτική” και επικίνδυνη επαναφορά μετά το lockdown, με ακαθόριστης προέλευσης οινοπνευματώδη λαθραία ποτά, σε μπαρ, κλαμπ, εστιατόρια, κάβες, μίνι μάρκετ και καταστήματα που σερβίρουν ή πωλούν οινοπνευματώδη ποτά.

Ο “ΡΟΜΑ” και ο “ΦΕΝΤΙΑ”, ήταν τα κυρίαρχα πρόσωπα της εγκληματικής οργάνωσης, όπως ανέφερε η αρχική πληροφορία που είχε φθάσει στα στελέχη της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας το περασμένο καλοκαίρι, τα οποία αρχικά ήθελαν να… πλημμυρίσουν κάβες και μίνι μάρκετ με… υγρό πυρ, την περίοδο των εορτών, λόγω της παρατηρημένης αύξησης της ζήτησης αλκοολούχων ποτών, απόρροια του εγκλεισμού των πολιτών. Στη συνέχεια, το σχέδιο προέβλεπε “βαριές” ενισχύσεις σε μπαρ και κλαμπ, μερικοί από τους ιδιοκτήτες των οποίων, απελπισμένοι από την χασούρα που τους προκάλεσε η πανδημία, θα επιχειρούσαν ανεύθυνα και απερίσκεπτα να ρεφάρουν, σερβίροντας λαθραία ίσως και επικίνδυνα για την δημόσια υγεία, ποτά.

Σε σημειώσεις τους κυκλώματος, φαινόταν πως τους τελευταίους 10 μήνες είχε διακινήσει και πουλήσει 132.416 φιάλες οινοπνευματωδών ποτών, με τους διαφυγόντες δασμούς και τέλη να ξεπερνούν το 1.300.000 ευρώ. Οι αστυνομικοί της αρμόδιας υπηρεσίας συνέλαβαν οκτώ άτομα από την Ουκρανία, Αμπχαζία, Καζακστάν και την Ελλάδα, ενώ κατηγορούνται ακόμη 10 άτομα.

Η πληροφορία του “εσωτερικού πληροφοριοδότη” ανέφερε πως οι δύο πρωταγωνιστές, διέμεναν στην Καλλιθέα και είχαν αποθήκη απόκρυψης των λαθραίων ποτών στη Νίκαια. Το κύκλωμα προέβαινε σε παράνομη εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων λαθραίων ποτών, κυρίως βότκα, ουίσκι, τζιν, λικέρ και ρούμι, από το εξωτερικό, τα οποία στη συνέχεια διαμοιράζουν σε καταστήματα.

Άλλαζαν ετικέτες
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, ξεκολλούσαν τις ετικέτες από τις φιάλες των λαθραίων ποτών και τις αντικαθιστούσαν με πλαστές από γνωστές επωνυμίες ποτών και στοιχεία εισαγωγέων με ελληνικούς ή λατινικούς χαρακτήρες, ώστε να φαίνονται νόμιμα.

Ο “ΦΕΝΤΙΑ” σε καθημερινή βάση πραγματοποιούσε παραδόσεις σε διάφορους πελάτες, μέσα σε μπλε σακούλες, χρησιμοποιώντας ένα… μπλε αυτοκίνητο. Τα λαθραία ποτά αποθηκεύονταν προσωρινά σε χώρο μεταφορικής εταιρείας στο Βοτανικό. Ο “Γιώργος”, εργαζόμενος της συγκεκριμένης εταιρείας ειδοποιούσε τους “διανομείς” για την παραλαβή των λαθραίων ποτών και μεταφορά τους στους τελικούς παραλήπτες.
ΜΑΦΙΑ ΠΟΤΩΝ

Οι αστυνομικοί εντόπισαν και επιτηρούσαν ισόγειο χώρο στη Νίκαια όπου φαίνεται να ξεφορτώνονταν τα λαθραία ποτά. Εκεί φαίνεται να προσέρχονταν τα μέλη της οργάνωσης και στη συνέχεια έφευγαν με χαρτοκιβώτια λαθραίων ποτών που φόρτωναν σε οχήματα και την διανομή τους. Ακολουθώντας την πορεία των οχημάτων, οι αστυνομικοί διαπίστωσαν στάσεις σε κάβες ποτών.

Από τις παρακολουθήσεις των συνομιλιών των εμπλεκομένων, αποκαλύφθηκε ένα πλέγμα επαφών και συγκαλυμμένης μεταφοράς λαθραίων ποτών από την Βουλγαρία στην Ελλάδα, με παλέτες που έφθαναν στις εγκαταστάσεις μεταφορικής εταιρείας.

Ο “αρχηγός” και το δίκτυο πελατών
Από την εξέλιξη των ερευνών προέκυπτε ότι το εγκληματικό δίκτυο διεύθυνε ο 44χρονος “OLEH” από την Ουκρανία καθώς εκείνος έπαιρνε τις αποφάσεις, διένειμε τους ρόλους στα υπόλοιπα μέλη, είχε επαφές με το εξωτερικό και διασφάλιζε τις διαδικασίες μεταφοράς, παραλαβής, αποθήκευσης, διακίνησης και παράδοσης σε δίκτυο πελατών.

Η δράση τους ήταν διαρκής, χωρίς περιοδικότητα, ώστε η μέρα άφιξης- παραλαβής των λαθρεμπορευμάτων πραγματοποιούνταν κάθε Πέμπτη. Ο “OLEH” κρατούσε σημειώσεις με τις επιχειρήσεις “πελάτες”, τα εμπορικά σήματα ποτών που είχε διακινήσει και τις αντίστοιχες τιμές. Ο σύνδεσμος και προμηθευτής των λαθραίων ποτών ήταν ο “Bandarsky” από την πόλη Blagoevgrad, ο οποίος έστελνε από την Βουλγαρία τις ποσότητες των ποτών ανάλογα με τις παραγγελίες που λάμβανε από τον “αρχηγό”.
Για την μεταφορά των ποτών από την Βουλγαρία είχε εξασφαλιστεί η συνεργασία με δύο αδέρφια, διαχειριστές της μεταφορικής εταιρείας, που τα έφερναν στην Ελλάδα με εικονικά παραστατικά.

Τα χρήματα της εγκληματικής οργάνωσης διακινούνταν ανάμεσα στα μέλη της όχι μέσω τραπεζικού συστήματος αλλά με εταιρείες ταχυμεταφορών. Οι διακινούμενες ποσότητες φιαλών έμπαιναν σε χαρτοκιβώτια τα οποία τοποθετούνταν σε παλέτες οι οποίες συσκευάζονταν επιμελώς με μαύρη αδιάβροχη μεμβράνη για να μην διακρίνεται το περιεχόμενο τους.

Share This Article