γράφει ο Δημήτριος Τσίκας
Διεθνολόγος – Συγγραφέας
Τὸ 2020, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Donald Trump, ἡ Οὐάσινγκτον προχώρησε στὴν πλήρη ἄρση τοῦ ἐμπάργκο ὅπλων πρὸς τὴν Κύπρο – μιὰ κίνηση ποὺ γιὰ δεκαετίες φαινόταν ἀδιανόητη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτέλεσε τὸν καταλύτη γιὰ μιὰ στρατηγικὴ σύμπραξη ἀνάμεσα στὸ νησὶ καὶ τὸ Ἰσραήλ, ποὺ ἔχει πλέον καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὴν ἰσορροπία δυνάμεων στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο.
Τὸ κορυφαῖο σύστημα τῆς συνεργασίας αὐτῆς εἶναι τὸ ἰσραηλινὸ Barak MX, ἐξοπλισμένο μὲ ραντὰρ ἐμβέλειας 450 χιλιομέτρων καὶ πυραύλους βεληνεκοῦς 70 χιλιομέτρων. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Κύπρος ἀποκτᾶ ὄχι μόνο πλήρη εἰκόνα τῶν τουρκικῶν στρατιωτικῶν κινήσεων ἐντὸς τῆς Τουρκίας, ἀλλὰ μπορεῖ πλέον νὰ παρακολουθεῖ καὶ τὶς μετακινήσεις στρατιωτικῶν μονάδων τῆς Ἄγκυρας πρὸς τὴ Συρία καὶ τὸν Λίβανο. Τὸ Ἰσραήλ, ἀπὸ τὴ μεριά του, ἐξασφαλίζει ἕνα στρατηγικὸ «παράθυρο» στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο, ἐνισχύοντας τὴν ἀσφάλειά του ἀπέναντι σὲ ὁποιαδήποτε τουρκικὴ ἐπέκταση.
Ἡ γεωπολιτικὴ σημασία αὐτῆς τῆς συμμαχίας καθίσταται ἀκόμη πιὸ ἐμφανὴς ὅταν τὴ συγκρίνουμε μὲ τὰ στρατιωτικὰ δεδομένα Ἑλλάδας-Τουρκίας. Ἡ Τουρκία διαθέτει ἕναν στρατὸ ἄνω τοῦ 700.000 στρατιωτῶν μὲ τεράστιο στόλο ἁρμάτων μάχης, πολεμικῶν πλοίων καὶ προηγμένων drones. Ἡ Ἑλλάδα, μὲ περίπου 100.000 ἐνεργοὺς στρατιῶτες, ἀντιμετωπίζει σοβαρὰ προβλήματα ἐξοπλισμοῦ καὶ ἐπιχειρησιακῆς ἑτοιμότητας, εἰδικὰ σὲ σχέση μὲ τὴν Τουρκία. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ἡ ἐνίσχυση τῆς Κύπρου μὲ ἰσραηλινὰ συστήματα ἀεράμυνας καὶ ραντὰρ δὲν εἶναι πολυτέλεια – εἶναι ἀπαραίτητο ἀποτρεπτικὸ μέσο. Ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰ στρατηγικὴ ἀναπλήρωσης ἀδυναμιῶν, καθιστῶντας τὴν Κύπρο λιγότερο εὐάλωτη ἀπέναντι σὲ τουρκικὲς προκλήσεις.
Ἡ Κύπρος, ἐπί τέλους, ἀποκτᾶ ἕναν ἀξιόπιστο σύμμαχο, μετὰ ἀπὸ δεκαετίες ἀμφίβολων ἑλληνοκυπριακὼν πολιτικῶν, ποὺ συχνὰ τὴν ἄφησαν ἐκτεθειμένη ἀπέναντι στὴν τουρκικὴ ἐπιθετικότητα. Ἀντιθέτως, ἡ νέα στρατηγικὴ συμμαχία δὲν περιορίζεται στὴν ἄμυνα: δημιουργεῖ ἕναν μηχανισμὸ ἐπιτήρησης καὶ προειδοποίησης, ὁ ὁποῖος ἐνισχύει καὶ τὴ γεωστρατηγικὴ θέση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰσραήλ.
Οἱ ἀντιδράσεις στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κύπρο δὲν ἄργησαν νὰ ἐμφανιστοῦν. Οἱ μόνοι ποὺ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴ συμμαχία Κύπρου-Ἰσραὴλ εἶναι ἡ Τουρκία καὶ οἱ «ἑλληνόφωνοι δορυφόροι» της, πολιτικοὶ καὶ δημοσιογράφοι ποὺ ἐπαναλαμβάνουν ἀφελῶς ἢ σκόπιμα θέσεις ὑπὲρ τῆς Παλαιστίνης, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνονται ὅτι, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐξυπηρετοῦν τὴν τουρκικὴ στρατηγική. Στὴν οὐσία, αὐτοὶ οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς Παλαιστίνης λειτουργοῦν ὡς ἀνενόχλητοι πράκτορες τῆς Ἄγκυρας, ὑπονομεύοντας τὶς ἀμυντικὲς ἱκανότητες τῆς Κύπρου.
Ἡ ἱστορικὴ εὐκαιρία ποὺ δημιούργησε ὁ Trump γιὰ τὴν Κύπρο δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ. Ἡ στρατηγικὴ συνεργασία μὲ τὸ Ἰσραὴλ εἶναι πυλῶνας ἀσφάλειας, παρακολούθησης καὶ στρατηγικῆς αὐτονομίας, ἔναντι τῆς ὑπεροπλίας τῆς Τουρκίας καὶ τῆς ἀδράνειας τῆς Ἀθήνας. Ὅποιος στέκεται ἀπέναντι σὲ αὐτὴ τὴ συμμαχία, ἂς ἀναρωτηθεῖ: ὑπηρετεῖ τὰ ἐθνικὰ συμφέροντα τῆς Κύπρου ἢ τὰ γεωπολιτικὰ συμφέροντα τῆς Ἄγκυρας;
Σήμερα, ἡ Κύπρος καὶ τὸ Ἰσραὴλ δίνουν τὸ παράδειγμα μιᾶς σκληρῆς, ρεαλιστικῆς στρατηγικῆς: ὄχι λόγια, ἀλλὰ ἰσχύ. Καὶ εἶναι σαφὲς ποιοί βρίσκονται ἀπέναντι σὲ αὐτὴν τὴν πολιτική – αὐτοὶ ποὺ προτιμοῦν νὰ διαλέγουν ἰδεολογικὲς φιλοσοφίες ἀντὶ γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἐπιβίωση ἑνὸς λαοῦ.