Ιωάννης Ράλλης

7 Χρόνος ανάγνωσης

γράφει ο Σπυρίδων Αλφαντάκης
Δ.Ν., Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω 

Καί αί άκανθαι καί αί δάφναι, είς τήν ελληνικήν γήν φύονται. Αλλά αί πρώται είναι αφθονώτεραι…Η μοίρα τών θυμάτων τής αρχαιοελληνικής καί νεοελληνικής δημοκρατίας υπήρξε κοινή. Θάνατος (Αλκιβιάδης, Δημοσθένης, Λυσίας, Μιλτιάδης, Πυθαγόρας, Σωκράτης, Φειδίας, Φωκίων κ.ά.) ή εξορία (Αισχύλος, Αριστείδης, Αριστοτέλης, Αριστοφάνης, Εμπεδοκλής, Ευριπίδης, Ηρόδοτος, Θεμιστοκλής, Κίμων, Ξενοφών, Πλάτων κ.ά.). Θύμα τής αχαριστίας καί τής αδικίας, τών κυριωτέρων αρνητικών γνωρισμάτων τής φυλής, υπήρξε καί ό Ιωάννης Δημητρίου Ράλλης, ό τρίτος καί τελευταίος πρωθυπουργός τής Κατοχής (7.4.1943-12.10.1944), ό οποίος έπραξεν ό, τι ηδύνατο, έσωσε χιλιάδας από τήν εκτέλεσιν, τάς δε Αθήνας, τάς Πάτρας, τήν Τρίπολιν, τόν Πύργον, τό Αίγιον καί τήν υπόλοιπον Ελλάδα από τούς φόνους, τάς αρπαγάς, τούς βιασμούς καί τάς δηώσεις τών κομμουνιστών.  

Τή 3.1.1945, ό Νικόλαος Πλαστήρας, ό φυγόδικος καί φυγόποινος στασιαστής τού 1922, 1933, 1935 (ό οποίος τόν Νοέμβριον 1940 καί αργότερον, εν καιρώ πολέμου, επεκοινώνησε καί συνεννοήθη με τόν εχθρόν επί σκοπώ συνθηκολογήσεως με τήν Ιταλίαν μεσολαβήσει τής Γερμανίας), διεδέχθη είς τήν πρωθυπουργίαν τόν Γεώργιον Παπανδρέου καί με μίαν συντακτικήν πράξιν, τήν 6/1945, επανέλαβεν εν υποτροπή, με ανεξάλειπτον επί τών χειρών του τό αίμα εκ τής δολοφονίας τού Δημητρίου Γούναρη, τών υπολοίπων πέντε αντιβενιζελικών ηγετών καί τού προτελευταίου αρχιστρατήγου τής Μικρασιατικής Εκστρατείας, τό έγκλημα τού 1922. Άνευ προδικαστικής απολογίας, δι’ απευθείας πάντων τών κατηγορουμένων κλήσεως είς τό ακροατήριον τού «Πρώτου Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων Αθηνών» τής οδού Σανταρόζα, συνεδριάσαντος από τής 21.2.1945, δέκα ημέρας μετά από τήν Συμφωνίαν τής Βαρκίζης, μέχρι τής 31.5.1945, καθ’ ού τήν απόφασιν ουδέν επέτρεψεν ένδικον μέσον – ως καί κατά τής αποφάσεως τού Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών τής 31.10.1922 έως 15.11.1922 – εισήγαγεν είς δίκην «Μόνον τό γεγονός τῆς ἀποδοχῆς σχηματισμοῦ κυβερνήσεως καί συμμετοχῆς εἰς αὐτήν, «ἀποκλειομένης τῆς ἐξετάσεως τῆς ὑπάρξεως ἤ μή τοῦ δόλου». Μίαν πράξιν καί άνευ προθέσεως τελεσθείσαν, επομένως ασύστατον, η οποία δεν είχε καν προβλεφθή ως αξιόποινος διά ποινικού νόμου ισχύοντος προ τής τελέσεώς της καί ορίζοντος τά στοιχεία της.  

Ό Ράλλης συγκατηγορήθη διά «Σχηματισμν κυβερνήσεως κα τν προεδρίαν ατς μ τν συγκατάθεσιν το χθρο, γενόμενος συνειδητώς ργανον το χθρο», «διευκόλυνσιν το ργου το χθρο» καί « προπαγάνδα πέρ ατο». Καί διά τήν ίδρυσιν καί τήν λειτουργίαν τών ταγμάτων ασφαλείας, που είχε θέσει ως πρώτιστον είς τόν κατακτητήν όρον προκειμένου ν’ αναλάβη τήν αρχήν, ηθωώθη επειδή « συγκρότηση τν ταγμάτων εζώνων δν ποσκόπει οτε είς τν σκηση βίας καθ’ λλήνων, νεκα τς δράσεως ατν κατά τν Γερμανν ταλν, οδέ είς τήν διέγερσιν μφυλίου πολέμου. λλά ες τήν ποκατάστασιν τς τάξεως ν τ παίθρ κα ες τάς πόλεις, τις εχε πικινδύνως διασαλευθή κ τς δράσεως κακοποιν στοιχείων…». Άνευ τών ταγμάτων ευζώνων, ενόπλων κυβερνητικών δυνάμεων συγκροτηθεισών προς αντιμετώπισιν τών ανταρτοκομμουνιστών, η κυβέρνησις τής απελευθερώσεως Παπανδρέου – Κανελλοπούλου δεν θα είχε σχηματιστή, η μάχη τών Αθηνών (4.12.1944 – 11.1.1945) θα είχε χαθή, τό πολίτευμα ανατραπή, η Μακεδονία αποσπαστή καί η Ελλάς ακρωτηριαστή, υπαχθή είς τήν Ε.Σ.Σ.Δ. καί ενταχθή είς τό σιδηρούν παραπέτασμα.  

Εκηρύχθη όμως ένοχος, ως πρόεδρος τής κυβερνήσεως, διά «διευκόλυνσιν του έργου κατοχής» καί διά «προπαγάνδα», κατεδικάσθη είς  κάθειρξιν ισόβιον καί εικοσαετήν, απέθανε δε εν φυλακαίς Αβέρωφ, εκ καρκίνου τών πνευμόνων, τή 26.10.1946, είς ηλικίαν 68 ετών. Αί ένορκοι καταθέσεις τών μαρτύρων Θεμιστοκλέους Σοφούλη, Παναγιώτου Κανελλοπούλου, Αδώνιδος Κύρου, Θεμιστοκλέους Τσάτσου, Παναγιώτου Παρασκευοπούλου, Γεωργίου Καφαντάρη, Γεωργίου Στράτου, Ιωάννου Θεοτόκη, Θεοδώρου Παγκάλου, Θρασυβούλου Τσακαλώτου, Μητροπολίτου Ιωαννίνων Σπυρίδωνος, Δημητρίου Οικονόμου, Δημητρίου Μαξίμου, απάντων ανεξαιρέτως καταθέντων ότι ανέλαβε τήν διακυβέρνησιν μετά σύμφωνον γνώμην τών εξ αυτών πολιτικών καί πρωθυπουργών καί ότι μεγίστας προσήνεγκεν είς τήν πατρίδαν υπηρεσίας, δεν τόν έσωσαν. Δεν τόν έσωσεν ούτ’ ό εκ τών συνηγόρων του Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ό οποίος είχεν υπερασπιστή καί τόν Δημήτριον Γούναρην.

Αλλά η κηδεία του υπήρξε πάνδημος καί μεγαλοπρεπής. Ό νεκρός είχεν επιμόνως εργαστή διά τήν επιβίωσιν τού ελληνικού λαού, τήν σωτηρίαν του από τάς εκτελέσεις τών κατακτητών καί τών κομμουνιστών, τήν αύξησιν τού μισθού τών δημοσίων καί ιδιωτικών υπαλλήλων, τήν ενίσχυσιν τών πενομένων οικογενειών τών αξιωματικών καί τών υπαλλήλων τών αναχωρησάντων, πάντοτε με τήν συνδρομή του, είς Μέσην Ανατολήν, τήν εξασφάλισιν τής ζωής, τής τάξεως καί τής ασφαλείας είς τάς Αθήνας, τάς λοιπάς μεγάλας πόλεις καί τήν ύπαιθρον χώραν, τήν αντιμετώπισιν τού Κ.Κ.Ε., τό οποίον είχεν εξοντώσει πάσαν σχεδόν εθνικήν οργάνωσιν αντιστάσεως κατά τήν διάρκειαν τής Κατοχής (πλην τού Ε.Δ.Ε.Σ. είς Ήπειρον) καί ήτο πάνοπλον καί αποφασισμένον όπως επιβληθή βιαίως αμέσως μετά από τήν απελευθέρωσιν, τήν υποβοήθησιν καί ενίσχυσιν όλων τών μυστικών εθνικών αντιστασιακών οργανώσεων, είς τάς οποίας διενεμήθησαν ασφαλώς χιλιάδες χρυσαί λίραι, τήν άφιξιν, υποδοχήν καί δράσιν τού Τσιγάντε κ.ά., καθώς καί τήν αναχώρησιν είς Μέσην Ανατολήν πολιτικών καί στρατιωτικών.

Πέραν αυτών, με τήν βοήθειαν τών Αγγέλου Έβερτ, διευθυντού τής αστυνομίας Αθηνών καί Αναστασίου Ταβουλάρη, υπουργού εσωτερικών, εφωδίασεν Ελληνοκυπρίους με πλαστάς ταυτότητας ίνα μη συλληφθούν καί κρατηθούν ως Άγγλοι υπήκοοι, κατέβαλε δε ομοιοτρόπως καί διαφοροτρόπως πάσαν προς απόκρυψιν καί ασφάλειαν τών εν Ελλάδι Ισραηλιτών προσπάθειαν, ως τε η Ελλάς να παρουσιάση μετά από τό τέλος τού πολέμου τόν μικρότερον κατ’ αναλογίαν παγκοσμίως αριθμόν Ισραηλιτών θυμάτων τού εθνικοσοσιαλισμού.

Υπήρξεν, είς πείσμα τής μεταπολεμικής μυθολογίας, άνδρας καί ευπατρίδης. Καί περιέσωσεν ό,τι ήτο δυνατόν να περισωθή.

Share This Article