
Νέο κύμα ακρίβειας αναμένεται στην αγορά από την 1η Ιουλίου, με το χονδρικό εμπόριο να εκτιμά πως ίσως και να μην είναι το τελευταίο για το 2022. Οι ανατιμήσεις αφορούν σε όλο το φάσμα των προϊόντων και θα έχουν να κάνουν τόσο με βασικά αγαθά, όσο και με διαρκή.
Οι λιανέμποροι έχουν ήδη ενημερωθεί εδώ και καιρό για την πρόθεση της βιομηχανίας να προχωρήσει σε αυτές τις αυξήσεις και παρά τις προσπάθειες δεν κατέστη δυνατό να αποφευχθούν ή τουλάχιστον να μετριαστούν, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ημερησίας».
Από τη δική της πλευρά, η βιομηχανία εκτιμά ότι είναι αδύνατο να σηκώσει το βάρος των ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες και έτσι αναγκάζεται να προχωρήσει με αυξήσεις, όχι στο σύνολο της επιβάρυνσης του κόστους, αλλά ενός μόνο μέρους.
Το λιανεμπόριο επισημαίνει ότι οι αυξήσεις αυτές σε έναν βαθμό ήταν αναμενόμενες, αφού το κλίμα που έχει διαμορφωθεί οδηγούσε σε μία τέτοια εξέλιξη. Αναφέρουν, πάντως, ότι θα υπάρξει επίπτωση στην κατανάλωση η οποία και θα μειωθεί, όχι τόσο στα βασικά αγαθά, αν και εκεί περιμένουν μονοψήφια μείωση σε όγκο, όσο στα διαρκή αγαθά.
Μείωση στην κατανάλωση
Σημειώνουν, επίσης, ότι αποτελεί φυσική αντίδραση του καταναλωτικού κοινού να μειώνει τις αγορές του, σε περιόδους κρίσεων. Και αυτό συμβαίνει για δύο βασικούς λόγους: Ο ένας έχει να κάνει με το γεγονός ότι μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα και ο άλλος ότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτών μειώνει τις αγορές τους, κυρίως στα διαρκή αγαθά προκειμένου να κρατήσουν άμυνα.
Παράλληλα, αυξήσεις αναμένονται και στις υπηρεσίες, με κομβικής σημασίας να θεωρούνται αυτές των ακτοπλοϊκών σε μία περίοδο που αυξάνεται σημαντικά η ζήτηση.
Οι αυξήσεις που έχουν γίνει τις τελευταίες ημέρες ή θα γίνουν από την 1η Ιούλιο θα είναι της τάξεως του 5% έως και 8%, απόρροια του αυξημένου κόστους των καυσίμων. Να σημειωθεί ότι η νέα σημαντική αύξηση έρχεται να προστεθεί στις προγενέστερες, αγγίζοντας συνολικά το 40% από την αρχή του έτους.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι θα επηρεάσει σε έναν βαθμό τις μετακινήσεις, κυρίως των Ελλήνων ταξιδιωτών.