γράφει ο Σπυρίδων Αλφαντάκης
Δ.Ν., Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
«Συγκινημένος ό πρωθυπουργός στην εκφώνηση τού επικήδειου..». Όποιος (από τούς «1.600.000 μοναδικούς χρήστες» τής εφημερίδος τής κυβερνήσεως) τό εδιάβασεν, εκινδύνευσε να τό πιστεύση – αν δεν τό επίστευσεν. Καί ό μεν δημοτικοφανής παρατονισμός τής γενικής δεν έχει πλέον σημασίαν. Σύμφωνοι. Ποία γλωσσικά γλυκίσματα δεν επασπαλίσθησαν άλλως τε, θέλοντα καί μη, με δημοτικόσκονην αγραμμάτων ; Αλλά διά ποίου έργου ετίμησεν ό νεκρός τήν Ελλάδα ; Ποίαν εξαιρετικήν προσήνεγκεν είς τό Έθνος υπηρεσίαν ως τε να κηδευθή καί ταφή δημοσία δαπάνη ; Όλα τά ηκούσαμε. Όλα τά ανεγνώσαμε. Εκτός από αυτό.Λόγια, λόγια, λόγια με δεκανίκια. Μίαν αποθέωσιν αοριστολογίας. Κύριος οίδεν ποίος αυλικός συνέταξε τόν λόγον. Είς τήν αδιάλειπτον υπερεξαετήν επικοινωνία του με τούς υπηκόους του, ό επιμηθεύς επιμένει να χρησιμοποιεί (με φθογγολογικήν αγωγήν ανύπαρκτον καί προφοράν βαρβαρικήν) λέξεις πτωχάς, αποψιλωμένας, στερουμένας νοήματος.
Με τό πρόσφατον παραλήρημα, αντικατέστησε τήν έννοια τής προσφοράς είς τήν Ελλάδα, τής υπηρεσίας είς τό Έθνος, με μίαν ακατάσχετον κενολογίαν. Καί τήν σοβαρότηταν, με τήν σπουδαιοφάνειαν. Ειν’ εντυπωσιακό να ομιλείς τόσην ώραν καί να μη λέγεις τίποτε. Να καταλαβαίνουν όλοι (οί σκεπτόμενοι) ότι δεν έπρεπε να ευρίσκεσαι εκεί. Κύριε πρόεδρε, «είναι φοβερό πλεονέκτημα να μην έχετε κάνει τίποτε, αλλά δεν πρέπει να καταχράστε αυτού», θα σάς έλεγεν ό κόμης Ριβαρόλ.
Τό αυτοκρατορικόν επιτελείον έπρεπε να κάνη κάτι. Αί απειλαί έπαυσαν να πτοούν. Αί υποσχέσεις δεν πείθουν. Αί δημοσκοπήσεις πιέζουν. (Επαν)εσκέφθησαν τόν αντιπερισπασμόν. Μίαν κηδείαν εν χορδαίς καί τυμπάνοις.
Με τήν απόδοσιν όμως μεταθανατίων τιμών άνευ σπουδαίου εθνικού λόγου είς ανθρώπους ως ό μεταστάς καί προ αυτού ό Β. Μπονάτσος (2004), μάλιστα δε καί είς συμμορίτας, δολοφόνους κατά συρροήν, εχθρούς τής Ελλάδος, με ψευδώνυμα ως «Καπετάν Μάρκος» (Μ. Βαφειάδης, 1992), «Καπετάν Γιώτης» (Χ. Φλωράκης, 2005) καί μη (Ε. Γλέζος, 2020), τούς οποίους ετίμησεν εν ζωή μόνον η Σοβιετική Ένωσις (τον 1ον ως Ιβάν Βασιλίεβιτς Κουλίεφ, τον 2ον ως απόφοιτον ακαδημίας πολέμου τής Μόσχας καί τόν 3ον με αναμνηστικήν σειράν γραμματοσήμων με τήν προσωπογραφία του), αλλ’ όχι είς έναν πρώην αρχηγόν τού κράτους (τόν Κωνσταντίνον Β’), η παράταξις αυτή – η οποία ευθύνεται καί διά τήν μεγίστην ακαθαρσίαν τής μεταπολιτεύσεως, τόν νόμον 1863/1989 – διέστρεψε τά δημόσια ήθη.
Επέβαλεν είς τόν δημόσιον βίον βαθμιαίως μία νέαν αξιολογικήν κλίμακαν. Μίαν άλλην κρίσιν καί στάσιν έναντι προσώπων, πραγμάτων καί θεσμών. Η ευσυγκίνητος μάζα τών ψηφοφόρων της ανταπεκρίθη. Οί πιστοί της αγελοποιήθησαν. Η δημοσία συμπεριφορά ενός μικρού ποσοστού τού εκλογικού σώματος ομοιομορφοποιήθη. Έναντι τών υπολοίπων όμως, τού Έθνους καί τής Ιστορίας, η Ν.Δ. είναι υπόλογος. Παραμένει υπόδικος. Πρέπει να λογοδοτήση.
