
γράφει ο Μιχάλης Τάντης
Η 3η Δεκεμβρίου του 1944, είναι η ουσιαστική μέρα της κομμουνιστικής εξέγερσης στη χώρα μας. Είναι η μέρα που ξεκινούν τα γεγονότα στην Αθήνα, τα γνωστά Δεκεμβριανά.
Αν και οι Γερμανοί είχαν αποχωρήσει οι κομμουνιστές δεν ήταν ευχαριστημένοι. Ήθελαν και την εξουσία. Η Αθήνα, αμέσως μετά τους εορτασμούς, έπεσε πάλι στο μαύρο του μπαρουτιού εκείνων που την ήθελαν πρωτεύουσα ενός σοβιετικού προτεκτοράτου.
Είναι γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μέρος της Αθήνας, είχαν επιβληθεί οι κομμουνιστές. Μόνο το λιμάνι του Πειραιά, το Σύνταγμα, το Θησείο, το Κολωνάκι και λίγες ακόμη γειτονιές της Αθήνας ήταν ελεύθερες.
Στο κέντρο των Αθηνών, θα δινόταν η καθοριστική μάχη. Ποιο συγκεκριμένα, στο Σύνταγμα Χωροφυλακής στη συνοικία του Μακρυγιάννη.
Το κτίριο του Συντάγματος Χωροφυλακής αν και υπάρχει και σήμερα και βρίσκεται και δίπλα το μουσείο της Ακρόπολης, δεν είναι γνωστό για εκείνα τα γεγονότα.
Εκεί χτυπούσε η καρδιά της αντίστασης της Αθήνας, άρα και όλης της χώρας, κατά των κομμουνιστών. Λίγοι αλλά γενναίοι και εμπειροπόλεμοι χωροφύλακες θα αντιμετώπιζαν τους εχθρούς της ελευθερίας. Ο διοικητικής Σαμουήλ, στην ομιλία του πριν την έναρξη των μαχών είχε δώσει το στίγμα: «Παιδιά μου, σήμερον ή αύριον θα αντιμετωπίσωμεν πολυάριθμον, επικίνδυνον και καλά εξοπλισμένον εχθρόν, φανατικόν εις την εγκληματικήν του ιδεολογίαν». Και ήταν αλήθεια. Οι κομμουνιστές ήταν και περισσότεροι και καλύτερα εξοπλισμένοι.
Εκεί, στη σκιά του Ιερού Βράχου, οι χωροφύλακες ετοίμασαν και οργάνωσαν την άμυνά τους. Μια άμυνα δύσκολη, αν σκεφτούμε ότι το κτίριο που έπρεπε να υπερασπιστούν, ήταν περιτριγυρισμένο από άλλα κτίρια.
Στην αυλή του Συντάγματος οι κομμουνιστές έριχναν δυναμίτιδα και χειροβομβίδες. Οι χωροφύλακες έχοντας οργανώσει καλά τα φυλάκιά τους, αντιστέκονταν μαχόμενοι σκληρά, μην υπολογίζοντας τις απώλειες και τους τραυματισμούς. Απομονωμένοι αλλά με την γενναιότητα που αρμόζει σε κάθε Έλληνα που πολεμά κάτω από τον Παρθενώνα, άντεξαν. Ο Σαμουήλ τους είχε δώσει το μήνυμα: «Καμμία ανθρωπίνη δύναμις εις τον κόσμον δεν είναι δυνατόν να μας λυγίσει και να μας υποτάξει, όταν έχωμεν μπροστά μας το παράδειγμα των Σουλιωτών και των Πολιορκημένων του Μεσολογγίου, που ηναγκάσθησαν να τρέφωνται και με φύλλα δένδρων ακόμη διά να μη παραδοθούν. Η Ελληνική Ιστορία είναι γεμάτη από δάκρυα και αίμα, ηρωισμούς και θυσίας. Γι’ αυτό συνεχίζει τον ένδοξον δρόμον της η αθάνατη αυτή φυλή που ελάτρευσε την ανδρείαν και εθεοποίησε την παλληκαριά».
Και έτσι έγινε. Οι χωροφύλακες δεν έκαναν πίσω. Από τα χωνιά των κομμουνιστών εκτοξεύονταν απειλές, αλλά ήταν μάταιο. Οι χωροφύλακες θα πολεμούσαν μέχρι τον θάνατο. Το σύνθημα «ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ», ήταν κάτι παραπάνω από σκοπός. Ήταν ο μόνος προορισμός για αυτούς.
Αν έπεφτε το Σύνταγμα Χωροφυλακής, η εξέλιξη των γεγονότων θα ήταν πολύ διαφορετική. Αλλά δεν έπεσε. Οι κομμουνιστές δεν μπόρεσαν να τους νικήσουν.
Στις μέρες μας, αυτό το μέρος τίποτα δεν θυμίζει την ανδρεία, την αυτοθυσία, τον ηρωισμό των Χωροφυλάκων εκείνης της εποχής. Αν νικούσαν οι κομμουνιστές, σίγουρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Δεν αξίζουν μνημόσυνα, αλλά τιμές και εορτασμοί για το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη. Η νίκη των χωροφυλάκων, ήταν νίκη της Ελλάδας. Τιμή και Δόξα!