Πρόσφατα στο Νεπάλ διαδραματίστηκαν σκηνές που άφησαν με ανοιχτό το στόμα τους Δυτικούς. Το κοινοβούλιο του Κατμαντού τυλίχτηκε στις φλόγες, σπίτια πολιτικών ηγετών δέχτηκαν επίθεση, ο κομμουνιστής ηγέτης Σαρμά Όλι παραίτηθηκε υπό το βάρος των πιέσεων και αξιωματούχοι εγκατέλειπαν άρον άρον την χώρα με ελικόπτερα.
Η άμεση πρόφαση για την εξέγερση ήταν η απόφαση του κομμουνιστικού καθεστώτος να διακόψει την λειτουργία 26 πλατφορμών, από το Facebook και του Youtube, μέχρι το WhatsApp και το Instagram. Το γεγονός αυτό έδωσε την δικαιολογία στη Δύση να αποκαλέσει τις ταραχές ως «εξέγερση της Γενιάς Ζ». Μία φράση που μπορεί να αποτελέσει ένα εύπεπτο κλισέ και να ερμηνευθεί ως εξής: «η νεολαία που νιώθει ότι θίγονται τα δικαιώματα της γιατί θέλει να ζει στον ψεύτικο κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης». Όμως αυτή η ερμηνεία μειώνει σκόπιμα τα τεκταινόμενα στο Νεπάλ μετατρέποντας τα από μία λαϊκή εξέγερση απέναντι σε ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, σε απλώς τις σπασμωδικές αντιδράσεις παθητικών καταναλωτών που νιώθουν ότι βλάπτεται η ευημερία τους.
Για τους νεαρούς Νεπαλέζους δεν ήταν απλά θέμα «σπατάλης χρόνου στο διαδίκτυο». Έβλεπαν τα απαραίτητα εργαλεία εργασίας τους, κοινωνικής διαβίωσης και επικοινωνίας να κλείνουν εν μία νυκτί από ένα μαρξιστογενές ολοκληρωτικό καθεστώς. Η απαγόρευση μπορεί να έδωσε το έναυσμα ωστόσο οι αφορμές υπήρχαν καιρό: μία παρηκμασμένη οικονομία, ένα σάπιο πολιτικό σύστημα και μία απόλυτη κυριαρχία της διαφθοράς. Το ποσοστό ανεργίας είχε εκτιναχθεί στο 20% και η φυγή των νέων στο εξωτερικό αποτελούσε μόνιμη πληγή. Μάλιστα σύμφωνα με στοιχεία η οικονομία του Νεπάλ στηριζόταν καθαρά στην επιβίωση και την εξασφάλιση βασικών αγαθών πρώτης ανάγκης χωρίς περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής και των υπηρεσιών.
Φυσικά αυτό το μοντέλο στασιμότητας και εξάρτησης οφείλεται στη κομμουνιστική διακυβέρνηση της χώρας με τα μαρξιστικά, λενινιστικά και μαοϊκά κόμματα να μην προσφέρουν ανάπτυξη αλλά να εδραιώνουν τις πελατειακές σχέσεις και τα προνόμια. Όπως συνέβη στα περισσότερα κομμουνιστικά καθεστώτα μία ομάδα ισχυρών οικογενειών, γραφειοκρατών και κολλητών του «κόμματος» πλούτιζαν εις βάρος των μαζών καταδικάζοντας την χώρα στο νεποτισμό και την κλικοκρατία. Μέσα σε αυτό το κλίμα η απόφαση για το «κλείσιμο» του ψηφιακού δημοσίου χώρου ερμηνεύτηκα ως μία ακόμη ταπείνωση και συλλογική τιμωρία.
Η απάντηση ήταν άμεση και ριζοσπαστική: φοιτητές, άνεργοι, εργαζόμενοι και απλοί πολίτες βγήκαν μαζί στους δρόμους, ανατρέποντας σε λίγες ώρες τη μια κυβέρνησης που είχε ήδη φθαρεί από τα σκάνδαλα και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Το πολιτικό γεγονός είναι σαφές: πρόκειται για μια αντικομμουνιστική εξέγερση που στρέφεται εναντίον μιας αριστεράς που, αφού ανέτρεψε τη μοναρχία, πρόδωσε τις δικές της υποσχέσεις και οράματα.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Νεπάλ (UML) επιβάλει εδώ και δεκαετίες προγράμματα λιτότητας του ΔΝΤ την ευνοιοκρατία και την διαφθορά. Αντί να παρέχει ευκαιρίες και ανάπτυξη, εξασφαλίζει καταστολή, φορολόγηση και πείνα. Το αποτέλεσμα είναι μια στρατηγική καταστροφή για την αριστερά του Νεπάλ: έχοντας χάσει την επαφή με τις μάζες της νεολαίας, παραχωρεί έδαφος σε οποιονδήποτε παρουσιάζεται ως εναλλακτική λύση. Εξ ου και η ανάπτυξη του μοναρχικού μετώπου, το οποίο ήδη προτείνει την επιστροφή του βασιλιά Γκιανέντρα ως λύση στο χάος.
Το μήνυμα πάντως που μας φέρνει η κατάσταση στο Νεπάλ δεν είναι ότι «οι έφηβοι θέλουν το TikTok» αλλά ότι μία προδωμένη γενιά έχει το θάρρος να βάλει φωτιά στις αίθουσες μίας διεφθαρμένης και ανίκανης εξουσίας.
Βαγγέλης Δεμερτζούδης
πηγή: περιοδικό ΑΝΑΚΤΗΣΗ