γράφει ο Σπυρίδων Αλφαντάκης
Δ.Ν., Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Ένας δικηγόρος κατηγορηθείς καί προφυλακισθείς επί δωροδοκία δικαστών, πρωτοδίκως καταδικασθείς είς κάθειρξιν αλλ’ αθωωθείς (παρά τόν νόμον καί τά στοιχεία) κατ’ έφεσιν ως καί ό παρ’ ώ είχε θητεύσει «διαπρεπέστερος ποινικολόγος τών τελευταίων 50 ετών» (ό οποίος προ μηνών επανακατεδικάσθη) καί ένας εισαγγελεύς από ετών εν συντάξει, διακριθείς διά τό επί τό πλείστον ασύστατον, νόμω καί ουσία, τών προτάσεών του προς τά δικαστικά συμβούλια καί τά ποινικά δικαστήρια, σταυροφορούν κατά τών ενόρκων. Κύριε συνάδελφε, προτιμάτε τά διεφθαρμένα εφετεία κακουργημάτων ; Παλαιότερον συνεκροτούντο εκ πέντε δικαστών είς τόν α’ βαθμόν καί εξ επτά είς τόν β’. Μέχρι προσφάτως εκ τριών καί πέντε αντιστοίχως, ήδη δε εκ τριών καί τριών αρχαιοτέρων των. Είναι τά δικαστήρια τά οποία είς πείσμα τού άρθρου άρθρου 97 παράγραφος 1 τού Συντάγματος, ορίζοντος ότι «Τά κακουργήματα καί τά πολιτικά εγκλήματα δικάζονται υπό μικτών ορκωτών δικαστηρίων, συγκροτουμένων εκ τακτικών δικαστών καί ενόρκων, ως νόμος ορίζει», δικάζουν πρωτοδίκως καί κατ’ έφεσιν με τό «έτσι θέλω» τού κοινού νομοθέτου κακουργήματα καί, αναλόγως τής συνθέσεώς των, κηρύσσουν κατηγορουμένους σοβαρών υποθέσεων κατά τό δοκούν αθώους παρά τά εναντίον των στοιχεία, εξαντλούντα τήν αυστηρότητά των επί τών λοιπών υποθέσεων εν είδει «άλλοθι» διά ν’ αθωώσουν εκεί που θέλουν ή «πρέπει». Όταν η πολιτική καί ο μεσάζων δωροδότης εισέρχονται είς τήν αίθουσά των, η Δικαιοσύνη εξέρχεται. Η προειλημμένη απόφασις, αντίθετος προς τήν εγκληματολόγον περίπτωσιν, διαβλητή, προϊόν επιλεκτικής καί ως εκ τούτου παρανόμου αξιολογήσεως ή διαστροφής τών αποδείξεων μονίμως με τήν επίφασιν τής ελευθέρας εκτιμήσεώς των, είναι τελευταίως (σχεδόν πάντοτε) αθωωτική είς βάρος τού ελληνικού δημοσίου καί τού ιδιώτου παθόντος, τού μέχρι πρό τινος πολιτικώς ενάγοντος και ήδη παρισταμένου προς υποστήριξιν τής κατηγορίας, όταν τό αντικείμενον τής πράξεως (ή παραλείψεως) είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, ανωτέρας ενός ή μερικών εκατομμυρίων ευρώ.
Κύριε εισαγγελεύ, όσον υπηρετούσατε, δεν τό εγνωρίζετε ; Δεν ερωτάτε έστω σήμερον τό Νομικόν Συμβούλιον τού Κράτους ακόμη καί από τού διαδικτύου από τού οποίου δεν μάς αφήνετε να λησμονήσωμε τήν προϋπηρεσία σας ; Εν δικαστικόν κράτος εν κράτει, έναντι τού ποινικού δικονομικού δικαίου αυτόνομον, τείνον ν’ αποσχιστή οριστικώς από τό δίκαιον, αποζητεί εναγωνίως τήν ευκαιρίαν. Τήν συνταγματικήν αναθεώρησιν. Πρόεδροι εφετών καί εφέται αποφαίνονται επί κακουργημάτων, απουσία ενόρκων αλλά παρουσία παντός είδους μεσαζόντων, ανελέγκτως ό, τι κατά τήν πολιτικήν υπόδειξιν ή τήν αξιόποινον συμφωνίαν ανέλαβον ν’ αποφανθούν, είτε αρμόζει είς τά πραγματικά δεδομένα τής υποθέσεως καί υπάγεται είς τούς εφαρμοστέους κανόνας δικαίου είτε όχι. Είναι οί δικασταί (καί παρ’ αυτοίς ωρισμένοι εισαγγελείς) οί οποίοι ευρίσκουν τρόπον εκφράσεως είς τήν απόφασιν ό, τι καί αν επιτάσσουν τό Σύνταγμα καί ο νόμος, χωρίς πραγματικήν αποδεικτικήν καί επιχειρηματολογικήν στήριξιν, άνευ ουσιαστικής εξηγήσεως καί δικαιολογήσεως, ήτοι αιτιολογήσεως, με πρόφασιν τήν αρχήν τής ηθικής αποδείξεως (τής «κατ’ ιδίαν πεποίθησιν, ακούοντες προς τούτο τήν φωνήν τής συνειδήσεώς των», κατά τήν διατύπωσιν τού παλαιού άρθρου 177 τού Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, ελευθέρας εκτιμήσεως τών αποδείξεων), η οποία ωλίσθησεν είς τήν αυθαιρεσίαν.
Οί μεσάζοντες πλησίστιοι. Αί φωναί (τού παραπάνω είδους) πληθύνονται. Επίκειται ένας ακόμη κλονισμός τού θεμελίου τού πολιτεύματος, τής λαϊκής κυριαρχίας, έκφρασις τής οποίας είναι καί τά μικτά δικαστήρια α’ καί β’ βαθμού ; Μετά από τούς κοινούς νομοθετικούς ακροβατισμούς, δεν αποκλείεται, επί τής μεταπολιτευτικής πρωθυπουργικής δικτατορίας, καί τό τέλος τών μικτών δικαστηρίων. Τό θέμα, η ποινική δίκη, παραείναι σοβαρόν ως τε οί κρατούντες (καί τα δεκανίκια των) να τό εμπιστευθούν είς τήν κρίσιν τού Ελληνικού Λαού.