
Από τη δεκαετία του 80 ακούμε για λιτότητα. Οικονομολόγοι και τσάροι της οικονομίας από τον Ανδρέα μέχρι τη Μέρκελ χρησιμοποιούν τον όρο. Τι σημαίνει όμως λιτότητα πραγματικά; Και πως γίνεται με τόση λιτότητα το κράτος να παραμένει υπερχρεωμένο;
Τι είναι η Λιτότητα;
Ο όρος λιτότητα αναφέρεται σε ένα σύνολο οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζει μια κυβέρνηση για τον έλεγχο του χρέους του δημόσιου τομέα. Οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν μέτρα λιτότητας όταν το δημόσιο χρέος τους είναι τόσο μεγάλο ώστε ο κίνδυνος για αδυναμία εξυπηρέτησης των απαιτούμενων πληρωμών για τις υποχρεώσεις του κράτους γίνεται όλο και πιο πιθανός.
Εν ολίγοις, η λιτότητα συμβάλλει στην επιστροφή της οικονομικής υγείας στα κράτη.
Πώς Λειτουργεί Η Λιτότητα
Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν οικονομική αστάθεια όταν το χρέος τους είναι μεγαλύτερο του ποσού των εσόδων που λαμβάνουν, με αποτέλεσμα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Τα επίπεδα χρέους γενικά αυξάνονται όταν αυξάνονται οι κρατικές δαπάνες.
Η πιθανότητα και μόνο αθέτησης των υποχρεώσεων πληρωμών μπορεί να οδηγήσει ώστε η κατάσταση να ξεφύγει γρήγορα από τον έλεγχο. Καθώς ένα άτομο, μια εταιρεία ή μια χώρα βυθίζεται περαιτέρω στο χρέος, οι δανειστές χρεώνουν ολοένα και υψηλότερο ποσοστό απόδοσης (τόκος) για μελλοντικά δάνεια, διότι το ρίσκο να χάσουν τα χρήματά τους από τον υπερχρεωμένο δανειολήπτη γίνεται όλο και μεγαλύτερο. Έτσι καθίσταται όλο και πιο δύσκολο για τον δανειολήπτη να αντλήσει κεφάλαια.
Προκειμένου να ικανοποιήσουν τους πιστωτές τους και να ελέγξουν τα επίπεδα χρέους τους, οι κυβερνήσεις λαμβάνουν διάφορα μέτρα. Λιτότητα όμως δεν σημαίνει απλώς μείωση των κρατικών δαπανών.
Τα μέτρα λιτότητας δείχνουν ότι οι κυβερνήσεις είναι πρόθυμες να λάβουν μέτρα για να επαναφέρουν κάποιο βαθμό οικονομικής υγείας στους προϋπολογισμούς τους. Ως αποτέλεσμα, οι πιστωτές μπορεί να είναι πρόθυμοι να μειώσουν τα επιτόκια του χρέους. Αλλά μπορεί να υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις σε αυτές τις κινήσεις.
Για παράδειγμα, τα επιτόκια του ελληνικού χρέους μειώθηκαν προσωρινά μετά το πρώτο σχέδιο διάσωσης. Η παγκόσμια οικονομική ύφεση που ξεκίνησε το 2008 άφησε πολλές κυβερνήσεις με μειωμένα φορολογικά έσοδα και εμφάνισε αυτό που ορισμένοι πίστευαν ότι ήταν μη βιώσιμα επίπεδα δαπανών. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελλάδας και της Ισπανίας, στράφηκαν στη λιτότητα ως τρόπο ανακούφισης του προϋπολογισμού.
Η λιτότητα έγινε σχεδόν επιτακτική κατά τη διάρκεια της ύφεσης στην Ευρώπη, όπου τα μέλη της ευρωζώνης δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τα αυξανόμενα χρέη τυπώνοντας το δικό τους νόμισμα. Έτσι, καθώς ο κίνδυνος μη δυνατότητας πληρωμών αυξήθηκε, οι πιστωτές άσκησαν πίεση σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες να αντιμετωπίσουν δραστικά τις δαπάνες.
Τύποι λιτότητας
Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν τρεις κύριοι τύποι μέτρων λιτότητας:
* Υψηλότεροι φόροι αλλά και υψηλότερες κρατικές δαπάνες. Στόχος είναι να τονωθεί η ανάπτυξη με τις δαπάνες και να συλλεγούν τα οφέλη μέσω της φορολογίας.
* Το μοντέλο Angela Merkel. Αύξηση των φόρων και μείωση στις μη απαραίτητες κυβερνητικές λειτουργίες.
* Χαμηλότεροι φόροι και χαμηλότερες κρατικές δαπάνες. Αυτή είναι η προτιμώμενη μέθοδος των υποστηρικτών της ελεύθερης αγοράς.

Φορολογία
Υπάρχει διαφωνία μεταξύ των οικονομολόγων σχετικά με την επίδραση της φορολογικής πολιτικής στον κρατικό προϋπολογισμό. Ο πρώην σύμβουλος του Ronald Reagan, Arthur Laffer υποστήριξε ότι η στρατηγική μείωση των φόρων θα δώσει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα μέσω της κατανάλωσης, οδηγώντας παραδόξως σε περισσότερα έσοδα.
Ωστόσο, οι περισσότεροι οικονομολόγοι και αναλυτές συμφωνούν ότι η αύξηση των φόρων αυξάνει τα έσοδα. Αυτή ήταν η τακτική που ακολούθησαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, η Ελλάδα αύξησε τους συντελεστές ΦΠΑ στο 23% το 2010. Η κυβέρνηση επίσης αύξησε τους συντελεστές φόρου εισοδήματος στις κλίμακες ανώτερου εισοδήματος και εισήγαγε τη φορολόγηση της ιδιοκτησίας.
Μείωση Των Κρατικών Δαπανών
Το αντίθετο μέτρο λιτότητας μειώνει τις κρατικές δαπάνες. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι αυτό είναι ένα πιο αποτελεσματικό μέσο για τη μείωση του ελλείμματος διότι νέοι φόροι σημαίνουν νέα έσοδα για τους πολιτικούς, οι οποίοι τείνουν να τα ξοδεύουν σε ψηφοθηρικούς σκοπούς.
Οι δαπάνες παίρνουν πολλές μορφές, συμπεριλαμβανομένων των επιχορηγήσεων, των επιδοτήσεων, της ανακατανομής του πλούτου, των προγραμμάτων για κάθε λογής δικαιωματιστές, της πληρωμής για κυβερνητικές υπηρεσίες, την Εθνική Άμυνα, των παροχών στους κυβερνητικούς υπαλλήλους κλπ. Οποιαδήποτε μείωση των δαπανών είναι ένα de facto μέτρο λιτότητας.
Μέτρα Λιτότητας
Στη πιο απλή μορφή, ένα πρόγραμμα λιτότητας που θεσπίζεται με νομοθεσία μπορεί να περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
* Περικοπή ή πάγωμα-χωρίς αυξήσεις-μισθών και επιδομάτων της κυβέρνησης
* Πάγωμα των κυβερνητικών προσλήψεων και απολύσεων κυβερνητικών εργαζομένων
* Μείωση ή κατάργηση κρατικών υπηρεσιών, προσωρινά ή μόνιμα
* Κρατικές περικοπές συντάξεων και μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος
* Περικοπές σε προηγουμένως προγραμματισμένα προγράμματα κρατικών δαπανών, όπως η κατασκευή και επισκευή υποδομών, η υγειονομική περίθαλψη
* Αύξηση των φόρων, συμπεριλαμβανομένων των φόρων εισοδήματος, εταιρικών, ακινήτων, πωλήσεων και κεφαλαιουχικών κερδών
* Μείωση ή αύξηση της προσφοράς χρήματος και των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα (παλαιότερα από την Τράπεζα της Ελλάδος)
* Διανομή κρίσιμων προϊόντων, ταξιδιωτικοί περιορισμοί, πάγωμα τιμών και άλλοι οικονομικοί έλεγχοι, ιδιαίτερα σε περιόδους πολέμου

Κριτική της λιτότητας
Η αποτελεσματικότητα της λιτότητας παραμένει θέμα έντονης συζήτησης. Ενώ οι υποστηρικτές υποστηρίζουν ότι τα τεράστια ελλείμματα μπορούν να πνίξουν την ευρύτερη οικονομία, περιορίζοντας έτσι τα φορολογικά έσοδα, οι αντίπαλοι πιστεύουν ότι τα κυβερνητικά προγράμματα είναι ο μόνος τρόπος για να αντισταθμιστεί η μειωμένη προσωπική κατανάλωση κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης. Η μείωση των κρατικών δαπανών, πολλοί πιστεύουν, οδηγεί σε ανεργία μεγάλης κλίμακας. Οι ισχυρές δαπάνες του δημόσιου τομέα, μειώνουν την ανεργία και συνεπώς αυξάνουν τον αριθμό των φορολογουμένων εισοδήματος.
Αν και τα μέτρα λιτότητας μπορεί να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της οικονομικής υγείας στην οικονομία ενός έθνους, οι μειωμένες κυβερνητικές δαπάνες μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλότερη ανεργία.
Οικονομολόγοι όπως ο John Maynard Keynes, ένας Βρετανός στοχαστής και πατέρας της Σχολής κεϋνσιανών οικονομικών, πιστεύουν ότι είναι ο ρόλος των κυβερνήσεων να αυξήσουν τις δαπάνες κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης για να αντικαταστήσουν την πτώση της ιδιωτικής ζήτησης. Η λογική είναι ότι εάν η ζήτηση δεν στηριχθεί και σταθεροποιηθεί από την κυβέρνηση, η ανεργία θα συνεχίσει να αυξάνεται και η οικονομική ύφεση θα παραταθεί. Η λιτότητα έρχεται επίσης σε αντίθεση με ορισμένες άλλες σχολές οικονομικής σκέψης που κυριαρχούν από τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1920.
Παραδείγματα λιτότητας
ΗΠΑ: Ίσως το πιο επιτυχημένο μοντέλο λιτότητας, τουλάχιστον ως απάντηση σε μια ύφεση, συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1920 και 1921. Το ποσοστό ανεργίας στην αμερικανική οικονομία είχε αυξηθεί από 4% σε σχεδόν 12%. Το δε ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) είχε μειωθεί σχεδόν κατά 20%.
Ο πρόεδρος Warren G. Harding απάντησε μειώνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό κατά σχεδόν 50%. Οι φορολογικοί συντελεστές μειώθηκαν για όλες τις ομάδες εισοδήματος και το χρέος μειώθηκε περισσότερο από 30%. Σε μια ομιλία του το 1920, ο Harding δήλωσε ότι η κυβέρνησή του «θα επιχειρήσει έξυπνο και θαρραλέο αποπληθωρισμό και θα μειώσει τον κρατικό δανεισμό…[και] θα μειώσει το υψηλό κόστος της κυβέρνησης με κάθε τρόπο».
Ελλάδα: Τα προβλήματα της Ελλάδας άρχισαν μετά τη ύφεση του 2008, καθώς το κράτος ξόδευε πάρα πολλά χρήματα σε σχέση με την είσπραξη φόρων. Καθώς τα οικονομικά της χώρας βγήκαν εκτός ελέγχου και τα επιτόκια του κρατικού χρέους εκτοξεύθηκαν, η χώρα αναγκάστηκε να επιδιώξει ή τη διάσωση ή την στάση πληρωμών προς τους δανειστές. Η στάση πληρωμών θα έφερνε τον κίνδυνο μιας πλήρους χρηματοπιστωτικής κρίσης με πλήρη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Θα ήταν επίσης πιθανό να οδηγήσει σε έξοδο από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα δύο τελευταία με κατάλληλη διαχείριση θα ήταν ίσως ευνοϊκά μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα όμως η στάση πληρωμών θα έφερνε τεράστια ζημιά σε μια χώρα που εισάγει τα πάντα.
Σε αντάλλαγμα για τη διάσωση, η ΕΕ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα λιτότητας που προσπάθησε να θέσει υπό έλεγχο τα οικονομικά της Ελλάδας. Το πρόγραμμα μείωσε τις δημόσιες δαπάνες και αύξησε τους φόρους. Το έλλειμμα της Ελλάδας μειώθηκε, αλλά το πρόγραμμα λιτότητας της χώρας υπήρξε καταστροφή όσον αφορά την επούλωση της οικονομίας. Το μόνο ουσιαστικό επίτευγμα ήταν η κατακόρυφη μείωση των επιτοκίων δανεισμού της χώρας που επέτρεψε να μειωθούν τα έξοδα που πλήρωνε το κράτος σε τόκους. Ωστόσο αυτή η μείωση των επιτοκίων δανεισμού δεν είναι εγγυημένη ότι θα διαρκέσει για πάντα και αν για τον οποιοδήποτε λόγο αυξηθούν ξανά τα επιτόκια, το δημόσιο χρέος και πάλι δε θα είναι βιώσιμο.
Κυρίως, τα μέτρα λιτότητας απέτυχαν να βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, επειδή η χώρα αντιμετωπίζει συνολική μείωση της κατανάλωσης. Είναι αναπόφευκτο ότι η συνολική ζήτηση μειώνεται με λιτότητα. Δομικά, η Ελλάδα είναι μια χώρα μικρών επιχειρήσεων και όχι μεγάλων εταιρειών, επομένως επωφελείται λιγότερο από τις αρχές της λιτότητας, όπως τα χαμηλότερα επιτόκια. Οι μικρές εταιρείες επίσης δεν είναι σε θέση να γίνουν εξαγωγείς και να αυξήσουν με αυτό το τρόπο τη ζήτηση.
Έτσι η χώρα μας συνεχίζει να φυτοζωεί. Με μικρή ανάπτυξη, «το σκάφος καταφέρνει να επιπλέει» μόνο χάρη στο μικρό κόστος δανεισμού και περιμένοντας τους τουρίστες…
Ιάκωβος Χρυσοχοΐδης