27 Αυγούστου 1948: η «μάνα της Ελλάδος» Ελένη Γκατζογιάννη, εκτελείται από τους Συμμορίτες του ΚΚΕ

10 Χρόνος ανάγνωσης

Το “έγκλημά” της είναι ότι οργάνωσε την διαφυγή των παιδιών της, της μάνας, της αδελφής και της ανηψιάς της, και άλλων συχωριανών, 20 ατόμων συνολικά, ώστε να μην οδηγηθούν στο Σιδηρούν Παραπέτασμα των σοσιαλιστικών παραδείσων. Εκτελέστηκε την επομένη, 28 Αυγούστου. Ηταν 41 ετών.
Χρόνια αργότερα, ο μοναχογιός της, θα αναζητήσει τους δολοφόνους της μάνας του. Και θα βρει τον Κατή που την καταδίκασε. Δεν θα τον σκοτώσει. Θα γράψει όμως ένα βιβλίο που θα κάνει γνωστή την ιστορία της Ελένης σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.

Ο Νίκος Γκατζογιάννης γεννήθηκε στη Λια της Θεσπρωτίας το 1939. Ο ίδιος και οι αδερφές του πέρασαν την παιδική τους ηλικία εν μέσω μίας από τις πιο ταραχώδεις δεκαετίες στην Ελλάδα.
Τα χρόνια της κατοχής, αλλά κυρίως η μετέπειτα περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου στιγμάτισαν την οικογένεια Γκατζογιάννη. Η μητέρα τους, Ελένη, μεγάλωνε μόνη της τα τρία παιδιά, καθώς ο σύζυγός της είχε φύγει στην Αμερική για να εργαστεί.

Το 1948, το χωριό Λια είχε μετατραπεί σε προπύργιο των δυνάμεων του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας». Ήταν η χρονιά που οι αντάρτες του «ΔΣΕ» αποφάσισαν να στρατολογήσουν τα μεγαλύτερα αγόρια, ενώ σκόπευαν να στείλουν τα μικρότερα σε γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες.
Η Ελένη Γκατζογιάννη δεν μπορούσε να αποδεχθεί κάτι τέτοιο. Επιχείρησε να φυγαδεύσει τον μοναχογιό της, Νίκο, μαζί με άλλα είκοσι άτομα, εκτός της περιοχής που βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Δημοκρατικού Στρατού. Ωστόσο, οι αντάρτες τους πρόλαβαν. Αρχικά συνέλαβαν την Ελένη κι αφού την ανέκριναν και τη βασάνισαν, την οδήγησαν σε δημόσια δίκη.
Στις 28 Αυγούστου 1948 η 41χρονη γυναίκα εκτελέστηκε, αφήνοντας ορφανούς το Νίκο και τις αδερφές του. Μην έχοντας άλλους συγγενείς στην Ελλάδα, τα τρία παιδιά ήταν αναγκασμένα να αφήσουν τη χώρα και να εγκατασταθούν μόνιμα στην Αμερική όπου βρισκόταν ο πατέρας τους.

Η δημιουργία της «Ελένης»
Το 1983, ο 44χρονος Νίκολας Γκέιτζ, όπως λεγόταν πλέον ο Νίκος Γκατζογιάννης στην Αμερική, εξέδωσε ένα βιβλίο που εξιστορούσε τα τραγικά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στη Λια Θεσπρωτίας. Ο Νίκολας, εν τω μεταξύ, είχε εξελιχθεί σε πετυχημένο δημοσιογράφο που μεταξύ άλλων αρθρογραφούσε μόνιμα για τους «New York Times». Η «Ελένη» ήταν καρπός μιας πολύχρονης και εκτενούς έρευνας του Ελληνοαμερικανού, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να ξετυλίξει το κουβάρι του θανάτου της μητέρας του.

Το βιβλίο σημείωσε τεράστια επιτυχία στην Αμερική. Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε σε 250.000 αντίτυπα, ενώ η δεύτερη έφτασε το 1.000.000. και ανακηρύχτηκε καλύτερο βιβλίο για το 1984 από τη Βασιλική Ακαδημία του ΛονδίνουΛίγους μήνες αργότερα, στα τέλη της ίδιας χρονιάς, το έργο διατέθηκε και στο ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό σε μετάφραση Αλέξανδρου Κοτζιά. Η επιτυχία που σημείωσε και στη γενέτειρά του ήταν μεγάλη, αφού μέσα σε ένα χρόνο εξαντλήθηκαν 40.000 αντίτυπα.

Ωστόσο κόντρα στο πνεύμα της «εθνικής συμφιλίωσης» που καλλιεργούσε το τότε κυρίαρχο ΠΑΣΟΚ, το βιβλίο δαιμονοποιήθηκε, η Αριστερά προσπάθησε με κάθε τρόπο να μποϊκοτάρει τη διάδοσή του καταγγέλλοντας τον Γκατζογιάννη για φανατισμό, μεροληψία, διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας κ.λπ. Μάλιστα υπήρξε και ένα βιβλίο που έγραψε, από την αντίπερα όχθη, ο δημοσιογράφος Βασίλης Καββαθάς με τίτλο «Η άλλη Ελένη», με στόχο να ανασκευάσει τα ψεύδη όπως ισχυριζόταν, του Γκατζογιάννη.
Οι αντιδράσεις μεγάλωσανόταν έγινε γνωστή η επικείμενη παραγωγή της ομώνυμης ταινίας.

Τα προβλήματα άρχισαν πριν ακόμα να ξεκινήσουν τα γυρίσματα. ΠΤα σωματεία των τεχνικών αντέδρασαν έντονα με αποτέλεσμα το φιλμ να γυριστεί τελικά στην Ισπανία.

Ο Νίκολας Γκέιτζ
Η πρεμιέρα στους ελληνικούς κινηματογράφους έγινε στις 20 Μαρτίου του 1984. Η ταινία αμέσως μπήκε στο στόχαστρο των αριστερών παρατάξεων και χαρακτηρίστηκε ως «αντικομμουνιστική», «προπαγανδιστική» και «κράχτης της χρεοκοπημένης εθνικοφροσύνης». Ειδικότερα, το ΚΚΕ εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση που καλούσε τους ψηφοφόρους του να εναντιωθούν στην προβολή της «Ελένης».
Έξω από τους κινηματογράφους, ομάδες νέων άρχισαν να μοιράζουν φέιγ βολάν και να φωνάζουν συνθήματα κατά της ταινίας, χαρακτηρίζοντάς τη φασιστική. Μάλιστα, σημειώθηκαν και προπηλακισμοί αιθουσαρχών και θεατών, πράγμα που οδήγησε τελικά στη διακοπή της προβολής της στους κινηματογράφους της επαρχίας.

Εξαιτίας των γεγονότων, άρχισαν να παίρνουν θέση και τα υπόλοιπα κόμματα για το ζήτημα, ενώ και οι αναφορές στον Τύπο μέρα με τη μέρα πλήθαιναν. Η Νέα Δημοκρατία σε ανακοίνωσή της ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «στη δημοκρατική Ελλάδα οι Έλληνες είναι ελεύθεροι να εκφράζουν τις ιδεολογικές πεποιθήσεις τους, έχουν το δικαίωμα να βλέπουν όποιες ταινίες θέλουν, η τέχνη είναι ελεύθερη και έθεσε το ερώτημα αν τόσο η ελευθερία και η τέχνη, όσο και η έκφραση γνώμης μπορεί να υπόκειται στον καταναγκασμό της ανοιχτής τρομοκρατίας και της οργανωμένης βίας ή της απειλής».
Παράλληλα, στις εφημερίδες και στα περιοδικά της εποχής πλήθος κουλτουριάρηδων αλλά και απλών πολιτών κατέθεταν τις απόψεις τους στις αντίστοιχες στήλες.
Στην «Ελένη», έτσι όπως περιγράφεται στις τελευταίες σελίδες του έργου του, ο Νίκολας Γκέιτζ βίωσε το απολύτως πραγματικό δίλημμά του να τραβήξει ή όχι τη σκανδάλη στο όπλο που είχε φροντίσει να έχει μαζί του πηγαίνοντας να συναντήσει εκείνον που μίσησε όσο ποτέ κανέναν άλλον. Είχε εντοπίσει τον άνθρωπο που, υπό την ιδιότητά του ως εμφυλιακού δικαστή είχε στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα την Ελένη, τη μητέρα του. Η εκδίκηση, το να λιντσάρει με τα ίδια του τα χέρια τον δήμιο της γυναίκας που τον γέννησε, ήταν ένα κίνητρο για τον Ελληνοαμερικανό δημοσιογράφο και συγγραφέα.

Ενα κίνητρο εξίσου ισχυρό με την πλήρη αποκάλυψη της αλήθειας, τουλάχιστον όπως ο ίδιος την προσεγγίζει, γύρω από τις μαύρες σελίδες της εμφυλιακής κόλασης στην Ελλάδα. Τελικά δεν έβαψε τα χέρια του στο αίμα, κάτι που δικαιολόγησε γράφοντας «το ξέρω πως με σταμάτησε ο φόβος, εν μέρει ο φόβος πως θα αποχωριζόμουν τα παιδιά μου και πως έβαζα σε κίνηση γεγονότα που θα διαιώνιζαν τους σκοτωμούς και τις συμφορές σε μελλούμενες γενιές. Ηταν και κάτι άλλο ακόμα: η κατανόηση της μάνας μου που μου είχε χαρίσει η έρευνα της ζωής της. Αντίθετα από την Εκάβη, η μάνα μου δεν ξόδιασε τις στερνές της δυνάμεις ρίχνοντας κατάρες στους βασανιστές της, αλλά σαν την Αντιγόνη βρήκε το θάρρος να αντιμετωπίσει τον θάνατο επειδή είχε κάνει το καθήκον της απέναντι σε εκείνους που αγαπούσε. Η Αντιγόνη του Σοφοκλή λέει σε εκείνον που την καταδίκασε εις θάνατον, τον θείο της και βασιλιά: ‘‘Στον κόσμο δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ’’».

Ο Γκατζογιάννης, λίγο πριν αφήσει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, καθώς ολοκληρώνει τη συγκλονιστική του αφήγηση για τον σκληρό βίο και τον ακόμη πιο σκληρό θάνατο της μητέρας του Ελένης, ανατέμνει την κρίσιμη στιγμή μιας, θα έλεγε κανείς, υπαρξιακής αμφιταλάντευσης γράφοντας: «Αν σκότωνα τον ‘‘δικαστή’’ της Ελένης, θα έπρεπε να ξεριζώσω την αγάπη της από μέσα μου και να γίνω σαν και κείνον, να αφανίσω όπως έκανε εκείνος κάθε ανθρωπιά και οίκτο. Οπως είχε εγκαταλείψει εκείνος μωρό την κόρη του και τη γυναίκα του για να γίνει φονιάς για τους αντάρτες, θα έπρεπε κι εγώ να παραμερίσω κάθε σκέψη για το τι θα έκανα στη ζωή των παιδιών μου. Η μάνα μου από αγάπη στα δικά της παιδιά είχε κάνει τα πάντα».

Με έναν παράξενο τρόπο, ο Νίκολας Γκέιτζ απευθυνόταν στη νεκρή Ελένη αλλά και στην εγγονή της. Και αυτό διότι, ενόσω εκείνος έψαχνε αθώους και ενόχους ανάμεσα σε ζωντανούς και φαντάσματα, η μικρή Ελένη ήταν ήδη δίπλα του, αλλά και όχι ακριβώς. Εκείνη, μια γνήσια Αμερικάνα, ήθελε κατά βάθος να συνομιλήσει, να γνωρίσει και να αγαπήσει τη γιαγιά της. Την Ελένη που σημάδεψε και καθόρισε, εν αγνοία της, τη ζωή της συνονόματης απόγονής της. Την Ελένη που οι ΕΛΑΣίτες αποκαλούσαν περιφρονητικά «Αμερικάνα», επειδή θέλησε να προστατεύσει τα παιδιά της από το παιδομάζωμα και γι’ αυτό το «έγκλημά» της βασανίστηκε και θανατώθηκε.
.

Το βιβλίο είναι σε αφηρημένο επίπεδο αντιπροσωπευτικό μιας πανεθνικής τραγωδίας.
η «Ελένη» είναι και η ιστορία της υποδοχής της – και του τι μας διδάσκει για τη δημόσια μνήμη του Εμφυλίου. Οι αντιδράσεις στη χώρα μας ήταν από αρνητικές έως εχθρικές (ιδιαίτερα όταν προβλήθηκε η ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο).

Η φράση «τα παιδιά μου» η Ελένη Γκαζογιάννη που φώναξε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά, δευτερόλεπτα πριν την βρουν οι σφαίρες, θα στοιχειώνει για πάντα το κομμουνιστικό παραμύθι.

Share This Article