γράφει ο Γιώργος Μάστορας
Το πανό με το αισχρό μήνυμα «Destroy Greece», που σήκωσαν οι συντελεστές της ταινίας «Avant Drag!» κάποιου Φιλ Ιερόπουλου μετά την προβολή της στο πρόσφατο 26ο Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ Θεσσαλονίκης, φαίνεται ότι πέτυχε τον σκοπό του. Το «θέαμα» νίκησε, η πρόκληση κατάφερε να ερεθίσει τα αντανακλαστικά του κοινού. Η εκφρασμένη επιδίωξη ρευστοποίησης κάθε στοιχείου συνοχής αυτής της κοινωνίας, κανονικοποιείται στον δημόσιο λόγο και κερδίζει τόσο χρόνο δημοσιότητας όσο και δημόσιο χώρο. Μάλιστα, οι αντιδράσεις που προκάλεσε, αναμενόμενα, ο εν λόγω «ακτιβισμός», λειτούργησαν ως επιβεβαίωση για τους συντελεστές και τους υποστηριχτές τους, που βλέπουν προσπάθεια φίμωσης και λογοκρισίας από «ομοτρανσφοβικούς και ρατσιστές».
Θα ήταν μια αδιάφορη απόλυτα μειοψηφική παραφωνία, αν δεν έτεινε να γίνει κανόνας. Στο όνομα των «ατομικών δικαιωμάτων» και του «αυτοπροσδιορισμού», διάφοροι «δικαιωματιστές» βρίσκουν (και την παραμικρή) αφορμή για να επιτεθούν σε ό,τι θεωρούν ως «παθογένεια» της Ελληνικής κοινωνίας και μέσω αυτού στον «μέσο Έλληνα», τον «νοικοκυραίο» (τον «κυρ-Παντελή, όπως χλευαστικά τον ονοματίζουν συμβολικά), τον εκφραστή της απόλυτης «εθνικής συλλογικής ενοχής». Το φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έγινε επανειλημμένα επίκεντρο της εν λόγω προσπάθειας, από τύπους που στο όνομα της «συμπερίληψης» επιδιώκουν διαρκώς να στήσουν έναν διαρκή εμφύλιο πόλεμο «ταυτοτήτων», προκαλώντας αναμενόμενα την κινητοποίηση όσων ενοχλούνται σφόδρα από το αποτέλεσμα αυτής της γκρίζας εικόνας. Ο Ιερόπουλος εκθέτει το πλαίσιο των απόψεων αυτών: «Η Ελλάδα είναι μια παραδοσιακά, εθιμοτυπικά, θεσμικά φασιστική χώρα. Αν δεν ανήκεις στο μεγάλο ποσοστό, καλή τύχη. Η βαρβαρότητα της Ελλάδας ξεκινάει από την οικογένεια, συνεχίζει στα σχολεία και διατρέχει όλα τα κοινωνικά στρώματα. (…) Φαίνεται πως οι ακροδεξιοί (με περίβλημα νοικοκυραίων) είναι πια παντού ανάμεσα μας». Προσέξτε το ύφος της διαπίστωσης-διατύπωσης: Δεν υπάρχει πουθενά κρατική αδικία στον Λαό, οικονομική εκμετάλλευση, κοινωνική ανισότητα, αυθαιρεσίες των ελίτ. Όλα τα κακά ξεκινούν από την οικογένεια, αγκαλιάζοντας «όλα τα κοινωνικά στρώματα».
Με όχημα την «προχωρημένη» αυτή άποψη, πολιτισμικές υποκουλτούρες του περιθωρίου, «πρωτοποριακοί καλλιτέχνες» και άλλοι παρόμοιοι συνοδοιπόροι συναντιούνται με την ατζέντα των διαφόρων πολιτιστικών (;) ιδρυμάτων (η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος τείνουν να υποκαταστήσουν τον ρόλο του Υπουργείου Πολιτισμού) και αποκτούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στην παραγωγή πολιτισμού και λόγου. Προφανώς, τα παραπάνω μεταφράζονται και σε κονδύλια, προσβάσεις, υποστήριξη (και από την πρεσβεία των ΗΠΑ). Δηλαδή, κάτι αρκετά διαφορετικό από την εικόνα μιας μειοψηφίας που διώκεται από την «κακιά κοινωνία», όπως συχνά (αυτό)παρουσιάζονται οι φορείς της. Οι ακόλουθοι των ελίτ παπαγαλίζουν τα αεθνικά συνθήματα της παγκοσμιοποίησης, ενώ ταυτόχρονα καμώνονται τους ανατρεπτικούς επαναστάτες σε μια εποχή απόλυτης επιτρεπτικότητας για κάθε ρευστοποιητική «αρλούμπα» και απόλυτης καταστολής σε κάθε απόπειρα αυθεντικής έκφρασης τής συλλογικής θέλησης των ίδιων των κοινωνιών.