Τα θλιβερά αποτελέσματα της επίσκεψης Μητσοτάκη στην Τουρκία

5 Χρόνος ανάγνωσης

γράφει ο Γιώργος Μάστορας

Η ολοκλήρωση της επίσκεψης Μητσοτάκη στην Τουρκία, πραγματικά δημιούργησε την απορία ποιοι ήταν οι λόγοι που έκριναν υποχρεωτική την διεξαγωγή της. Στην κυβέρνηση κάνουν λόγο για «επιβεβαίωση του θετικού κλίματος» και ταυτόχρονα μιλούν για την ανάγκη για ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας, αν θέλουμε να έχουμε «ήρεμα νερά στο Αιγαίο». Ο ίδιος ο Μητσοτάκης πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, πανηγυρίζοντας για τις «ευκαιρίες» στον οικονομικό τομέα που ανοίγει η αναθέρμανση των σχέσεων μας με την γείτονα. Ο στόχος για διπλασιασμό των εμπορικών συναλλαγών, η συγκρότηση του Ελληνοτουρκικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου, αλλά και η διευκόλυνση στην έκδοση βίζας σε τούρκους τουρίστες σε νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου στα πλαίσια της «θετικής ατζέντας», παρουσιάζονται ως ο δρόμος για την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων παρά τις εκφρασμένες διαφωνίες. Αναρωτιόμαστε τι πραγματικά έχει να κερδίσει η Χώρα -και όχι απλά κάποιοι εργολάβοι ή επιχειρηματίες του τουρισμού-από αυτές τις επιλογές, που απειλούν την Ελλάδα με de facto δορυφοροποίηση από την μεγαλύτερη και παραγωγικότερη τουρκική οικονομία; Στην πραγματικότητα, τα παραπάνω δεν είναι ούτε αιτία ευχαρίστησης ούτε μια «θετική ισοπαλία». Αντιθέτως, αποτελεί ένα σημαντικό πισωγύρισμα για την Χώρα μας, η οποία δίνοντας συγχωροχάρτι στην Τουρκία, οδηγείται σε μια βήμα-βήμα υιοθέτηση μεγάλου μέρους της ατζέντας της και γι’ αυτό επιβεβαιώνουν όσους πριν την επίσκεψη επέμεναν ότι αυτή η συνάντηση δεν θα έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί.

Αν παρακολουθήσει κάποιος τις δηλώσεις Ερντογάν-Μητσοτάκη, θα διαπιστώσει πως έγινε μεγάλη προσπάθεια να βγούνε εκτός κάδρου τα σημεία «κλειδιά» των Ελληνοτουρκικών διαφορών. Κυπριακό, ΑΟΖ, ενεργειακά, παρόλο που είναι προφανές πως ήταν μέρος της ατζέντας των συνομιλιών, υποβαθμίστηκαν στον δημόσιο λόγο. Ακόμα και για την πρόσφατη πρόκληση της Άγκυρας, με την επαναλειτουργία της Μονής της Χώρας ως τζαμί, οι Ελληνικές αντιδράσεις -παρά περί του αντιθέτου υποσχέσεις- ήταν χλιαρές, με τον Μητσοτάκη να εμφανίζεται μάλιστα ως ικανοποιημένος με την υπόσχεση του «Σουλτάνου» να επιτρέπει σε μη μουσουλμάνους πολίτες να επισκέπτονται το Μνημείο, βάζοντας στην πράξη και την δική του υπογραφή, νομιμοποιώντας τα τετελεσμένα του Ερντογάν. Η μόνη στιγμή… έντασης μεταξύ των δυο ηγετών ήταν όταν αναφέρθηκαν στην Χαμάς και τον πόλεμο που διεξάγει το Ισραήλ, με τον Μητσοτάκη να κάνει λόγο για «τρομοκρατική οργάνωση» και τον Ερντογάν να σπεύδει να τον «διορθώσει», επιμένοντας στην πολιτική οικειοποίηση της παλαιστινιακής υπόθεσης ως «χαρτί» στο μεγάλο παζάρι με την Δύση. Είναι τέτοια η σπουδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να υπηρετήσει πιστά το σενάριο Ελληνοτουρκικής προσέγγισης, το οποίο μοιάζει να γράφτηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, που ο βασικός εκπρόσωπος της μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο να προβληθεί ως εκπρόσωπος της «σωστής πλευράς της Ιστορίας» παρά της Χώρας που εκπροσωπεί…

Κι όμως, τα μεγάλα αγκάθια των Ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι πάντα παρόντα. Η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ, το Κυπριακό, η επιχείρηση κοσοβοποίησης της Θράκης, το διαρκές γκριζάρισμα στο Αιγαίο είναι τα θέματα στα οποία επιδιώκει η Τουρκία να πετύχει τετελεσμένα. Η εγχώρια ελίτ και όλο το συστημικό πολιτικό φάσμα μοιάζουν διατεθειμένες για υποχωρήσεις, υπό την απειλή του πολεμικού κινδύνου. Το είπε ξεκάθαρα ο ΥΠΕΞ πριν μερικές εβδομάδες, το παπαγαλίζουν εμμονικά όλοι οι υπέρμαχοι της Χάγης, λειτουργώντας στην πράξη σαν μεγάφωνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, εθίζοντας την κοινή γνώμη στην λογική της υποταγής. Δίπλα στα παραπάνω βρίσκεται και η ψευδαίσθηση πως οι «σύμμαχοι» (κυρίως οι ΗΠΑ) τις κρίσιμες στιγμές θα λειτουργήσουν ως ασπίδα προστασίας προς την Χώρα μας, σε αντίθεση με κάθε γεωπολιτικό ρεαλισμό και κάθε ιστορική εμπειρία.

Το ελληνόφωνο πολιτικό προσωπικό δείχνει προγραμματισμένο να εκτελέσει και αυτό το γεωπολιτικό συμβόλαιο. Ελπίζει ότι δεν θα «κάτσει» στην βάρδια του η στραβή της μεγάλης εθνικής μειοδοσίας ή της πολεμικής ανάφλεξης και κερδίζει χρόνο παραχωρώντας γη και ύδωρ στους δυτικούς συμμάχους και στα κάθε λογής συμφέροντα. Άλλωστε, ακόμη κι αν το πολιτικό κόστος τέτοιων επιλογών είναι πολύ βαρύ, η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι οι σύμμαχοι-πάτρωνες του είναι ιδιαίτερα προστατευτικοί με εντολοδόχους -όπως ο Τσίπρας μετά την προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών και ο Παπανδρέου μετά τα εθνοκτόνα μνημόνια- που υπηρετούν τους σχεδιασμούς τους και απορρίπτονται από τις κοινωνίες.

Share This Article