γράφει ο Γιάννης Χ. Κουριαννίδης
Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»
Το ότι η προδοσία που συντελέστηκε στις Πρέσπες θα ευνοούσε μόνο τους σχεδιασμούς των Σκοπιανών, ήταν ολοφάνερο για κάποιον που είχε έστω και στοιχειώδη γνώση της ιστορίας και της πολιτικής πραγματικότητας.
Ειδικά μάλιστα με την παραχώρηση σ’ αυτούς «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας, ήταν βέβαιο ότι την επόμενη μέρα από την υπογραφή της προδοτικής συμφωνίας θα διεκδικούσαν την αναγνώριση και τη διδασκαλία αυτής της «γλώσσας», όπως ακριβώς και συνέβη.
Η προσχηματική διατύπωση για δήθεν διαφορετική αντίληψη περί «Μακεδονίας», από «τα δύο μερη», ουδόλως εμπόδισε τους Σκοπιανούς από το να προβάλλουν παντού το δικό τους αφήγημα, σε πλήρη αντίθεση με την ιστορική πραγματικότητα. Ειδικά μετά την ανάληψη της εξουσίας από τούς Σκοπιανούς εθνικιστές η συγκεκαλυμμένη αυτή πρακτική απέκτησε θρασύτατα και προκλητικά χαρακτηριστικά. Η πρόσφατη πρόκληση, επί ελληνικού μάλιστα εδάφους, όπου οι Σκοπιανοί αθλητές στίβου εμφανίστηκαν στους Βαλκανικούς Αγώνες στον Βόλο με τα διακριτικά MKD, δηλαδή «Μακεδονία», στις φανέλες τους, ήταν μία από τις κορυφαίες προκλήσεις του γειτονικού κρατιδίου.
Κι όμως… Τα στελέχη της τότε αριστερής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και Οικολόγων, ακόμη και σήμερα υπεραμύνονται με περίσσιο θράσος της επιλογής τους για την υπογραφή και κύρωση της προδοτικής συμφωνίας. Η στάση τους αυτή υπαγορεύεται είτε από ιδεολογικές εμμονές τους είτε από ιδιοτελή κίνητρα. Η ιστορία θα το δείξει και θα κρίνει τη στάση τους, αν δεν το έχει ήδη κάνει!
Αυτοί που δεν δικαιολογούνται με τίποτα είναι οι αξιωματούχοι τής σημερινής κυβέρνησης, του Κυριάκου Μητσοτάκη, που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται τα εθνικά μας δίκαια και τα κρατικά μας συμφέροντα με εθνική ευαισθησία κάπως μεγαλύτερη από αυτή των προκατόχων τους.
Τον Φεβρουάριο του 2019, ο σημερινός πρωθυπουργός δήλωνε από το βήμα της Βουλής: «Η Συμφωνία αυτή ανατρέπει μία πάγια εθνική στρατηγική. Εδώ και 140 χρόνια, η Ελλάδα ποτέ δεν επέτρεψε να μονοπωλήσει κάποιος τρίτος τον όρο Μακεδονία. Και δεν αναγνώρισε ποτέ διακριτή μακεδονική εθνότητα. Ποτέ».
Έξι χρόνια αργότερα, ως πρωθυπουργός, όχι μόνο αναγνωρίζει «μακεδονική εθνότητα», αλλά επιμένει εμμονικά στην «ανάγκη σεβασμού των όρων της συμφωνίας», παρά την καταστρατήγησή τους από κρατικούς φορείς και αξιωματούχους των Σκοπίων σε εκατοντάδες ήδη περιπτώσεις. Μπορεί να μην υποδέχθηκε, ακόμη, έναν «Μακεδόνα» πρωθυπουργό, όπως είχε υποσχεθεί στην ίδια ομιλία του, ότι δεν θα το κάνει ποτέ, αλλά πραγματικά δεν γνωρίζω πόσο ακόμη μπορούμε να ανεχθούμε τις προσβολές και την οικειοποίηση τής ιστορίας και του πολιτισμού του Μακεδονικού Ελληνισμού από τους προκλητικούς γείτονες.
Οι Σκοπιανοί πρέπει να λάβουν ένα ηχηρό όσο και αποφασιστικό μήνυμα. Μας έχουν ήδη δώσει άπειρες αφορμές και κάθε δικαίωμα προκειμένου να καταγγείλουμε μονομερώς την κατάπτυστη αυτή «συμφωνία». Εξάλλου οι ίδιοι την έχουν κάνει κουρελόχαρτο από την πρώτη στιγμή.
Και για όσους ισχυρίζονται ότι η καταγγελία θα τους λύσει τα χέρια και θα ανοίξει το δρόμο για να ονομάσουν το κράτος τους σκέτο Μακεδονία, ας λάβουν και το μήνυμα ότι η υιοθέτηση αυτής της ονομασίας και οποιουδήποτε παραγώγου της θα αποτελέσει αιτία πολέμου (casus belli). Ένα μήνυμα ξεκάθαρο και προπαντός σαφέστατα διατυπωμένο όσον αφορά στην προοπτική υλοποίησής του.
Ίσως ζητά κανείς υπερβολικά πολλά από μία κυβέρνηση που φοβάται να ποντίσει ένα ηλεκτρικό καλώδιο ή να αναγκάσει μία ομάδα να αλλάξει φανέλες, αλλά σίγουρα υπάρχει λύση γι’ αυτό: Μία άλλη κυβέρνηση!