γράφει ο Ιωάννης Χατζηδιγενής, θεολόγος
Ο κατά κόσμον Ανδρέας Τρεμπέλας γεννήθηκε στην πόλη των Πατρών το 1939. Αποφοίτησε από την Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1963. Χειροτονήθηκε Διάκονος το 1968 και Πρεσβύτερος το 1969 από τον μακαριστό Γέροντά του Μητροπολίτη Σεβαστιανό. Υπηρέτησε ως Ιεροκήρυκας στην Μητρόπολη Δρυινουπόλεως από το 1967 (αρχικά ως λαικός, κατόπιν ως Διάκονος και έπειτα ως Πρεσβύτερος – Αρχιμανδρίτης) μέχρι το 1995.
Ενάμιση μήνα μετά τον θάνατο του Μητροπολίτου Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης κυρού Σεβαστιανού, στις 25 Ιανουαρίου 1995 εξελέγη Μητροπολίτης Δρυινουπόλεως με 32 ψήφους, έχοντας συνυποψηφίους τους Αρχιμανδρίτες Χρυσόστομο Κουτουλάκη (31 ψήφοι) και Ιερόθεο Πετρίδη (4 ψήφοι). Μάλιστα όπως λέχθηκε τότε, την μία ψήφο την “έριξε” από “πάνω” ο Σεβαστιανός…
“Φύσει εσωστρεφής και πάντοτε συνειδητά στην σκιά του Γέροντά του… δεν επιθύμησε ποτέ το βάρος του επισκοπικού αξιώματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις στη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία που υποψήφιος για τον αρχιερατικό θρόνο δεν βρισκόταν στην Αθήνα τη στιγμή της εκλογής του, με αποτέλεσμα την επομένη ημέρα να μην υπάρχουν φωτογραφίες του στις εφημερίδες που ανήγγειλαν το γεγονός της εκλογής του. Έκανε υπακοή μόνο στο θέλημα του πνευματικού του Πατέρα αλλά και στην σύσσωμη βούληση του λαού της ακριτικής επαρχίας να διαδεχθεί αυτός τον μεγάλο Σεβαστιανό.” [1]
Στις 28 Ιανουαρίου 1995 χειροτονήθηκε Eπίσκοπος στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Αμπελοκήπων Αθηνών. Δεν είχε “ραφτεί” πριν από την εκλογή του… Στην χειροτονία του δανείστηκε αρχιερετική στολή και μάλιστα η μίτρα που φόρεσε ήταν μεγαλύτερο μέγεθος.. Ενθρονίστηκε στο Δελβινάκι και στην Κόνιτσα την 1η Απριλίου 1995.
Από το 1995 έως το 2025 διεποίμανε την Μητρόπολη Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, έχοντας να επιδείξει πλούσιο ποιμαντικό, πνευματικό και εθνικό έργο. Συχνά στηλίτευε αυστηρώς την παναίρεση του οικουμενισμού και του θρησκευτικού συγκρητισμού. Δεν συμφωνούσε καθόλου με τα “σύρε και έλα στην Ρώμη” όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τους φημολογούμενους “κοινούς εορτασμούς του Πάσχα με τους παπικούς” λέγοντας: «Είναι αδύνατον οι αιρετικοί να γιορτάζουν με τους Ορθοδόξους»! Στο ακανθώδες Ουκρανικό ζήτημα, κράτησε ορθή στάση, καθώς δεν δέχθηκε “συλλείτουργα” με την παράταξη του Επιφανίου. Στο θέμα της υπερασπίσεως της Πατρίδoς, των ηθών και των αξιών, συνέχισε στην γραμμή του προκατόχου του Μητροπολίτου Σεβαστιανού, και δεν σταμάτησε να μιλά για την Βόρειο Ήπειρο.
“Παρά το γεγονός ότι αισθανόταν βαρειά στους ώμους του την κληρονομιά του αειμνήστου Γέροντα και προκατόχου του στην ακριτική μητρόπολη, δέχθηκε να αναλάβει και την ευθύνη της συνεχίσεως του εθνικού αγώνα, που ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ξεκίνησε υπέρ των βασανισμένων αδελφών της ελληνικότατης Βορείου Ηπείρου. Παρά τους αρχικούς του δισταγμούς ανέλαβε και την προεδρία του Πανελληνίου Συνδέσμου Βορειοηπειρωτικού Αγώνα και με την συνδρομή των μελών του ΠΑΣΥΒΑ και της ΣΦΕΒΑ κράτησε ψηλά την σημαία του σημαντικού εθνικού μας θέματος. Με εκδηλώσεις, ομιλίες ανά την Ελλάδα, δελτία Τύπου, καθώς και με την κυκλοφορία του Βορειοηπειρωτικού Βήματος (της μόνης ειδικής έντυπης έκδοσης για το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου) συνέχισε την αγωνιστική πορεία που χάραξε ο προκάτοχός του, δίνοντας γενναία και εθνοπρεπή μαρτυρία στο πλευρό των αδελφών μας. Η φωνή του, στοιχούσα στο εθναρχικό παράδειγμα σημαντικών εκκλησιαστικών μορφών της σύγχρονης ιστορίας, υψωνόταν πάντοτε δυναμική για να καταγγείλει τους διωγμούς, την παραβίαση των εθνικών δικαίων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αδελφών μας, τον ανθελληνισμό του αλβανικού κατεστημένου αλλά και την αδιάφορη, δυστυχώς, συχνά στάση της ελληνικής πολιτείας”. [2]
Τάχθηκε εναντίον του ηλεκτρονικού φακελώματος και της νέας τάξης, διοργανώνοντας στην Κόνιτσα εκδήλωση εναντίον της “κάρτας του πολίτη”.
Γενικότερα η ζωή του υπήρξε λιτή, φτωχή, ταπεινή. Τον μισθό του τον διέθετε για τις ανάγκες του Γηροκομείου της Μητροπόλεώς του.
Χρησιμοποιούσε εφημερίδες για τραπεζομάντηλο όταν έτρωγε. Ζεσταινόταν με ξυλόσομπα, μέχρι πριν λίγα χρόνια που πλέον δεν μπορούσε να κουβαλάει τα ξύλα στο φτωχικό του Επισκοπείο. Ο ίδιος το ονόμαζε “Μητροπολιτικόν ερείπιον”. Σημειωτέον το Επισκοπείον είναι ίσως το παλαιότερο κτίσμα στην Κόνιτσα. Αρνήθηκε να το ανακαινίσει και να δεχθεί κρατικά κονδύλια για την συντήρησή του για να μη σκανδαλίσει τον κόσμο που υποφέρει και δυσκολεύεται οικονομικά. Μάλιστα τόνιζε “δεν έχω βάλει το χέρι μου στο μέλι του κρατικού κορβανά…”.
Δεν τον άγγιξε ο συνήθης πειρασμός των κληρικών με τα χρυσοποίκιλτα άμφια. Δεν έραψε προκλητικές πλούσιες στολές. Αρκέστηκε στο να μεταποιήσει τις παλιές μα ευλογημένες στολές του προκατόχου του Μητροπολίτου Σεβαστιανού.
Ήταν άριστος γνώστης της Αγίας Γραφής, της ιστορίας αλλά και της ελληνικής γλώσσας. Τα κείμενά του πάντοτε άρτια γραμμένα, με γλωσσική καλλιέπεια, θεολογική δεινότητα και έμπονο πατριωτικό ενδιαφέρον. Δεν επιθυμούσε την προβολή, γι΄ αυτό και μάλωνε όποιον προσπαθούσε να τον φωτογραφίσει, ιδιαιτέρως εν ώρα Θείας Λειτουργίας στον Ναό. Ήταν σοβαρός λειτουργός, πάντοτε προσευχόμενος. Αρχιερέας “παλιάς κοπής”, σου ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Ανέθετε τα πράγματα στον Θεό. Έλεγε συχνά “κάντε προσευχή να βρεθούν κληρικοί, ώστε να έχουν όλα τα χωριά τον δικό τους ιερέα”. Παρ’ όλο όμως που οι λειτουργικές ανάγκες ήταν πολλές, πρόσεχε πολύ στις χειροτονίες. Με σεβασμό στις προτροπές των Αγίων Πατέρων, τήρησε τους Ιερούς Κανόνες στα κολλήματα ιερωσύνης, χωρίς εκπτώσεις.
Αγαπούσε να επισκέπτεται τα ακριτικά ορεινά χωριά της επαρχίας του. Κήρυττε με απλά λόγια στους απλοικούς κατοίκους, αν και κατείχε υψηλές θεολογικές γνώσεις. Πονούσε και διαμαρτύρονταν για την ερήμωση της ακριτικής υπαίθρου, την αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας, το κλείσιμο φυλακίων, στρατοπέδων και υπηρεσιών.
Έβγαζε πύρινους λόγους στα κηρύγματά του αλλά και στις δημόσιες δηλώσεις του: Και ένας μόνο Ιεράρχης να αντιστέκεται είτε στα ανόσια σχέδια του Υπουργείου Παιδείας είτε στην φτώχεια των επιχειρημάτων κομματικών στελεχών, η Εκκλησία δεν θα νικηθεί! Θα νικάει πάντα!!!
Δεν δίσταζε να λέει με θάρρος την γνώμη του αλλά κυρίως να εκφράζει με το στόμα του την φωνή των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Με λίγα λόγια, ο Μητροπολίτης Ανδρέας τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα του πολιτικού και εκκλησιαστικού καθωσπρεπισμού.
Όταν επισκέπτονταν τα ακριτικά στρατιωτικά φυλάκια της επαρχίας του, γευμάτιζε με τους στρατιώτες με φαγητό που τους είχε φέρει ο ίδιος με τους συνεργάτες του, και στο τέλος έπλενε μόνος του τα πάτια όλων.
Όταν συναντούσε γνώριμά του πρόσωπα, πάντοτε τα ρωτούσε με πατρικό ενδιαφέρον αν μελετούν την Αγία Γραφή η και κάποιο πνευματικό βιβλίο. Μάλιστα, έλεγε χαριτολογώντας “θα φύγω με το παράπονο, ότι δεν μετελετάτε την Αγία Γραφή, όσο και όπως πρέπει”…
Την παραμονή Χριστουγέννων του 2024, ο Μητροπολίτης Ανδρέας εισήχθη στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων μετά από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και εσωτερική αιμορραγία που υπέστη. Παύθηκε από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 10 Μαρτίου 2025 και λίγες μέρες αργότερα, στις 5 Απριλίου 2025, κοιμήθηκε σε ηλικία 86 ετών.
Ανδρέου του Σεβασμιωτάτου και Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου, της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, Υπερτίμου και Εξάρχου πάσης Βορείου Ηπείρου,
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ.
Να έχουμε την ευχή του.
πηγή: epirus-tv-news.gr