γράφει ο Γιάννης Χ. Κουριαννίδης
Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»
«Το δε την πόλιν σοὶ δούναι, ουτ’ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πριν από 572 χρόνια, με την απάντησή του στον πορθητή τής Πόλης, προέβη σε μία ομολογία πίστης. Μιας πίστης που δεν του επέτρεπε να διαπραγματευθεί το δικαίωμα των υπερασπιστών της αυτοκρατορίας να αγωνιστούν για να ζήσουν ελεύθεροι ή ακόμη και να πεθάνουν οικειοθελώς αφού η παράδοση της Πόλης δεν αποτελεί δικαίωμά τους.
Προφανώς η στάση του τελευταίου Έλληνα αυτοκράτορα, με την ομόφωνη σύμφωνη γνώμη και της Συγκλήτου, διαφοροποιείται απόλυτα με δηλώσεις του τύπου «αν είναι να αφήσω μια γειτονιά ήρεμη, ας χαρακτηριστώ και μειοδότης», όπως αυτή του Έλληνα ΥΠΕΞ, Γιώργου Γεραπετρίτη.
Δεν έχει καμιά σημασία αν τα λόγια του Παλαιολόγου έγιναν σε καιρό πολέμου και αυτά του Γεραπετρίτη σε καιρό ειρήνης. Είναι δεδομένο ότι ο πόλεμος ξεκινά όταν πλέον έχει αποτύχει η διπλωματία. Η διπλωματία αποτυγχάνει, όμως, όταν κάποια πλευρά δώσει το μήνυμα στην άλλη ότι δεν προτίθεται να υπερασπίσει τα δίκαιά της φοβούμενη μη χάσει την … ηρεμία της. Αποδέχεται έτσι την εθελόδουλη υποταγή της στις διεκδικήσεις και απαιτήσεις της άλλης πλευράς, όσο παράλογες και προκλητικές και αν είναι αυτές.
Αυτό το μήνυμα δίνει συνεχώς η ελληνική πλευρά τα τελευταία χρόνια προς τον προκλητικό μας γείτονα εξ ανατολών. Τα φοβικά σύνδρομα με τα οποία εμποτίστηκε εδώ και δεκαετίες το πολιτικό σκηνικό της χώρας μας δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε διαφορετική συμπεριφορά. Εφαρμόζει έτσι πρακτικές «κατευνασμού» του τουρκικού θηρίου, δείχνοντας, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις, ότι είναι πρόθυμο να διαπραγματευθεί ακόμη και κυριαρχικά μας δικαιώματα. Αυτές οι πρακτικές, όμως, φυσιολογικά εκλαμβάνονται ως αδυναμία και το θηρίο αγριεύει ακόμη περισσότερο.
Η αδυναμία της χώρας μας στο να διαμορφώνει τις εξελίξεις στην περιοχή και απλώς να περιορίζεται στην προσπάθεια της διαχείρισης των συνεπειών όταν το κάνουν άλλοι, αποτελεί τη μεγαλύτερη παθογένεια στο πολιτικό μας σύστημα. Είναι κάτι που δεν επιτρέπει την ανάληψη πρωτοβουλιών, οδηγεί πάντα τη χώρα σε θέση άμυνας και στην ανάπτυξη πολιτικών και πρακτικών που ουσιαστικά ενισχύουν και διευκολύνουν τις πολιτικές και τους σχεδιασμούς άλλων χωρών που υπερασπίζονται με επιτυχία τα δικά τους κρατικά και εθνικά συμφέροντα, συνήθως σε βάρος των δικών μας.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα νοσεί βαθύτατα. Και το χειρότερο είναι ότι δεν επιδιώκει την ίασή του. Είναι χαρακτηριστικό αυτό το φαινόμενο. Συμβαίνει πάντοτε όταν ο λαός δεν συμμετέχει πια στις διαδικασίες του. Όταν η ηγεσία του έχει απωλέσει την οργανική της σύνδεση με την κοινωνία, από την οποία αντλεί τη νομιμοποίησή της. Όταν η «πολιτεία» έχει πάψει να διαμορφώνεται και να αποτελείται από πολίτες και έχει γίνει έρμαιο τυχοδιωκτών και εγκληματιών. Όταν η σημερινή άλωση μέσω της «χρυσής βίζας», ακόμη και σε παραμεθόριες περιοχές, «δείχνει πόσο ισχυρή είναι η δημοκρατία και η προοπτική που έχει αυτή η χώρα, ώστε κι άλλοι άνθρωποι να θέλουν να ζήσουν σε αυτήν», όπως δήλωσε πρόσφατα ο Γ.Γ. Θρησκευμάτων, Γιώργος Καλαντζής.
Ακόμη και στην περίπτωση που σε μία ύστατη προσπάθεια ανάκαμψης αναλάβει τις τύχες της ένας Παλαιολόγος της εποχής μας, είναι πολύ πιθανό ότι το μόνο που θα μπορέσει να επιτύχει είναι να μας θυμίσει το χρέος μας αφήνοντάς το ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, που μετά από χρόνια ίσως το αξιοποιήσουν για μία νέα εθνεγερσία. Θα αντέξουμε άραγε, βιολογικά, ακόμη μία Άλωση;