Εν ιστορικόν λάθος

4 Χρόνος ανάγνωσης

γράφει ο Σπυρίδων Αλφαντάκης
Δ.Ν., Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω 

Διέρρευσαν σχεδόν τρία έτη αφ’ ής η Α.Μ. ό Βασιλεύς, μεταστάς είς τό επέκεινα, εκηδεύθη ενώπιον τού Έθνους καί τού ανδριάντος τού αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου καί εναπετέθη είς μίαν μικράν γωνίαν τού δάσους τής Δεκελείας, είς έκτασιν μίας σπιθαμής. Χίλιοι άνεμοι έπνεον, όταν ανήλθεν είς τόν θρόνον. Τό πύρ εμαίνετο. Αί ερυθραί φλόγες ηπείλουν την βασιλικήν πορφύραν. Όταν αντεστάθη είς τήν στρατιωτικήν κυβέρνησιν, υπήρξε τό πρώτον καί τό μέγιστον θύμα τής ήττης του. Εκουσίως εξελθών τής πατρίδος καί ακουσίως διατηρηθείς μακράν αυτής καί μετά από τήν λήξιν τής δευτέρας επαναστατικής περιόδου, τής 25.11.1973 εώς 24.7.1974, παρά  τήν αναβίωσιν τού Συντάγματος τού 1952, παρέμεινεν ένας κατηγορούμενος άνευ υπερασπίσεως. Άνευ ακροάσεως. Άνευ απολογίας. Ό Ελληνισμός δεν λησμονεί τήν αδικίαν. Ότι αί σημαίαι δεν ετηρήθησαν μεσίστιοι. Ότι δεν επετράπη να κλαύσωμε καί να τιμήσωμε τόν Νεκρόν.

Εν τούτοις, η ελπίς ότι η Μοίρα δεν είχεν είπει τήν τελευταίαν της λέξιν, ότι τό μέλλον θα εθώπευε τήν αγωνίαν τής ψυχής του, επέζησεν. Μέχρις ότου ό Διάδοχος επέλεξεν αιφνιδίως να συνθηκολογήση. Με ποίους ; Με όσους δεν συνεβιβάσθη εν ζωή ποτέ ό πατήρ του, οί οποίοι προσέβαλον καί τήν μνήμην του. Πώς ; Με τήν οικειοθελήν υπαγωγήν είς έναν νόμον (τόν 2215/1994) υπό τόν τίτλον «Ρύθμιση θεμάτων της απαλλοτριωμένης περιουσίας τής έκπτωτης βασιλικής οικογένειας τής Ελλάδας», διά τού οποίου η πλειοψηφία τών επαγγελματιών τής Βουλής, τών αναξίων τής πολιτικής, αφήρεσεν εκ τών γονέων καί τής υπολοίπου οικογενείας του, «με τό έτσι θέλω», τήν ελληνικήν ιθαγένειαν καί, επί πλέον, εκ τού πατρός του, τής αδελφής του, πριγκιπίσσης Ειρήνης καί τής θείας του, πριγκιπίσσης Αικατερίνης, ατομικήν ιδιοκτησίαν εξ ιδίων αγορασθείσαν, απαλλοτριωθείσαν άνευ οιας δήποτε αποζημιώσεώς των, παρά τό άρθρον 17 τού Συντάγματος καί τό άρθρον 1 παράγραφος 1 τού Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου είς τήν Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν Προασπίσεως τών Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου καί τών Θεμελιωδών Ελευθεριών, ως απεφάσισεν η Ολομέλεια τού Αρείου Πάγου καί ακολούθως τού Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων τού Ανθρώπου, με ψήφους δέκα πέντε έναντι μόλις δύο, τόν Νοέμβριον 2000.

Είναι ό «νόμος Βενιζέλου», συμφώνως προς τόν οποίον ό Διάδοχος, καίτοι εξ Έλληνος πατρός γεννηθείς καί επομένως Έλλην, ανεγνώρισε καί απεδέχθη ρητώς καί ανεκκλήτως τό δημοψήφισμα τής 8.12.1974, τό πολίτευμα καί τήν ισχύν τού ως άνω νόμου, παρ’ ότι αντισυνταγματικού καί αντιθέτου προς τήν παραπάνω διεθνήν συνθήκην, παρητήθη δε πάσης κατ’ αυτών αντιρρήσεως καί αξιώσεως, προκειμένου να διαπιστωθή η ελληνική ιθαγένειά του καί να λάβη εν…επώνυμον.  Αναγνωρίζω όμως εν δημοψήφισμα νόθον ως γνήσιον καί δεσμευτικόν, δεν σημαίνει μόνον ότι αποδέχομαι τήν έκβασίν του. Σημαίνει καί ότι δεν δικαιούμαι εν καιρώ να προτείνω, πολύ ολιγώτερον ν’ απαιτήσω, τήν επανάληψίν του, όταν τό συμφέρον τού Έθνους τό επιβάλη.

Η Α.Β.Υ. αυτηκρωτηριάσθη. Διάδοχος (καί διαδοχή) δεν υπάρχει. Προ τής Μοίρας είπον οί άνθρωποι τάς τελευταίας των λέξεις. «Ντε Γκρες».  

Share This Article