Τα ψάρια της Ζωοδόχου Πηγής, του Γεωργίου Βιζυηνού

1 Χρόνος ανάγνωσης

Σαράντα ᾽μέρες πολεμᾶ ὁ Μωχαμὲτ νὰ πάρῃ
τὴν Πόλι τὴν μεγάλη.
Σαράντα ᾽μέρες ἔκαμεν ὁ ᾽γούμενος τὸ  ψάρι
στὰ χείλη του νὰ βάλῃ.
Ἀπ᾽ τὲς σαράντα κ᾽ ὕστερα, πεθύμησε νὰ φάγῃ
τηγανισμένο ψάρι.

– Ἂν μᾶς φυλάγ᾽ ἡ Παναγιά, καθὼς μᾶς ἐφυλάγει,
τὴν Πόλι ποιὸς θὰ πάρῃ;
Ρίχτει τὰ δίχτυα στὸν γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
– Θεὸς νὰ τὰ ᾽βλογήσῃ:
Τὸ λάδι βάλλει στὴ φωτιὰ μέσ᾽ στ᾽ ἀργυρὸ τηγάνι,
γιὰ νὰ τὰ τηγανίσῃ.
Τὰ τηγανίζει ἀπὸ τὴν μία, καὶ πὰ νὰ τὰ γυρίσῃ
κι᾽ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος.
Ὁ παραγυιὸς του βιαστικὰ πετᾶ νὰ τοῦ ᾽μιλήσῃ,
καὶ τάχασεν ὁ γέρος!
– Μὴν τηγανίζῃς, γέροντα, καὶ μόσχισε τὸ ψάρι
στὴν Πόλι τὴν μεγάλη!
Τὴν Πόλι τὴν ἐξακουστὴ οἱ Τοῦρκοι ἔχουν πάρη,
μᾶς κόβουν τὸ κεφάλι!
– Στην Πόλι Τούρκου δὲν πατοῦν
κι᾽ Ἀγαρηνοῦ ποδάρια!
Μὲ φαίνεται σὰν ψέμα!
Μ᾽ ἂν εἶν᾽ ἀλήθεια τὸ κακό, νὰ σηκωθοῦν τὰ ψάρια
νὰ πέσουν μέσ᾽ στὸ ρέμα!
Ἀκόμα ὁ λόγος βάσταγε, τὰ ψάρια ἀπ’ τὸ τηγάνι,
τὴν μία μεριὰ ψημένα,
πηδήξανε κ᾽ ἐπέσανε στῆς λίμνης τὴν λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.
Ἀκόμα ὣς  τώρα πλέουνε, κόκκιν᾽ ἀπὸ τὸ μέρος,
ὅπου τὰ εἶχε ψήση.
Φυλάγουν τὸ Βυζάντιο, ν᾽ ἀναστηθῇ κι᾽ ὁ γέρος
νὰ τ᾽ ἀποτηγανίσῃ.

από το βιβλίο “Μύθοι και Θρύλοι για την Άλωση” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λόγχη

Share This Article