
του Γιώργου Καραμαδούκη
Oι ιδιωματισμοί στην ελληνική γλώσσα εντείνονται με την συρρίκνωση του Βυζαντίου και κυρίως μετά τον διαμελισμό του από τους Φράγκους, με αποτέλεσμα η κοινή ομιλούμενη να διαφοροποιηθεί.
Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας μάλιστα η διαφοροποίηση αυτή παίρνει την τελική της μορφή, καθώς αυξάνεται ο απομονωτισμός και σημειώνεται έλλειμα ενιαίας Παιδείας.
Ήταν φυσιολογικό την περίοδο αυτή η ελληνική γλώσσα να πάρει πολλά δάνεια από τους κατά τόπους κατακτητές της. Συναντούμε κυρίως ιταλικές πολιτιστικές λέξεις (Επτάνησα, Κρήτη, νοτιοδυτική Πελοπόννησο) και σε ένα δεύτερο επίπεδο γαλλικές. Επιπρόσθετα έχουμε πληθώρα τουρκικών λέξεων στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Μικρά Ασία. Ωστόσο οι κληρικοί που θεωρούσουν τον εαυτό τους κληρονόμο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας χρησιμοποιούσαν την κλασικίζουσα λόγια γλώσσα σε κάθε επικοινωνιακή περίσταση, εκτός από τις πιο εφήμερες.
Οι νεοελληνικές διάλεκτοι διακρίνονται σε δυο βασικές ομάδες, την βόρεια και την νότια, οι οποίες χωρίζονται μέσω μιας νοητής γραμμής που ξεκινάει από τον Ισθμό της Κορίνθου. Διακρίνονται σε γενικές γραμμές στα ποντιακά, τα κατωιταλικά και τα τσακωνικά.
Η φωνητική κατά τόπους ποικιλία
Οι βασικές διαφορές των διαλέκτων του βορρά από του νότου έχουν να κάνουν με την χρήση των φωνηέντων και των συμφώνων. Στις βόρειες τα φωνήεντα που δεν τονίζονται συνήθως χάνονται (ψηλός-ψλός, σηκώνω -σκώνω) ενώ απαντώνται συνδυασμοί συμφώνων που δεν επιτρέπονται στις νότιες διαλέκτους. Επιπλέον σημειώνονται ριζικές αλλαγές στα σχήματα της κλίσης των ουσιαστικών και των ρημάτων.
Στην τσακωνική διάλεκτο διαπιστώνουμε διάφορους αρχαϊσμούς, καθώς μεταξύ άλλων συναντούμε το δίγαμμα και το δωρικό «α». Ο λόγος για τον οποίο διατηρήθηκε έστω και σε περιορισμένο βαθμό ως τις μέρες μας, είναι καθαρά γεωγραφικός. Η απομονωμένη της θέση έχει εμποδίσει την αντικατάστασή της από γειτονικές διαλέκτους ή και από την κοινή δημοτική.
Η ποντιακή διάλεκτος όπως και αυτή της Καππαδοκίας διαμορφώθηκαν και αυτές κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην Μ. Ασία. Η πρώτη κατάφερε να διατηρηθεί στην κυρίως Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 και διαμορφώθηκε κάτω από ην επίδραση πλήθος γλωσσών όπως η τουρκική, αρμενική, γεωργιανή, κουρδική και ελλαδική.
Η περίπτωση της Μεγάλης Ελλάδας
Στους ελληνόφωνους πληθυσμούς της Κάτω Ιταλίας, παρατηρείται διαλεκτική διαφοροποίηση από χωριό σε χωριό, αλλά και σημαντικές διαφορές μεταξύ των ελληνικών της Απουλίας (που λέγονται «γραικοσαλεντίνικα» ή «πουλιέζικα» ή, στα ιταλικά, «grico») και αυτών της Καλαβρίας («καλαβρέζικα» ή, στα ιταλικά, «grecanico», «bovese», «greco-calabro», «romaico»). Τα μεν πρώτα έχουν δεχθεί λιγότερες ξένες επιδράσεις από ό,τι τα δεύτερα. Παρ’ όλα αυτά, τα καλαβρέζικα είναι πιο συντηρητικά και διατηρούν περισσότερους αρχαϊσμούς.
Γενικά, οι κατωιταλικές διάλεκτοι δεν ανήκουν ούτε στα βόρεια ούτε στα νότια ελληνικά ιδιώματα. Έχουν δεχθεί ιδιαίτερα έντονες επιδράσεις από την ιταλική και τις τοπικές διαλέκτους στην προφορά, τη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο και γράφονται σχεδόν πάντοτε με το λατινικό αλφάβητο. Επίσης, μέρος του λεξιλογίου τους προέρχεται από τη λατινική.
Το ελληνικό κράτος ήταν φυσιολογικό από την απαρχή της ίδρυσής του να επιθυμεί την ενιαία έκφραση στην γλώσσα. Δεχόμενο πιέσεις από τους κλασικιστές αποφάσισε να καθιερώσει ως επίσημη γλωσσική μορφή την καθαρεύουσα. Αυτό βεβαίως είχε ως συνέπεια την συνέχιση της διγλωσσίας μέχρι την σύγχρονη εποχή, όπου κατά την μεταπολίτευση επιβλήθηκε τελικώς η δημοτική ως επίσημη γλώσσα του κράτους.
Η διάδοση της νέας ελληνικής γλώσσας μέσα από την εκπαίδευση, την διοίκηση, αλλά και τα Μ.Μ.Ε επέφερε την εξαφάνιση πολλών διαλέκτων και ιδιωμάτων. Ωστόσο στην Β. Ελλάδα, και στα μεγάλα νησιά της Κρήτης, της Ρόδου και της Χίου οι διάλεκτοι διατηρούνται ακόμα σε αξιόλογο βαθμό.