Περί Δημοκρατίας

33 Χρόνος ανάγνωσης

γράφει ο Κωνσταντίνος Τάταρης

«Μια δημοκρατία που δεν θα θεμελιωνόταν ούτε σε αναφορά προς το άτομο δίχως εντάξεις, ούτε στην «ανθρωπότητα», αλλά σε αναφορά προς τον λαό νοούμενον ως σαν έναν οργανισμό συλλογικό και προνομιούχο πρωταγωνιστή κάθε ιστορικού πεπρωμένου θα μπορούσε ν’ αποκληθεί οργανική δημοκρατία. Θα εγγραφόταν στη λογική συνέχεια της ελληνικής δημοκρατίας, καθώς και σ’ ένα ρεύμα σκέψεως που τοποθετεί στο κέντρο του κοινωνικού και πολιτικού βίου έννοιες όπως η συμπληρωματικότητα, η αρμονία των αντιθέτων, η αναλογία, η γεωμετρία των αναλογιών, η διαλεκτική της εξουσίας και της συγκατάθεσης, η ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων, η συμμετοχή και η αμοιβαία ταύτιση κυβερνώντων και κυβερνωμένων».
ΑΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΕΝΟΥΑ

«Δημοκρατία είναι η συμμετοχή ενός λαού στο πεπρωμένο του. Αυτό που κάνει τη δημοκρατία δεν είναι η μορφή του Κράτους, αλλά η συμμετοχή του λαού στο Κράτος».
ΜΑΙΛΛΕΡ ΒΑΝ ΝΤΕ ΜΠΡΟΥΚ

«Σημάδια της ευγένειας: ποτέ να μη διανοούμαστε να υποβαθμίζουμε τα καθήκοντά μας σε καθήκοντα για τον καθένα΄ να μη θέλουμε να αποποιούμαστε ή να μοιραζόμαστε τις ευθύνες μας΄ να κατατάσσουμε τα προνόμιά μας και την άσκησή τους στα καθήκοντά μας».
ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ: «ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ» (Ένατο μέρος: Τι είναι ευγενές;)

Η δημοκρατία δέχθηκε ανελέητη κριτική από τα πιο γοητευτικά κι ενδιαφέροντα πνεύματα, τους ριζοσπάστες τόσο της λεγόμενης Δεξιάς (Ιούλιος Έβολα, «το ανώτερο δεν προέρχεται από το κατώτερο» και «η ποιότητα δεν προκύπτει από την ποσότητα»), όσο και της λεγόμενης Αριστεράς (στους τελευταίους συγκαταλέγω τον Προυντόν και, κυρίως, τους εκπροσώπους της γαλλικής επαναστατικής συνδικαλιστικής σκέψης της περιόδου 1896-1914 με κορυφαίο τον Ζωρζ Σορέλ και τα μνημειώδη έργα του, «Σκέψεις πάνω στη Βία» και «Οι Ψευδαισθήσεις της Προόδου»). Από διαφορετική αφετηρία εκκινούντες, τόσο οι μεν όσο και οι δε, κατέληξαν στα ίδια, λίγο πολύ, συμπεράσματα: δημοκρατία είναι η βασιλεία της ποσότητας πάνω στην ποιότητα, ο καταθλιπτικός «νόμος του αριθμού» που πνίγει τις εξαιρέσεις, τον ήρωα, τον ασκητή, τον αληθινό αριστοκράτη (στη σκέψη της Δεξιάς) ή τον επαναστάτη (στη σκέψη της Αριστεράς), το αγελαίο πλήθος, αιώνιο θύμα των δημαγωγών, η μετριοκρατία, η χρησιμοθηρική, ωφελιμιστική λογική του κυβερνώμενου που νομιμοποιεί κυβερνώντες, που με τη σειρά τους διαχειρίζονται τους εντολείς τους, όπως ο ταχυδακτυλουργός και ο μάγος του τσίρκου τους θεατές του.

Οι υπερασπιστές της δημοκρατίας από την πλευρά τους προβάλλουν, συνήθως, επιχειρήματα όχι ιδιαίτερα πειστικά : ναι μεν, η δημοκρατία έχει τις υπερβολές και τις ατέλειές της αλλά παραμένει το «καλύτερο από τα χειρότερα πολιτεύματα» (ο «κλασικός» ορισμός του Γουΐνστον Τσώρτσιλ) και, σε κάθε περίπτωση, είναι η εγγύηση για τις ατομικές ελευθερίες μας κι ασπίδα απέναντι στον δεσποτισμό. Μόνο που ο δεσποτισμός μπορεί κάλλιστα να χαρακτηρίζει και ένα δημοκρατικά νομιμοποιημένο (με εκλογές) καθεστώς, η περίπτωση της σημερινής – και όχι μόνο – Τουρκίας αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά πέραν των χωρών που ως όχι πλήρως δυτικές, παρουσιάζουν δημοκρατικό έλλειμμα ως προς «το κράτος δικαίου», βλέπουμε τι συμβαίνει και στην Εσπερία, πιο συγκεκριμένα στην «ορθόδοξα δημοκρατική» Ευρωπαϊκή Ένωση: στη Ρουμανία, στη Γαλλία, όπου οι επικρατέστεροι, μη αρεστοί στις υπάρχουσες ελίτ υποψήφιοι, αποκλείονται με συνοπτικές διαδικασίες, στη Γερμανία όπου το δεύτερο σε εκλογική δύναμη και σύμφωνα με δημοσκοπήσεις σήμερα πρώτο κόμμα, γίνεται προσπάθεια να βγει εκτός παιχνιδιού ως «εξτρεμιστικό». Η αστική δημοκρατία εξελίσσεται σε μια «μετα-δημοκρατία» που δεν έχει κανένα πρόβλημα, όταν η αμφισβήτηση των ελίτ της το επιτάσσει, να αυτοπροστατευτεί με όρους «Δημοκρατορίας», δηλαδή με φέροντα δημοκρατικό επίχρισμα αυταρχισμό. Ως προς τις ατομικές ελευθερίες μας ο χειρισμός της πρόσφατης πανδημίας δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για να καταλάβουμε πόσο εύκολα μπορούν να περιοριστούν ή και να αναιρεθούν.

Άλλωστε, οι επαναστάσεις (αμερικανική, γαλλική) που δημιούργησαν την αστική δημοκρατία τη θεμελιωμένη στον «Διαφωτισμό» και ως υπαρκτικό λόγο αναφοράς είχαν «τα αναπαλλοτρίωτα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου» (όπως ο εθνικοσοσιαλισμός τη Φυλή, ο φασισμός το Κράτος, ο κομμουνισμός την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης), δε δίστασαν να δράσουν κατά παράβαση του αξιακού – και όχι απλά ιδεολογικού- θεμελίου τους ΄ τα «αναπαλλοτρίωτα φυσικά δικαιώματα» δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν στην περίοδο της Τρομοκρατίας ούτε στη γενοκτονία του λαού της Βανδέας στην περίπτωση της γαλλικής επανάστασης, η δε αμερικανική μπορεί να μην κατέφυγε στην Τρομοκρατία, διότι πολύ απλά δεν υπήρχε μια γηγενής αριστοκρατία προς εξάλειψη, αλλά ούτε στην περίπτωσή της τα «αναπαλλοτρίωτα φυσικά δικαιώματα» λειτούργησαν ανασταλτικά ως προς τη διάπραξη της γενοκτονίας των ιθαγενών Αμερικανών.

Ο ορισμός, επίσης, του Τσώρτσιλ δεν μάς – δεν πρέπει να μάς- ικανοποιεί: Ως πολίτες έχουμε την αξίωση να ζήσουμε στο καλύτερο δυνατό πολίτευμα και να μην αρκούμαστε στο «καλύτερο από τα χειρότερα»- «το λιγότερο κακό» δεν είναι το δικό μας ζητούμενο.

Ο Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος Αλαίν ντε Μπενουά, που υπερασπίζεται τη δημοκρατία, δίνοντάς της όμως ένα τελείως διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο της αστικής, απαντώντας στην αντιδημοκρατική – εν πολλοίς σωστή -κριτική έθεσε τα πράγματα σε άλλη βάση: παρατηρεί ότι μεγάλο μέρος της κριτικής απέναντι στη δημοκρατία μπορεί να διατυπωθεί και για άλλα καθεστώτα: διότι όλα τα καθεστώτα, δημοκρατικά και μη, στηρίζονται «σε μόνιμα γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης», δηλ. της πτωτικής φύσης του ανθρώπου που δικαιολογεί και την , ως προς την αφελή αισιοδοξία για συνεχή «πρόοδο» του Διαφωτισμού, απαισιοδοξία του Συντηρητισμού – του αληθινού Συντηρητισμού, εννοείται, όχι του εργαλειοποιημένου από τον φιλελευθερισμό, όπως συμβαίνει στο Θατσερικό υπόδειγμα. Με δεδομένη την ανθρώπινη φύση, το ερώτημα δεν είναι αν η εύκολη λύση είναι αντιδημοκρατική, αλλά το εάν η αστική δημοκρατία, η θεραπαινίδα του φιλελευθερισμού, είναι η μόνη δυνατή μορφή δημοκρατίας.

Μια ακόμα αντιδημοκρατική στον πυρήνα της κριτική – τελευταία όμως προβάλλεται και από εκπροσώπους των συστημικών «δημοκρατικών» κομμάτων, που ομνύουν στη «λαϊκή κυριαρχία», αλλά χαρακτηρίζουν ως «λαϊκισμό» ό,τι δεν βολεύει το δικό τους αφήγημα- είναι η επίκληση της «αρμοδιότητας».

Οι πολλοί που ψηφίζουν «δεν γνωρίζουν» και αναδεικνύουν πολιτικούς που, επίσης, «δεν γνωρίζουν». Δεν είναι «τεχνικά καταρτισμένοι», επομένως πως μπορούν να έχουν θέση (οι ψηφοφόροι) και πως μπορούν αποτελεσματικά να κυβερνήσουν (οι πολιτικοί); Πρέπει με τις όποιες πολιτικές διαδικασίες να αναδεικνύονται οι «γνώστες», δηλ. οι «ειδικοί» και για να μιλάμε πιο συγκεκριμένα, οι τεχνοκράτες. Πρόκειται για θέση που είναι και φαιδρή και επικίνδυνη ,διότι η λογική της κατάληξη οδηγεί στην πιο απεχθή μορφή αυταρχικής διακυβέρνησης : στη τεχνοφεουδαρχία.

Το πρόβλημα είναι ότι αγνοείται η φύση της πολιτικής και, βεβαίως, του πολιτικού υποκειμένου, κοινός τόπος τόσο των αστοδημοκρατών όσο και των σύγχρονων αντιδημοκρατών, που, προφανώς, δεν έχουν το βάθος σκέψης ενός, ας πούμε, Έβολα ή Μωράς: Πολιτική, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, σημαίνει η από την πλευρά του πολίτη ένταξη και συμμετοχή σε μια πολιτική κοινότητα, προϋπόθεση της οποίας είναι ένας λαός και όχι πληθυσμός, ούτε οι «μάζες», ούτε τα παγκοσμιοποιημένα «πλήθη» του Νέγκρι («Αυτοκρατορία»), με ταυτότητα και αίσθηση πεπρωμένου («Δημοκρατία είναι η συμμετοχή ενός λαού στο πεπρωμένο του») και από την πλευρά του πολιτικού δεν είναι τόσο η «γνώση», αλλά η ικανότητα να δίνει κατευθύνσεις και να παίρνει αποφάσεις. Ο αληθινός πολιτικός, ως παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε τον Στρατηγό Ντε Γκωλ, δίνει μια κατεύθυνση ιδιαίτερα σε καιρούς συλλογικής απελπισίας, ανοίγει μονοπάτια σε τόπους φαινομενικά αδιάβατους, καθορίζει τους στόχους, αποφασίζει! «Δεν είναι ένας γνώστης, είναι ένας αποφασίζων» (Αλαίν ντε Μπενουά). Να, που το βουλησιοκρατικό στοιχείο είναι συνυφασμένο με την πολιτική λειτουργία. Οι «ειδικοί», «οι αρμόδιοι», οι τεχνοκράτες που τον περιβάλλουν, θα προσφέρουν απλά τα μέσα για την επίτευξη- όχι τον καθορισμό- των στόχων, την υλοποίηση της ήδη ειλημμένης απόφασης. « “Αναρμόδιος” δημόσιος άνδρας δεν είναι εκείνος που έχει λιγοστή γνώση, αλλά εκείνος που δεν ξέρει να διαμορφώσει μια πολιτική», παρατηρεί ο Αλαίν ντε Μπενουά στην “Υπεράσπιση της δημοκρατίας” και συνεχίζει: «…Από τον λειτουργικό ρόλο των ειδικών οδηγούμεθα έτσι γρήγορα να νομιμοποιούμε μια τεχνοκρατία. Με το πρόσχημα ότι η αυξανόμενη περιπλοκότητα των δημοσίων υποθέσεων θέτει τους πολιτικούς σε αναγκαία εξάρτηση από “εκείνους που ξέρουν”, ο λαός βλέπει να του αφαιρούν την κυριαρχία του, ενώ ταυτοχρόνως η ίδια η έννοια της πολιτικής εξανεμίζεται σαν καπνός…»

«Η έννοια της πολιτικής εξανεμίζεται σαν καπνός…», η πολιτική προ πολλού έχει χάσει όχι μόνο την αυτονομία και την απαραίτητη πρωτοκαθεδρία , αλλά και την ουσία της, το περιεχόμενό της γίνεται πλέον αντιληπτό ως δάνειο από άλλες, υποδεέστερες λειτουργίες: την αναδυόμενη τεχνοφεουδαρχία, την πολυδιαφημιζόμενη «κοινωνία των πολιτών» των δίχως συλλογική αναφορά και ουσιαστικές εντάξεις ατόμων, την οικονομία που αποτελεί διαχρονικό γνώρισμα του αστισμού ήδη από τις απαρχές της νεωτερικότητας, πριν ακόμα φθάσουμε στα υβρίδια του μεταμοντερνισμού και στα «αυτονόητα» της μετανεωτερικότητας.

Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: η πολιτική προηγείται της οικονομίας και την καθορίζει ή το αντίστροφο ; Στις αστικές δημοκρατίες μας ισχύει το αντίστροφο, στις όποιες και ανταγωνιστικές μεταξύ τους ιδεολογίες της νεωτερικότητας, επίσης. Είναι γνωστό το σχήμα του μαρξισμού περί «βάσης – εποικοδομήματος» (σε μας η πολιτική είναι η βάση και η οικονομία μέρος, οπωσδήποτε σημαντικό, αλλά μέρος του εποικοδομήματος), είναι γνωστή και η πρωτοκαθεδρία που η φιλελεύθερη δημοκρατία δίνει στο δίχως εντάξεις άτομο, που είναι το αντίθετο του πολίτη, και στο επιχειρείν. Στην αστοδημοκρατική αντίληψη ο επιχειρηματίας δεν είναι απλά απαραίτητος στην παραγωγική διαδικασία, αλλά το κατ’ εξοχήν δρων κοινωνικό υποκείμενο, που με την όλη δράση του διαμορφώνει τόσο το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, όσο και την κοινωνική ηθική (ο προτεσταντισμός και ιδιαίτερα η καλβινική εκδοχή του είναι η φυσική θρησκεία του καπιταλισμού) αλλά και το συλλογικό φαντασιακό (δεν είναι τυχαίο ότι οι διαφήμιση απευθύνεται στον βρεφοποιημένο «πολίτη»). Σε μια οργανική αντίληψη – τη δική μας αντίληψη- το επιχειρείν και, γενικότερα, η οικονομία είναι το στομάχι του συλλογικού οργανισμού. Ποιος μπορεί να υποβαθμίσει τη σημασία του στομαχιού; Αλλά είναι το στομάχι, όχι ο εγκέφαλος και -πολύ περισσότερο- η καρδιά του. Στην αστική δημοκρατία, αντιθέτως, το στομάχι παίρνει τα ηνία.

Το επιχειρείν όχι απλά αυτονομείται από την πολιτική και αποκτά την πρωτοκαθεδρία, θέτει τους στόχους και καθορίζει το πλαίσιο, αλλά καθίσταται και η κυρίαρχη αξία και ως εκ τούτου δημιουργός περαιτέρω «αληθειών». Η πολιτική γίνεται αντιληπτή με όρους επιχείρησης, δανείζεται το περιεχόμενό της από την , αυτονομημένη και σε επίπεδο αξίας, πλέον, οικονομική σφαίρα («Τι άλλο είναι οι πολιτικοί παρά μάνατζερς ;»). Η εμπορική λογική διαχέεται παντού, διαποτίζει τα πάντα, νοηματοδοτεί όχι μόνον την παραγωγική διαδικασία και τον τρόπο που γίνονται οι συναλλαγές αλλά, δίνει επίσης περιεχόμενο στον τρόπο που συνάπτονται οι διαπροσωπικές επαφές και σχέσεις, στη φιλοσοφία της διακυβέρνησης (ο Καρλ Μαρξ χρησιμοποίησε τους πετυχημένους όρους «πραγμοποίηση» και «φετιχισμός του εμπορεύματος»). Όπως προσφυώς επισημαίνει ο Αδριανός Εριγκέλ στο «Κόκκινοι ή νεοφιλελεύθεροι; Η αποδόμηση της μεταμοντέρνας Αριστεράς», ο εξατομικευμένος άνθρωπος της μετανεωτερικότητας αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό του ως «αυτορρυθμιζόμενη επιχείρηση». Έχει προ πολλού περάσει η εποχή που μιλούσαμε για «οικονομία της αγοράς», η πραγματικότητα που βιώνουμε είναι η «πολιτική κοινωνία της αγοράς». «Η σύγχρονη δημοκρατία συνδέεται άρρηκτα με τη νεωτερικότητα, αλλά μονάχα μέσω του δεσμού της με τον φιλελευθερισμό, ο οποίος τείνει να την υπονομεύει. Η βαθύτερη αιτία της κρίσης είναι η αφύσικη συμμαχία της δημοκρατίας με τον φιλελευθερισμό… Στη φιλελεύθερη κοινωνία η πολιτική κοινότητα, παύοντας να κυβερνά, “γίνεται”, υπό μια αυστηρή έννοια, μια πολιτική κοινωνία της αγοράς. Αυτό δεν σημαίνει μια κοινωνία όπου οι οικονομικές αγορές υπερισχύουν των πολιτικών επιλογών (ή μόνο αυτό, δική μου υποσημείωση), αλλά μια κοινωνία στην οποία η ίδια η πολιτική λειτουργία δανείζεται από την οικονομία το γενικό μοντέλο της αγοράς , κατά τέτοιον τρόπο ώστε η συνολική της μορφή εμφανίζεται ως αποτέλεσμα πρωτοβουλιών και αντιδράσεων διαφόρων δρώντων, μέσα σε μια διαδικασία αυτορρυθμιζόμενης συσσώρευσης. Ακολουθεί μια μεταμόρφωση στη λειτουργία της κυβέρνησης: είναι εκεί μόνον για να παρακολουθεί την τήρηση των κανόνων του παιχνιδιού και να εγγυάται την επιτυχή συνέχιση της διαδικασίας. Η κυβέρνηση από ανθρώπους μετατρέπεται σε διοικητική διαχείριση… Αυτός ο θρίαμβος της οικονομίας επί της πολιτικής ερμηνεύεται από τους φιλελεύθερους ως νίκη της ελευθερίας, ενώ, στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με την αποστέρηση του εαυτού, επειδή μεταφράζεται ως ανικανότητα των συλλογικοτήτων να αναλάβουν τον έλεγχο της ζωής τους…» (Αλαίν ντε Μπενουά, «Η σημερινή κρίση της δημοκρατίας», από το βιβλίο του «Για τη δημοκρατία των πολιτών»). Πρόκειται για την απόλυτη επικράτηση της αντιπολιτικής επανάστασης του οικονομισμού.

Σ’ αυτό που μάθαμε ν’ αποκαλούμε «δημοκρατία», η πολιτική εξουσία, φορέας της οποίας (πρέπει να) είναι μόνο το πολιτικό Κράτος, το θεμελιωμένο στην ένταξη και συμμετοχή των πολιτών του, που λειτουργεί ως η θεσμική έκφραση του έθνους και το υπηρετεί (άλλο είναι το «έθνος- κράτος» και άλλο το «εθνικό κράτος»), και που στην κορυφή του βρίσκεται μια ελίτ άξια του ονόματός της, η «μετ’ ευβουλίας πλήθους αριστοκρατία»(Πλάτων), η αριστοκρατία με την επιδοκιμασία του λαού ως «αριστοδημοκρατία» – όπως θα δούμε στη συνέχεια-, αφαιρείται από αυτό και δίδεται «αλλού»: στην «κοινωνία των πολιτών» που είναι τόσο ασαφής και ρευστή όσο βολεύει τους «διαμορφωτές γνώμης», στα αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα, στους «ειδικούς». Το Κράτος χάνει την (πολιτική) ουσία του και γίνεται ένας βολικός νυχτοφύλακας και λέω «βολικός» διότι ούτε καν την ασφάλεια των πολιτών του είναι σε θέσει να προστατεύσει αποτελεσματικά παρά μόνο τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, επικαλείται «γενικές αρχές» που όσο εύκολα διακηρύσσονται το ίδιο εύκολα αποσιωπώνται ή σιωπηρά ανατρέπονται, διότι είναι κενές ουσιαστικού περιεχομένου, μετατρέπεται σε διαχειριστή, τοποτηρητή ή διαιτητή συμφερόντων.
Η πλήρης επικράτηση της αντιπολιτικής επανάστασης του οικονομισμού δεν είναι παρά παράγωγο της ευρύτερης κοσμοθεωρίας του φιλελευθερισμού: στο κέντρο του δεν βρίσκεται ο πολίτης αλλά το δίχως εντάξεις πλήρως αυτονομημένο άτομο, αυτονομημένο από κάθε συλλογικό προσδιορισμό- αυτό το άτομο είναι το αντίθετο του πολίτη που προϋποθέτει ακριβώς μια οργανική ένταξη στη συλλογική ύπαρξη του λαού, νοούμενη ως εθνο-ιστορική ενότητα που ολοκληρώνεται σε μια πολιτική κοινότητα, σύμφωνα με την αριστοτελική πολιτική θέση ότι «ο άνθρωπος είναι ζώο κοινωνικό» – συνεπώς και πολιτικό. Δημοκρατία και φιλελευθερισμός όχι μόνο δεν είναι συνώνυμα – όπως μας έχουν μάθει να πιστεύουμε- αλλά συνιστούν αντίθετες και ανταγωνιστικές μεταξύ τους έννοιες.

Το δίχως εντάξεις πλήρως «αυτονομημένο» άτομο, ο θεμέλιος λίθος του φιλελευθερισμού – που στους μεταμοντέρνους καιρούς μας φτάνει σε… άλλες διαστάσεις- δεν θωρεί καθόλου αυτονόητη την ένταξη και συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες της κοινότητας και κατ’ επέκταση της Πολιτείας του, παρά μόνον όταν διακυβεύονται τα «συμφέροντά» του, όπως το ίδιο τα εννοεί, δηλαδή με όρους ιδιοτελείς. Στη δημοκρατική αντίληψη όμως, και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι στην ελληνική δημοκρατική αντίληψη όπως τη βλέπουμε στον «Επιτάφιο» του Θουκυδίδη, ένας τέτοιος τύπος ανθρώπου δεν αντιμετωπίζεται καν ως πολίτης, αλλά χαρακτηρίζεται «αχρείος», δηλ. άχρηστος.

«Αχρείος» αλλά και ηλίθιος ως «ιδιώτης». Οι σύγχρονες δημοκρατίες δεν έχουν την πηγή τους στην ελληνική αντίληψη –όπως τους αρέσει να βαυκαλίζονται- αλλά στον ορθολογισμό του «Διαφωτισμού», στον ατομικισμό και στο προτεσταντικό αγγλοσαξωνικό πνεύμα. Ο «δικαιωματισμός» – φυσική συνέχεια των «αναπαλλοτρίωτων φυσικών δικαιωμάτων του ατόμου» (αλλά όχι του πολίτη, όπως καταλαβαίνουμε), που βρίσκεται σήμερα στην ημερήσια διάταξη δηλαδή τα δικαιώματα που δεν θεμελιώνονται σε αντίστοιχες υποχρεώσεις (πχ. στην ελληνική δημοκρατία δρων υποκείμενο ήταν ο «πολίτης-οπλίτης», η πολιτική συμμετοχή θεμελιωνόταν στην αυτονόητη υποχρέωση υπεράσπισης της πόλεως), χαρακτηρίζουν το ανώριμο πολιτικά άτομο του παιδικού εγωισμού, τύπου «θέλω επειδή θέλω» και ο ανώριμος που απλά «θέλει», στηρίζει μια χαρά το καταναλωτικό υπόδειγμα του καπιταλισμού. «Σ’ αυτές τις δημοκρατίες , ο “πολίτης” δεν είναι καθόλου εκείνος που βιώνει, επειδή ανήκει στον λαό, μια ιστορία κι ένα πεπρωμένο, αλλά ένα ον αφηρημένο, διαχρονικό, γενικό, κάτοχος έξω από κάθε ένταξή του, των “δικαιωμάτων του ανθρώπου” που κηρύχθηκαν αναπαλλοτρίωτα. Ο άνθρωπος, οριζόμενος αποκλειστικώς από την ικανότητά του να δοκιμάζει ευχαρίστηση και πόνο, είναι μόνον “αυτό που συνθέτει τον πληθυσμό”, όπως το θέτει ο Πωλ Βεΰν (ο οποίος προσθέτει ψυχρά : “Με την ίδια έννοια που οι στατιστικοί μιλούν για έναν πληθυσμό μικροβίων ή ακόμη και για έναν πληθυσμό δέντρων”). Το πρόσωπο συρρικνώνεται στη ναρκισσιστική υποκειμενικότητα και επάνω στη βάση μιας ισότητας που απορρέει από αρχές. Η έννοια του λαού παραχωρεί τη θέση της στην πιο ρευστή, της “κοινωνίας”. Ένας φιλελεύθερος συγγραφέας σαν τον Τζοβάνι Σαρτόρι μπορεί τότε να βεβαιώσει ότι η “δημοκρατία είναι για την πολιτική ό,τι το σύστημα της αγοράς για την οικονομία”…» (Αλαίν ντε Μπενουά, «Υπεράσπιση της δημοκρατίας».

Θεμέλιο της αληθινής δημοκρατίας είναι, το επαναλαμβάνουμε, ο λαός με ταυτοτικά χρακτηριστικά, που κατοικεί στη «γη των πατέρων» (αυτό σημαίνει, άλλωστε, «πατρίδα», αλλιώς μιλάμε για «χώρα» που εύκολα γίνεται απλά «χώρος», στον οποίο χωράνε πολλοί και διάφοροι) και την υπερασπίζεται, με συνείδηση ιστορικότητας και αίσθηση κοινού πεπρωμένου. Ο πολίτης είναι οργανικά ενταγμένος στον λαό και στην πατρίδα (ως «πολίτης-οπλίτης») και αυτή η ένταξη νοηματοδοτεί τη «συμμετοχή στα κοινά», παρέχει την ιδιότητα του πολίτη και, βεβαίως, εγγυάται την αυτονόητη ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων. Η ένταξη δίνει και το ανάλογο πολιτικό περιεχόμενο στην ελευθερία. Στην ελευθερία ως συμμετοχή, όχι ως απόσχιση, όχι ως ιδιωτεία. Η ελευθερία δεν νομιμοποιεί την «αυτονομία» του δίχως εντάξεις ατόμου, αλλά επικυρώνει τη συμμετοχή του πολίτη σε μια ήδη υπάρχουσα κοινοτική πραγματικότητα, την ικανότητα να συμμετέχει στις συνελεύσεις, να εκλέγει και να εκλέγεται, να συνδιαμορφώνει με τους συμπολίτες του το κοινωνικό γίγνεσθαι. Τα ατομικά δικαιώματα (όχι τα εργαλειοποιημένα από τον «δικαιωματισμό») δεν υποβαθμίζονται, αλλά η ένταξη και η συμμετοχή δεν περιορίζονται στην άσκησή τους, όπως δεν εξαντλούνται και στην ικανοποίηση υπαρκτών ή κατασκευασμένων συμφερόντων, όπως «αυτονόητα» ισχύει σήμερα σε δυτικές και εκδυτικισμένες «δημοκρατίες». Πρόκειται για την πλήρη ελευθερία, τη μεστή πολιτικού περιεχομένου. «Η ελευθερία δεν νομιμοποιεί την απόσχιση, αλλά δικαιώνει το αντίθετό της : τον δεσμό που συνδέει το άτομο με την πόλη. Δεν πρόκειται για μια ελευθερία – αυτονομία, αλλά για μια ελευθερία-συμμετοχή. Δεν επεκτείνεται πέρα από την κοινότητα, αλλά ασκείται στο πλαίσιο της πόλεως. Η ελευθερία περνά από την εξάρτηση. Η “ελευθερία” ενός ατόμου χωρίς εξαρτήσεις , ενός ανέντακτου ατόμου, είναι ολοκληρωτικά στερημένη νοήματος» (Αλαίν ντε Μπενουά, « Οι παλαιοί και οι σύγχρονοι»). Η συνδεδεμένη με τη δημοκρατία ελευθερία είναι πρώτα απ’ όλα η ελευθερία της πόλεως, από την οποία προκύπτει και η ελευθερία των πολιτών. Σύμφωνα με την ελληνική (αριστοτελική) πολιτική θέση ο «άνθρωπος είναι ζώο κοινωνικό, αυτός που ζει μόνος του (το αυτονομημένο χωρίς εξαρτήσεις άτομο) είναι ή θεός ή θηρίο». Οι πολίτες είναι ελεύθεροι στον βαθμό που η πόλη τους είναι ελεύθερη. Όπως το πολιτικό προηγείται του οικονομικού και το καθορίζει, έτσι και το συλλογικό προηγείται του ατομικού και το προσδιορίζει.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να καταλάβουμε ότι το προτεσταντικό αγγλοσαξωνικό πνεύμα βρίσκεται στον αντίποδα της ελληνικής θεώρησης. Η μακαρίτισσα Μάργκαρετ Θάτσερ (πρότυπο για πολλούς δικούς μας εθνικοσυντηρητικούς, όπως υπάρχουν οι σοσιαλφιλελεύθεροι, υπάρχουν και οι εθνικοσυντηρητικοί που είναι και εθνικοφιλελεύθεροι) διατύπωσε ως θέση τον σε όλους γνωστό αφορισμό : «Δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνον άτομα και οικογένειες». Βέβαια, αν ισχύει αυτό, τότε γιατί στο καλό να πάω να σκοτωθώ για τα… Φώκλαντς που βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου και δεν αφορούν ούτε το άτομο ούτε την οικογένειά μου (άλλο αν επίκειται εισβολή στη Βρετανία, αλλά και πάλι αυτή με αφορά μόνο ως προς την ασφάλεια της οικογένειάς μου); Οι αντιφάσεις του εθνικοσυντηρητισμού, του εθνικοφιλελευθερισμού, όπως θέλετε πείτε τον.

Θεμέλιο ο λαός, το επαναλαμβάνουμε, αλλά πως μπορούμε να μην αναρωτηθούμε ότι και η ίδια η έννοια του λαού καθίσταται σήμερα προβληματική ; – και «τι σημαίνει “δημοκρατία”- διερωτήθηκε ο αείμνηστος Γκιγιώμ Φάϊγ – όταν η ύπαρξη ενός “λαού” γίνεται προβληματική;»

Όταν η πατρίδα μετατρέπεται σε χώρο, όταν η οργανική συλλογική κοινότητα διασπάται σε επιμέρους «συλλογικότητες», μεταναστευτικές, φύλου και …πολιτισμικών «φυλών»; «Τι σημαίνει παραχώρηση της εξουσίας στον λαό όταν αυτός δεν είναι πλέον μια οντότητα ικανή να εκφράσει, αφού η έλλειψη της ομοιογένειάς του πολιτιστικής και ιστορικής έχει εκμηδενίσει μια αυθεντική “γενική θέληση”. Οι δυτικές κοινωνίες, αφού κατάντησαν συγκολλήματα καταναλωτών, κοινωνίες πολυφυλετικές όπου η γενική συγκατάθεση δεν είναι πλέον ενεργητική, πνευματική, κοινοτική, αλλά παθητική, μηχανική, γεννημένη από τον εγωισμό του κοινωνικο-οικονομικού συμφέροντος, χάνουν αυτό που αποτελούσε την ουσία ενός λαού… Από τη στιγμή που ο λαός παραμερίζεται, ο πολίτης πέφτει και αυτός στην παγίδα. Το τέλος της ιδιότητας του πολίτη είναι λοιπόν το αποτέλεσμα του τέλους του πολιτικού Κράτους- δηλ “της εξουσίας του λαού ως οργανικού συνόλου πολιτών” – με άλλα λόγια η εξουσία του σώματος των πολιτών συμφώνως προς τη ελληνική παράδοση είναι τελείως αδύνατη εφ’ όσον η ιδιότητα του πολίτη στη βάση της εντάξεως σε μια κοινότητα έχει εντελώς υποβαθμιστεί και ο homo consumans έχει αντικαταστήσει τον homo politicus».

Ο μεγάλος Γάλλος διανοούμενος, συγγραφέας πολλών βιβλίων και κειμένων, σημαντικότερο ίσως των οποίων ο «Αρχαιοφουτουρισμός»- ελπίζουμε να εκδοθεί στα ελληνικά- που μας άφησε σχετικά πρόσφατα (Guillaume Faye, 7 Νοεμβρίου 1949- 7 Μαρτίου 2019) στο ίδιο κείμενό του («Μπορεί να είναι κανείς ακόμη δημοκράτης;») δεν παραλείπει να διευκρινίσει ότι «Ασφαλώς αυτός (ο λαός) δεν εξαφανίζεται, παραμένει πάντοτε κυριολεκτικώς παλινορθώσιμος, όχι όμως μέσα στην παρούσα ιδεολογική και κοινωνική ατμόσφαιρα».

Στην παρούσα ατμόσφαιρα, «Ο πραγματικός λαός είναι σκοτεινός, σε εξορία. Έχει τα δικά του δίκτυα, τη δική του ζωή…» Αποσύρεται στο παρασκήνιο, δεν περιμένει τίποτα «από τις πολιτικές “ελίτ”, από τις διαφημίσεις τους, από τις υποσχέσεις τους, αλλά μόνο από τον ίδιο, από αυτή τη διαρκή αυτό- αναγέννηση της “κοινότητας» του λαού”…» και είτε απέχει είτε ψηφίζει, δεν ασκεί την κυριαρχία του, «παρά μόνον όταν αυτό αξίζει τον κόπο, μόνο όταν η ιστορία συνενώνει και η θύελλα είναι ο αρχηγός…». Ως τέτοια περίπτωση ο Φαϊγ θεωρεί τον Στρατηγό Σαρλ Ντε Γκωλ που ήθελε «να παντρευτεί τη Γαλλία», τον πολιτικό ήρωα για τον οποίο «ο πραγματικός κυρίαρχος ήταν η Γαλλία, οντότητα ιερή που εξέφραζε τον λαό και ταυτόχρονα του έδινε μεταφυσική διάσταση».

Ο πραγματικός λαός είναι, λοιπόν, σε εξορία μέχρι να εκφραστεί από ένα πολιτικό σχήμα που βέβαια θα χαρακτηριστεί από τις ποικιλώνυμες ψευδοελίτ, «λαϊκιστικό».

Ο λαός, αποκομμένος από τις υπάρχουσες «ελίτ», αναζητά μια αληθινή πολιτική ηγεσία αλλά μια αυθεντική πνευματική αριστοκρατία, που να εμπνέει και την πολιτική, μια πνευματική και πολιτική ελίτ άξια του ονόματός της που να δίνει κατευθύνσεις, ν’ ανοίγει δρόμους ,στην οποία ο λαός διαπιστώνει την έκφραση της «γενικής βούλησης» και βλέπει τον καλύτερο δυνατό εαυτό του. «Ψευδώς τοποθετημένες αντιμέτωπες, δημοκρατία και αριστοκρατία, αλληλοσυμπληρώνονται και σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζονται. Η δημοκρατία, με την ευρωπαϊκή της έννοια, προϋποθέτει τις αριστοκρατικές αρετές: θάρρος των αρχόντων που οφείλουν να τολμούν αντιδημοφιλία, ανιδιοτελής πατριωτισμός από την πλευρά των πολιτών οι οποίοι οφείλουν να υποκλίνονται στο συμφέρον της κοινότητας, ν’ αφοσιώνονται στο “δημόσιο πράγμα” περισσότερο απ’ όσο στα “δικαιώματά” τους, να τοποθετούν τα καθήκοντά τους πριν από την καλοπέρασή τους… Ασφαλώς το πολιτικό κράτος, η αντιπροσωπεύουσα επίλεκτη ομάδα (ελίτ), ο Ηγεμόνας είναι αναγκαίοι σαν ο δεύτερος όρος μιας αλχημικής εξισώσεως ανάμεσα στον λαό που βασιλεύει και στην αριστοκρατία που κυβερνά. Η τελευταία, αν είναι αυθεντικώς “αριστοκρατική”, θα είναι εξ’ αυτού αυθεντικώς δημοκρατική – αφού ξεπροβάλλει σαν ουσία του λαού… Από τη στιγμή που η ελίτ είναι ενάρετη (διαθέτει την ελληνική αρετή) με άλλους λόγους από τη στιγμή που είναι μια αριστοκρατία η οποία εκδηλώνει ταυτοχρόνως τις καλύτερες ιδιότητες που ενυπάρχουν στον λαό και τη θέληση να εξυπηρετήσει τα ιστορικά συμφέροντά του, η δημοκρατία είναι εξασφαλισμένη» (Γκιγιώμ Φάϊγ, ο.π). Η αριστοδημοκρατία, ως αλχημική ένωση ηγεσίας και λαού, παραπέμπει στην απολλώνια- διονυσιακή δυάδα του ελληνικού πολιτισμού.

Η δημοκρατία δεν προσδιορίζεται από ποσοτική αντίληψη, από τη «δικτατορία των αριθμών» που χαρακτηρίζει τις φιλελεύθερες δημοκρατίες , νοητές ως «αιρετές πολυαρχίες», ούτε από έναν εξισωτισμό που θεμελιώνεται στις «γενικές αρχές φυσικού δικαίου». Η φιλοσοφία της είναι «ολιστική», ο λαός, επειδή ακριβώς είναι λαός και όχι πληθυσμός, κατέχει πολιτικά προνόμια. Οι πολίτες είναι ίσοι, όχι ως συνέπεια μιας «φυσικής ισότητας», φορείς των «αναπαλλοτρίωτων φυσικών δικαιωμάτων», αλλά ακριβώς επειδή είναι πολίτες, μέλη της ίδιας εθνικής- λαϊκής πολιτικής κοινότητας. « Ο σκοπός της αρχής της πλειοψηφίας δεν είναι να ορίζει την αλήθεια, αλλά είναι απλώς η επιλογή μεταξύ διαφορετικών εναλλακτικών δυνατοτήτων. Η δημοκρατία δεν έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα της ισχυρής εξουσίας, όπως δεν έρχεται σε αντίθεση με τις έννοιες του κύρους, της επιλογής ή της ελίτ» (Αλαίν ντε Μπενουά, «Δέκα θέσεις για τη δημοκρατία», θέση 3). Δεν λειτουργεί διασπαστικά ως προς την οργανική συλλογική πραγματικότητα. Ο θεμιτός πλουραλισμός, συνεπώς και πολυκομματισμός, εδράζεται στο κοινό αξιακό σύστημα που χαρακτηρίζει έναν ζωντανό λαό, στην ίδια την πραγματικότητά του, γι’ αυτό δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ότι άλλο λαός[1], που είναι ένα ποιοτικό μέγεθος και άλλο πληθυσμός που είναι καθαρά ποσοτικό μέγεθος, συνεπώς εύκολα διαχειρίσιμο από επαγγελματίες πολιτικούς, «ειδικούς», «διαμορφωτές γνώμης», αλλά και ξένους, εχθρικούς παράγοντες. Η μετατροπή του λαού σε πληθυσμό που ως τέτοιος στερείται την απαραίτητη «γενική βούληση» και της πατρίδας σε «χώρα» κι εν συνεχεία «χώρο», πρέπει να θεωρηθεί ως απειλή για την ίδια τη δημοκρατία. «Δεν πρέπει να συγχέουμε τον πλουραλισμό των απόψεων, ο οποίος είναι θεμιτός, με τον πλουραλισμό των αξιών, ο οποίος αποδεικνύεται ασυμβίβαστος με την ίδια την έννοια του λαού. Ο πλουραλισμός βρίσκει το όριό του στην υποταγή στο κοινό καλό». (Αλαίν ντε Μπενουά, ο.π, θέση 7).

Η «οργανική δημοκρατία» είναι γνωστή και ως «συμμετοχική δημοκρατία» ή «ενσαρκωμένη δημοκρατία». Η λέξη κλειδί είναι η συμμετοχή. Περιλαμβάνει τόσο άμεσες όσο και έμμεσες μορφές. Δεν είναι οι θεσμοί που φτιάχνουν τη δημοκρατία όσο η συμμετοχή του λαού στους θεσμούς. Προφανώς εμπεριέχει και την αντιπροσώπευση, αλλά δεν θεωρείται πανάκεια, δεν εξαντλείται σ’ αυτήν. Το δημοψήφισμα με λαϊκή πρωτοβουλία επανέρχεται για όλα τα σημαντικά θέματα που ο λαός πρέπει να αποφασίζει και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας φοβίζει η πιθανότητα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για αλλότριους σκοπούς. Η λαϊκή πρωτοβουλία για δημοψήφισμα εδράζεται στο θεμέλιο της αδιάσπαστης συλλογικής εθνο-ιστορικής ενότητας και οντότητας που καλείται «λαός»΄ επομένως, δεν μπορεί μέρος… πληθυσμού, που ούτως ή άλλως δεν αναγνωρίζεται ως έννοια, να «έχει πρωτοβουλία» που στρέφεται ενάντια στην μόνη πραγματικότητα στην οποία εδράζεται η δημοκρατία και άνευ της οποίας δεν έχει νόημα. Αποσχιστικά π.χ δημοψηφίσματα όπως έγιναν αλλού, όπου ο πληθυσμός ήταν η μόνη πραγματικότητα, π.χ στην πρώην Γιουγκοσλαυΐα, πολύ απλά, είναι αδιανόητα.

Ως οργανική δημοκρατία νοείται και η αναγέννηση της κοινοτικής εμπειρίας του νεοελληνισμού, με την αναζωογόνηση των αστικών κοινοτήτων και εκείνων της υπαίθρου, την ενορία και τη γειτονιά, μιας φιλοσοφίας που οι νεότεροι, επειδή ακριβώς δεν ευτυχήσαμε να έχουμε το εμπειρικό βίωμά της, τη γνωρίσαμε μέσα από το έργο των Κων. Καραβίδα και Δημ. Τσάκωνα. Ο κοινοτισμός συμβάλλει στην αναγέννηση της οργανικής αλληλεγγύης κόντρα στο ατομισμό και την ιδιωτεία, δηλ στον αλληλεγγυϊσμό στις γειτονιές, στις συνοικίες, στις ενορίες, στους χώρους δουλειάς.

Όπως επισημαίνει ο Μπενουά («Για τη δημοκρατία των πολιτών»), από το τρίπτυχο της γαλλικής επανάστασης «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα», αν οι φιλελεύθεροι έχουν εκμεταλλευτεί την «ελευθερία» και οι πρώην «λαϊκές δημοκρατίες» την «ισότητα», η οργανική δημοκρατία βασίζεται στο πρόταγμα της χωρίς εισαγωγικά αδελφότητας. Η αδελφότητα είναι το ζητούμενο, περιέχουσα τόσο την ιεραρχία όσο και την αλληλεγγύη και προϋποθέτει όχι μόνο την κοινή ιστορική αναφορά αλλά – και κυρίως- την αίσθηση του κοινού συλλογικού πεπρωμένου.

Βιβλιογραφία:
«Δημοκρατία: τρόπος χρήσεως», περιλαμβάνονται κείμενα των: Ρόμπερτ ντε Χέρντ, Αλαίν ντε Μπενουά, Πιέρ Βιάλ, Αλ. Ντε Τοκεβίλ, Γιγιώμ Φάιγ, Φρεντερίκ Ωμάζ. Εκδόσεις «ελεύθερη σκέψις», σειρά «Φάκελλοι, αρ.6», Αθήνα, Οκτώβριος 1987.

Αλαίν ντε Μπενουά, «Για τη δημοκρατία των πολιτών!», εκδόσεις «Έξοδος», Αθήνα 2024.

Share This Article