Ήταν 2:30 τα ξημερώματα της 8ης Ιουνίου 1956, όταν ο Διγενής, ο θρυλικός Αρχηγός της Ε.Ο.Κ.Α., ξύπνησε τους αντάρτες του μέσα στη βαριά σιωπή του βουνού. Η νύχτα, ακόμη ντυμένη στα μαύρα της, κράταγε την ανάσα της — ώσπου ένα ξαφνικό, αγωνιώδες γάβγισμα σκύλου διέσχισε την ησυχία, σαν προμήνυμα θανάσιμου κινδύνου. Ήταν το πρώτο σημάδι. Η παγίδα είχε στηθεί.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισαν αλλεπάλληλες προσπάθειες διαφυγής, σιωπηλές διολισθήσεις μέσα από φαράγγια, βράχια και βάτα, κάτω από τον ανελέητο ήλιο της ημέρας και την παγωμένη ανάσα της νύχτας. Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά, έως τις 10 το βράδυ, όταν η γαλήνη διαλύθηκε από έναν ορυμαγδό πυρών. Τα πολυβόλα ξέσπασαν σαν καταιγίδα απ’ τον Κύκκο, τον Άγιο Νικόλαο, τα Βρέτσια και την Παναγιά, φωτίζοντας τον σκοτεινό ουρανό με φλόγες και τρόμο.
Ο Διγενής και οι συναγωνιστές του, εξαντλημένοι από την πείνα και τη δίψα, σκαρφάλωναν με υπεράνθρωπη προσπάθεια στις απότομες πλαγιές του Τροόδους. Η αναπνοή κοφτή. Οι σφαίρες σφύριζαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους σαν καταραμένοι ψίθυροι του εχθρού. Κι όμως, κανείς δεν απάντησε με πυρά. Η επιβίωση απαιτούσε σιωπή. Βρήκαν πρόχειρη κάλυψη μέσα σε λατζιές, εκεί όπου η φύση έγινε για λίγο σύμμαχός τους.
Η καταδίωξη ήταν αδυσώπητη. Η διαφυγή τους δραματική και επώδυνη, κράτησε δώδεκα ολόκληρες μέρες. Δώδεκα μέρες κόλασης, γεμάτες πείνα, στέρηση, κίνδυνο και προσευχές.
Μα κι αυτές οι μέρες, όπως κι εκείνοι, γράφτηκαν με ανεξίτηλο μελάνι στην Ιστορία του αγώνα για Ένωση και λευτεριά. Δείτε λιγότερα