Ακολουθούν τα γεγονότα πολύ συνοπτικά, και μερικά βεβαιωμένα εγκλήματα από τις πολλές δεκάδες που έγιναν μετά τη μάχη.
Το Βαλτέτσι, το ιστορικό κεφαλοχώρι της Αρκαδίας, 12 χιλιόμετρα δυτικά της Τρίπολης, φτιαγμένο από φάρα Βορειοηπειρωτών από το Βαλτέτσι της Χειμάρρας, έγινε ξακουστό από την περίτρανη νίκη των Ελλήνων επί Τούρκων και Αλβανών στις 12 Μαΐου 1821. Το 1944 κατοικείτο από 1.500 περίπου ψυχές, αποκλειστικά κτηνοτρόφων με πάνω από 30.000 αιγοπρόβατα στην κατοχή τους. Τον χειμώνα, όλοι οι κάτοικοι, εκτός των πολύ ηλικιωμένων και κάποιων μικρών παιδιών, κατέβαιναν με τα αιγοπρόβατα στην Αργολίδα ή τη Λακωνία (στα χειμαδιά).
Με κατοίκους κατά παράδοση συντηρητικούς και βασιλόφρονες, αλλά και με το 95% να λείπουν από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Απρίλιο, το ΕΑΜ άργησε να κάνει την εμφάνισή του στο χωριό. Όταν τελικά το 1943 διορίστηκε επιτροπή του ΕΑΜ και εγκαταστάθηκε και ξένος αντιπρόσωπος ως τοποτηρητής-φρούραρχος, επήλθε ρήξη και στη συνέχεια τιμωρία από τον ΕΛΑΣ.
Το ΕΑΜ στην Κατοχή είχε επιβάλει μονοπώλιο στη διακίνηση του αλατιού και απόλυτο έλεγχο στη μετακίνηση των κατοίκων. Στην περίπτωση του Βαλτετσίου, απαγόρευσαν κάθε επίσκεψη στην Τρίπολη, όπου από τον Απρίλιο 1944 είχε οργανωθεί το Τάγμα Ασφαλείας του συνταγματάρχη Διονυσίου Παπαδόγγονα. Όμως, οι Βαλτετσιώτες έπρεπε να πηγαίνουν εκεί τουλάχιστον για αλάτι, τελείως απαραίτητο για τα τυροκομιά τους. Δύο γυναίκες που παρέβησαν την διαταγή — η μία πήγε το άρρωστο μωρό της σε γιατρό και η άλλη πήγε για αλάτι — «δικάστηκαν» από τον αντιπρόσωπο σε θάνατο. Οι Βαλτετσιώτες, στους οποίους ανέθεσαν την εκτέλεση, αρνήθηκαν. Λόγω αυτού και της διαμάχης που δημιουργήθηκε, ο ξένος αντιπρόσωπος του ΕΑΜ έφυγε από το Βαλτέτσι.
Οι άνδρες του χωριού, πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορέσουν να αποφύγουν την αναμενόμενη τιμωρία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, κατέφυγαν στην Τρίπολη και ζήτησαν όπλα από τον συνταγματάρχη Παπαδόγγονα. Ο Παπαδόγγονας αρχικά αρνήθηκε, αλλά με την επιμονή Βαλτετσιωτών της Τρίπολης και μερικών αξιωματικών του, ενέδωσε, και στις 27 Μαΐου 1944 έστειλε στο χωριό περίπου 130 ιταλικές καραμπίνες, 2 οπλοπολυβόλα και πυρομαχικά, μαζί με έναν λοχαγό και 3-4 νεαρούς αξιωματικούς, οι οποίοι οργάνωσαν έναν υποτυπώδη Λόχο Ασφαλείας.
Στις 9 ή 10 Ιουνίου οι μισοί οπλίτες του λόχου, ίσως οι καλύτεροι από πλευράς ηλικίας και πολεμικής ικανότητας, μαζί με τον λοχαγό και 3 αξιωματικούς, έφυγαν για τον Πάρνωνα, και στο Βαλτέτσι έμειναν οι υπόλοιποι με 67 καραμπίνες. Στις 15 Ιουνίου, δύναμη τουλάχιστον 1.200 ανταρτών του ΕΛΑΣ, υπό την προσωπική διοίκηση του Άρη Βελουχιώτη, επετέθη στο Βαλτέτσι. Οι αντάρτες το κατέβαλαν εύκολα, παρά το ότι είχαν 22 νεκρούς, μεταξύ των οποίων και τον λοχαγό Γιάννη Πατεράκη από την Κρήτη (υπάρχει η σαφής υποψία ότι τον δολοφόνησαν οι σύντροφοί του, γιατί ήταν εναντίον της επίθεσης στο Βαλτέτσι), και αρκετές δεκάδες τραυματίες.
Για τους Βαλτετσιώτες, τα θύματα της μάχης ήταν 43, εκ των οποίων 36 επί τόπου και 7 τραυματίες που πέθαναν τις επόμενες ημέρες.
Με τη σφαγή που έγινε στο χωριό μετά τη μάχη και τις δολοφονίες αιχμαλώτων οπλιτών και αμάχων Βαλτετσιωτών που ακολούθησαν σε διάφορα μέρη τις επόμενες ημέρες, τα θύματα ήταν τουλάχιστον 107. Μεταξύ των θυμάτων περιλαμβάνονταν και 21 γυναίκες! Κάποιες πηγές, προσκείμενες στην Αριστερά, περιορίζουν τους νεκρούς σε 92, με τους 44 να πέφτουν νεκροί στη μάχη, ενώ στους 48 που δολοφονήθηκαν μετά, οι 21 ήταν γυναίκες (και μερικά μικρά κορίτσια, και ένα μωρό!).
Ένας από τους νεκρούς ήταν ο Κυριάκος Σιαμπάνης, ο οποίος, ενώ είχε επιζήσει της μάχης, βγήκε σε μια διπλανή ράχη και, όταν έφευγαν οι ΕΛΑΣίτες σέρνοντας μαζί τους ομήρους, άρχισε τους πυροβολισμούς. Στη σύγχυση που δημιουργήθηκε, μερικές δεκάδες όμηροι κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ο Σιαμπάνης τελικά βλήθηκε από ριπή πολυβόλου του ΕΛΑΣ. Στον τόπο που έπεσε, βρήκαν και μια ξιφολόγχη που είχε φέρει από τον πόλεμο της Μικράς Ασίας.
Ο ιατρός Κώστας Σαραντόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου «Βαλτέτσι 1944», ως νεαρό παιδί ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Στο βιβλίο του περιέχεται και αυτή η μαρτυρία ενός άλλου αυτόπτη μάρτυρα: «…Ο θάνατος του Μήτσου Ι. Ράμμου υπήρξε μαρτυρικός. Έγινε μπροστά στα μάτια του νεαρού Γιάννη Α. Σκαλτσά, ο οποίος και τον περιγράφει: Οι ΕΛΑΣίτες είχαν συλλάβει τον Μήτσο Ράμμο και βρίσκονταν έξω από το σπίτι του Αντώνη Καραμάνη. Εκεί, αφού τον έδειραν, τον διέταξαν να μπει στο κατώι του διπλανού σπιτιού του Γιώργη Δημαράκη (Σμπαρλή), για να δει αν υπάρχουν κρυμμένοι Βαλτετσιώτες. Ο Μήτσος πήγε μέσα στο σκοτεινό υπόγειο και γύρισε λέγοντας ότι δεν είδε ανθρώπους. Την ώρα εκείνη αποπειράθηκε να δραπετεύσει, αλλά αμέσως τον συνέλαβαν. Γυρνώντας το βλέμμα του, ο Σκαλτσάς είδε έναν αντάρτη να κόβει τον λαιμό του Μήτσου σαν αρνί».
Περιφερόμενος ο Σαραντόπουλος στο χωριό ευθύς μετά τη μάχη, για να μάθει τι απέγινε ο πατέρας του, επιβεβαιώνει την παραπάνω μαρτυρία και συμπληρώνει και άλλα παρόμοια φριχτά γεγονότα: «…είδα τον λεβεντόκορμο με τα κατσαρά μαλλιά γείτονά μου Ράμμο σφαγμένο. Του είχαν κόψει τον λαιμό. Το τραύμα ήταν μεγάλο και βαθύ και φαίνονταν οι αυχενικοί σπόνδυλοι. Στο ανοιχτό στόμα του οι δήμιοι είχαν τοποθετήσει το ακρωτηριασμένο μόριό του… Οι φονιάδες του είχαν αφαιρέσει τα ρούχα και τα παπούτσια και τον άφησαν μόνο με τα εσώρουχα, όπως το έκαναν σε όλους σχεδόν τους φονευθέντες Βαλτετσιώτες.
Ο φονιάς είναι γνωστός στους επιζώντες σήμερα Βαλτετσιώτες. Δεν συντρέχει λόγος ν’ αναφερθεί το όνομά του. Δεν φταίνε σε τίποτα οι απόγονοί του. (σ.σ. Δεν συμφωνώ με αυτήν την τακτική, αν και εγώ έχω στο παρελθόν, σε λίγες περιπτώσεις, αποφύγει να αποκαλύψω τα ονόματα συμπατριωτών μου σφαγέων, για να προστατεύσω απογόνους τους. Τώρα όμως πιστεύω ότι αν η περιγραφή της ιστορίας καλεί για την καταγραφή κάποιου ονόματος, το όνομα πρέπει να γράφεται πλήρες. Δεν πρέπει να υπάρχει «οικογενειακή ευθύνη», αλλά ούτε ηρωοποίηση κάποιων λόγω απόκρυψης των εγκλημάτων τους. Έχει ασκηθεί σκληρή κριτική στον θανόντα πλέον συγγραφέα, ιατρό κ. Σαραντόπουλο, γιατί απέφυγε να ονομάσει και άλλους εγκληματίες που ήταν ευρέως γνωστοί).
Ασυνήθιστη βαρβαρότητα έδειξαν και στη Γιαννούλα, σύζυγο του Γιώργη Παπαοικονόμου. Όταν η Γιαννούλα είδε ότι επρόκειτο να κάψουν το σπίτι της, διαμαρτυρήθηκε δυναμικά και λογομάχησε με τους αντάρτες. Ένας αντάρτης είπε στη Γιαννούλα να φύγει και να πάει στην εκκλησία, που είναι απέναντι από το σπίτι της, και τη συνόδευσε μέχρι τη μικρή πόρτα στη μάντρα του ναού. Εκεί, κάποιος από τους αντάρτες επιτέθηκε στη Γιαννούλα και την κατακρεούργησε.
Την είδα νεκρή, αυτήν τη μεγαλογυναίκα, κάτω από τον μικρό πλάτανο που είναι στο προαύλιο της εκκλησίας. Το μαχαίρι της είχε κόψει τον λαιμό στο επίπεδο του μήλου του Αδάμ. Το τραύμα ήταν πλατύ και βαθύ. Στο πρόσωπο είχε μερικές αμυχές και μώλωπες, πιθανότατα από ξυλοδαρμό. Τα ρούχα στο πάνω μέρος του σώματός της ήταν ξεσκισμένα. Της είχαν αφαιρέσει και τους μαστούς της. Είναι βέβαιο ότι τη Γιαννούλα δεν την έσφαξαν τη στιγμή που οι αντάρτες μπήκαν στο σπίτι της, αλλά αργότερα, εν ψυχρώ. Ο Γιώργης, ο άνδρας της, αιχμαλωτίστηκε έξω από το χωριό. Τα τρία ανήλικα παιδιά τους, Γιαννούλης 15 ετών, Μαρία 13, και Νίκος 11 ετών, τα πήραν στην αιχμαλωσία…».
Οι αντάρτες δεν σταμάτησαν εκεί. Έκαψαν 30 σπίτια του χωριού και λεηλάτησαν ολοκληρωτικά τις περιουσίες τους, μαζί με φίλους τους που είχαν φέρει από τα γύρω χωριά (από το ΕΑΜ και τον Εφεδρικό ΕΛΑΣ των γύρω χωριών, με πρώτους τους πατριώτες του Πέρδικα από το Βάγγου). Όταν έφυγαν, πήραν μαζί τους και πάνω από 300 μεγάλα ζώα του χωριού και γύρω χωριών που τα είχαν φέρει ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό, φορτωμένα με το βιός των κατοίκων (τυριά, λάδια, σιτάρια, αλεύρι, ρούχα και προίκες κοριτσιών, οικοκυρικά σκεύη, τρόφιμα κ.λπ.).
Τέλος, έκλεψαν τουλάχιστον 15.000 αιγοπρόβατα. Οι ΕΛΑΣίτες και τα μέλη του ΕΑΜ από τα γύρω χωριά πήγαν μετά στο Βαλτέτσι και θέρισαν ακόμη και τα σπαρτά από τα χωράφια τους — και φυσικά πήραν τον καρπό!
Όλους τους «αντιδραστικούς» κατοίκους του Βαλτετσίου που δεν εκτέλεσαν επιτόπου —140 περίπου, με πολλά γυναικόπαιδα— τους έσυραν ομήρους σε μια πορεία θανάτου. Στο χωριό Βάγγου, στο προαύλιο του σχολείου, τους κρατούμενους τούς κακοποίησαν οι ντόπιοι πολιτοφύλακες του ΕΑΜ.
Στα χωριά Καράτουλα, Παύλια, Σύρνα κ.λπ., απ’ όπου πέρασαν στη συνέχεια μέχρι να φθάσουν στη Στεμνίτσα, οι κάτοικοί τους που είχαν συγκεντρωθεί από το ΕΑΜ —οι περισσότεροι με τη βία— περιορίστηκαν σε βρισιές και αποδοκιμασίες. Στη Στεμνίτσα έστησαν ανταρτοδικείο/λαοδικείο με ψευδείς κατηγορίες και μάρτυρες, «κατεδίκασαν» 14 Βαλτετσιώτες σε θάνατο και τους εκτέλεσαν επί τόπου. Περίπου 75 κρατούμενους τούς έστειλαν σε στρατόπεδα του ΕΑΜ στη Γορτυνία. Εκεί δολοφονήθηκαν 14 το επόμενο διάστημα.
Από τη Στεμνίτσα, 3 κρατούμενους τούς έστειλαν στη Δημητσάνα, και εκεί δικάστηκαν παρουσία του Άρη Βελουχιώτη και εκτελέστηκαν. Ένας εξ αυτών ήταν ο Γεώργιος Μπουρλόκας, που πλησίαζε τα 50, παλαίμαχος του πολέμου στη Μικρά Ασία. Ίσως λόγω της ηλικίας του, τράβηξε την προσοχή του ίδιου του Βελουχιώτη, ο οποίος πριν την εκτέλεσή του τον κάλεσε «να ζητήσει συγγνώμη από τον ηρωικό ΕΛΑΣ». Ο Μπουρλόκας αρνήθηκε, λέγοντας «δεν έκανα κανένα κακό για να ζητήσω συγγνώμη, υπερασπίστηκα το σπίτι μου και το χωριό μου. Μπορείς να με σκοτώσεις. Έχω 3 αγόρια, κάποιο απ’ αυτά θα βγάλει το όνομά μου. Να δω τη δική σου τύχη!». Ο σφαγέας των Βαλτετσιωτών Βελουχιώτης έχασε τη ζωή του έναν χρόνο αργότερα, στις 15 Ιουνίου του 1945!
Την χειρότερη τύχη από τους κρατουμένους Βαλτετσιώτες είχαν 19, τους οποίους οδήγησαν δεμένους στην Κορινθία, στο Μοναστήρι του Φενεού, μετά από πορεία πέντε ημερών. Εκεί και οι 19 βρήκαν φρικτό θάνατο. Τους έσφαξαν στο χείλος του γκρεμού και τους πέταξαν στο βάραθρο. Μεταξύ των 19 ήταν και η έγκυος Βασιλική Γ. Στάικου με τα 4 κορίτσια της, ηλικίας από 11 έως 17 ετών, η οποία έφερε στον κόσμο και ένα μωρό τις λίγες ημέρες που ήταν φυλακισμένη στο μοναστήρι του Φενεού. Το μωρό το δολοφόνησαν οι φρουροί αντάρτες αμέσως μετά τη γέννησή του, μόλις άκουσαν τα πρώτα κλάματά του.
Οι νεκροί και το πλιάτσικο της περιουσίας των κατοίκων ουσιαστικά κατέστρεψαν το Βαλτέτσι. Το χωριό δεν συνήλθε από τότε. Οι περισσότεροι κάτοικοι μετοίκησαν στην Αργολίδα και τη Λακωνία. Εγώ δέχομαι ότι ο Βελουχιώτης και ο ΕΛΑΣ είχαν λόγο να κτυπήσουν και να αφοπλίσουν τους Βαλτετσιώτες, που είχαν τολμήσει να αρνηθούν υποταγή στις εντολές του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Όμως, μετά τη μάχη, τους άνδρες που δεν είχαν όπλα, τις γυναίκες, τα παιδιά — γιατί έπρεπε να τους σφάξουν; Τα σπίτια γιατί τα έκαψαν; Τα ζώα και όλο το βιός των κατοίκων του Βαλτετσίου, ιδίως τα μεγάλα ζώα, μουλάρια και άλογα, και τα 15.000 αιγοπρόβατα γιατί τα έκλεψαν;
Αυτή ήταν η δικαιοσύνη τους; Ήταν αυτά μέρος της «Αντίστασης»; Το καθολικό πλιάτσικο των πάντων και οι σφαγές αμάχων;
(Οι λεπτομέρειες του κειμένου προέρχονται από το έργο του Κώστα Σαραντόπουλου «Βαλτέτσι 1944» και του Ιωάννη Μπουγά «Αθώων Αίμα, “Ελεύθερος Μωριάς” 1943-44», Τόμος Β’).