
γράφει ο Άγγελος Δημητρίου
Κάποιες φορές, οι εκδηλώσεις του άγχους της καθημερινότητας, που κατακλύζουν τους σύγχρονους ανθρώπους, καλύπτουν το υπαρξιακό άγχος. Μια μορφή άγχους το οποίο συνδέεται άμεσα με την αναζήτηση νοήματος ζωής. Μένει πάντα ανοιχτή η συζήτηση για το εάν το «νόημα» είναι κάτι αντικειμενικό, αυθύπαρκτο, ή αν ορίζεται από το υποκειμενικό βίωμα.
Υπέρ της δεύτερης άποψης τάσσονται τα μοντέρνα ρεύματα ιδεών. Σύμφωνα με μια γενική τους επισκόπηση, ο άνθρωπος «πλάθει» το νόημα, εκείνος είναι που δίνει νόημα στα πράγματα. Και ο σύγχρονος τρόπος ζωής, με τους μυριάδες περισπασμούς δίνει ένα υποστύλωμα σε τέτοιες απόψεις. Ο άνθρωπος παρασύρεται διαρκώς από αυτούς τους έντονους περισπασμούς, ώστε θεωρεί ότι αυτοί οι ίδιοι περικλείουν το «νόημα». Ενδέχεται να προσλαμβάνει την αίσθηση νοήματος από την «εργασιακή καριέρα», από τις κοινωνικές ή σεξουαλικές σχέσεις, από τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, από την εικόνα και το θέαμα, από την ηδονή και την απόλαυση. Βέβαια το κενό που υποκρύπτεται σε όλα αυτά, έρχεται να το συμπληρώσει το υπαρξιακό άγχος, συχνά χωρίς να υπάρχει αυτή η συνειδητοποίηση από το άτομο. Το άγχος αυτό θα εκφραστεί μέσα από καθημερινά στρεσογόνα ερεθίσματα και τα συμπτώματα θα επικαλύψουν την αιτία. Πάντως, μέσω της κατανάλωσης του σύγχρονου «πλαισίου ευτυχίας», η ζωή δεν γίνεται χαρούμενη, γίνεται απλά βραχυπρόθεσμα υποφερτή.
Σίγουρα η εξιδανίκευση αλλοτινών εποχών δεν είναι δόκιμη, όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι παραδοσιακές κοινωνίες- πριν αναδυθεί το μοντέρνο υποκείμενο με την αχαλίνωτη αυτοαναφορικότητα σαν κύριο χαρακτηριστικό του- είχαν την ικανότητα να απορροφούν και να επουλώνουν τις πληγές και τα ατομικά πάθη με ένα τρόπο ολωσδιόλου «φυσικό», συντελούνταν μια αυτοΐαση, χωρίς να υπάρχει ένας από τα πριν σχεδιασμένος μηχανισμός για να επιτυγχάνεται αυτό. Θα μπορούσε κανείς εμβαθύνοντας να εντοπίσει τα επιμέρους τμήματα αυτής της λειτουργίας, στην συλλογική αυτοεικόνα, στους θεσμούς, στην σχέση με την παράδοση και το παρελθόν, με το σώμα της κοινότητας, στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Το νόημα υπερκάλυπτε τα άτομα και διείπε την συλλογική συνείδηση, αφορούσε την αυθυποστασία της κοινότητας καθώς αυτή διαπλεκόταν με το Ιερό.
Το σίγουρο είναι όμως ότι από την στιγμή που ο άνθρωπος κοίταξε το είδωλο του εαυτού του και το θεοποίησε, από την στιγμή που αυτονομήθηκε από την κοινότητα και μόνη αναφορά του στάθηκαν ο εαυτός του και οι δυνάμεις του, από αυτή την στιγμή ξεκίνησε το μαρτύριο της αυτοκαταστροφής του. Ένα μαρτύριο που σήμερα το βλέπουμε να ολοκληρώνεται μπροστά στα μάτια μας.
Η επιβολή ενός παντοδύναμου «υποκειμενισμού», κάνει κάθε επιχείρημα περιττό, κάθε διαμαρτυρία στιγματίζεται ως γραφική και χλευάζεται. Ποια αντιπαραβολή θα μπορούσε να υπάρξει στην ασχήμια που θεωρείται ως ομορφιά, που καυχάται ως ομορφιά και που θέλει να ορίζει την ιδέα της «ομορφιάς»; Κι όμως, η πραγματικότητα είναι ένας συμπαραστάτης, ξέχωρα από την διαστροφή του περιβάλλοντος. Η πραγματικότητα που αναγγέλλει την ανθρώπινη ύπαρξη μετέωρη, δυστυχή.