του Γεωργίου Καραμαδούκη
Στην ελληνική μουσικοχορευτική παράδοση των νεότερων χρόνων διακρίνουμε ως κυρίαρχες μορφές τα παραδοσιακά και τα αστικολαϊκά τραγούδια και χορούς. Ασφαλώς υπήρξαν επιδράσεις και από ξένες μουσικές, τις οποίες συναντάμε σε ιδιαίτερες κατηγορίες τραγουδιών (ρεμπέτικα, καντάδες, κ.α.) όπως επίσης και μίμηση ξενικών χορών και τραγουδιών (ταγκό, βαλς, σύγχρονοι μοντέρνοι χοροί και τραγούδια).
Ωστόσο εδώ θα περιγράψουμε τα βασικά γνωρίσματα της μουσικοχορευτικής μας παραδόσεως, πέραν της εισαγωγής των ξενικών προτύπων στον ελληνικό χώρο.
Το παραδοσιακό τραγούδι και χορός
Το παραδοσιακό τραγούδι και ο χορός γεννιέται την περίοδο της τουρκοκρατίας στην ύπαιθρο και έρχεται να εκφράσει τις ανάγκες της εποχής: τον υπόδουλο ελληνισμό, τα κατορθώματα των κλεφτών, τον αγώνα της απελευθερώσεως. Έρχεται να εξυψώσει το ηθικό και να εξάρει τον ηρωισμό. Με το πέρασμα των χρόνων και ιδιαιτέρως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, εμφανίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι με τους συνοδούς χορούς του. Η νέα κοινωνική πραγματικότητα της προσφυγιάς, της ένδειας και της απόγνωσης εκφράζεται στα αστικά κέντρα, κυρίως του Πειραιά, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Το ρεμπέτικο τραγούδι στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου θα δώσει τη θέση του στο λαϊκό τραγούδι με τις διάφορες μορφές του και θα εξυψωθεί αργότερα ως έντεχνο στην πυραμίδα της υψηλής τέχνης.
Οι διαφορές μεταξύ παραδοσιακής και έντεχνης λαϊκής δημιουργίας
Μεταξύ του παραδοσιακού τραγουδιού και χορού και της έντεχνης λαϊκής δημιουργίας όπως είναι φυσικό σημειώνονται σημαντικές διαφορές. Επίσης διαφορές συναντούμε μεταξύ του εντέχνου και λαϊκού τραγουδιού. Ως προς τις δεύτερες βλέπουμε πως στο λαϊκό τραγούδι ο δημιουργός είναι πάντοτε άνθρωπος λαϊκός, άνθρωπος της κατώτερης ή μικρομεσαίας τάξεως, χωρίς ιδιαίτερη πνευματική μόρφωση. Επίσης η ενορχήστρωση διαφέρει, καθώς στο λαϊκό τραγούδι έχουμε την παρουσία οργάνων καθαρά λαϊκών όπως το μπουζούκι, το ακορντεόν, το μπαγλαμά και τη λαϊκή κιθάρα. Τέλος ο στίχος είναι απλός και κατανοητός και το παραγόμενο προϊόν στοχεύει πάντα στην ευρεία κατανάλωση.
Το έντεχνο τραγούδι αποστασιοποιείται ελαφρώς από το λαϊκό και περισσότερο από το παραδοσιακό. Η βασική διαφορά του συνίσταται στο γεγονός ότι στο έντεχνο σημειώνεται η απουσία της όρχησης, δηλαδή του χορού. Τόσο στο παραδοσιακό όσο και στο λαϊκό τραγούδι η μουσική συνοδεύεται από το χορό. Η δε ενορχήστρωση στο έντεχνο τραγούδι διαφέρει και ως προς το λαϊκό και ως προς το παραδοσιακό τραγούδι. Διατηρεί πολλά από τα μουσικά όργανα του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και προσθέτει καινούργια όπως πνευστά, κρουστά και έγχορδα της δυτικής μουσικής.
Οι δημιουργοί του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού είναι λόγιοι
Ο δημιουργός του εντέχνου λαϊκού τραγουδιού είναι λόγιος. Δεν αποκλείεται να ανήκει στις ανώτερες τάξεις σε αντίθεση με το δημιουργό του λαϊκού τραγουδιού. Στο δε δημοτικό τραγούδι ο δημιουργός είναι ανώνυμος. Το τραγούδι δηλαδή εμφανίζει μια συλλογικότητα και ενδέχεται να έχει δεχτεί επιδράσεις από περισσότερα από ένα άτομα στην τελική του διαμόρφωση. Πέραν τούτου ο έντεχνος δημιουργός δεν ενδιαφέρεται όπως ο λαϊκός συνθέτης, για τη λαϊκή κατανάλωση του έργου του, αλλά για την προσωπική του αναγνώριση. Βεβαίως το στοιχείο αυτό της ευρείας καταναλώσεως δεν υπάρχει στην περίπτωση του δημοτικού τραγουδιού των χρόνων της τουρκοκρατίας, καθώς το δημοτικό τραγούδι δεν έρχεται να εξυπηρετήσει τόσο τις βιοποριστικές ανάγκες των καλλιτεχνών, αλλά την εμψύχωση του αγωνιζομένου γένους.
Ο ρυθμός και οι στίχοι
Το παραδοσιακό τραγούδι διαφέρει τόσο στο ρυθμό όσο και στο φθογγολογικό σύστημα. Οι στίχοι του είναι και αυτοί απλοί, αλλά σαφώς άλλου περιεχομένου, αφού εκφράζουν καταστάσεις άλλης εποχής. Οι δε στίχοι των έντεχνων τραγουδιών χαρακτηρίζονται για τη λογιοσύνη και τα ανώτερα νοήματα, τα οποία συνδέονται σε πολλές περιπτώσεις με υψηλά ιδανικά και αξίες. Τέτοια ιδανικά και αξίες συναντάμε τόσο στα μελοποιημένα ποιήματα του Ελύτη και του Ρίτσου από τον Μίκυ Θεοδωράκη όσο και από τα μελοποιημένα έργα του Χατζηδάκη.
Ο δε χορός και αυτός διαφοροποιείται ως προς τρία χαρακτηριστικά: α) το σύνολο των μελών του β) Το πλήθος των χορευτικών ειδών γ) Το χώρο που εκτελείται. Ο παραδοσιακός χορός παρουσιάζει μεγαλύτερο πλήθος μελών απ’ ότι ο λαϊκός. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με τη μεγαλύτερη ανάγκη της εποχής της τουρκοκρατίας, για μαζικότερη συμμετοχή στις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Βεβαίως ρόλο παίζει και ο τόπος εκτελέσεως του χορού ( πανηγύρεις , πλατείες ), όπου οι δυνατότητες συμμετοχής περισσότερων ατόμων είναι αυξημένες.
Σαφώς οι παραδοσιακοί χοροί είναι περισσότεροι από τους λαϊκούς χορούς. Όπως αναφέρει και η Μάγδα Ζωγράφου: «Κατά ένα μεγάλο μέρος η παρατηρούμενη αυτή πολυχρωμία οφείλεται στην ιδιομορφία της ελληνικής γης, με τα νησιωτικά συμπλέγματά και τις αποκλεισμένες από βουνά και θάλασσα περιοχές». Ο δε λαϊκός χορός απομακρύνεται από την ύπαιθρο και εντάσσεται στο πλαίσιο του άστεως. Τα λαϊκά κέντρα γίνονται εστίες χορευτικών εκδηλώσεων, όπου το στοιχείο της συλλογικότητας ατονεί.