Για μιαν ακόμη φορά αποδεικνύονται αφελείς, όσοι πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί αξιοπρεπής λύση στο Κυπριακό. Τα 42 χρόνια που πέρασαν από την εισβολή του 1974, δεν εδίδαξαν κανέναν, ότι όταν έχεις απέναντί σου Τούρκους, οι προοπτικές είναι δύο. Είτε θα υποχωρήσεις στις απαιτήσεις τους, είτε η διαπραγμάτευση θα καταρρεύσει.
Επιπροσθέτως και ενώ οι Τούρκοι έχουν προδιαγεγραμμένους στόχους τους οποίους μας έχουν δείξει πολλές φορές, η Ελλάδα ούτε στόχους έχει, ούτε σχέδιο, ούτε ακόμη έχει προσδιορισμένο στο μυαλό της πώς ακριβώς φαντάζεται την λύση του Κυπριακού. Οι κατά καιρούς διατυπωθείσες αοριστίες ότι θέλουμε λύση σύμφωνη με τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις του ΟΗΕ ασφαλώς και δεν συνιστούν εθνικό στόχο. Άλλωστε τα ψηφίσματα και οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατά καιρούς από τον διεθνή οργανισμό, είναι σε πολλές περιπτώσεις αλληλοσυγκρουόμενα, ενώ διαπνέονται από το ισορροπιστικό πνεύμα που κρατάει αποστάσεις και από τις δύο πλευρές. Συν τοις άλλοις, ενώ η τουρκική πλευρά παρουσιάζεται ως συμπαγές μέτωπο Τουρκοκυπρίων και «μητέρας Τουρκίας», ο ελληνισμός είναι και πάλι θεσμικά διχασμένος.
Η στρατιωτική ισχύς έναντι των «διαπραγματεύσεων»
Η διακεκηρυγμένη αρχή «η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται» τηρείται μόνον όταν είναι βολικές οι συγκυρίες και ανατρέπεται ατύπως σε οποιαδήποτε περίπτωση υπάρχει διαφορετική αντίληψη στις δύο πρωτεύουσες. Κλασσικό παράδειγμα, τα συμβάντα των τελευταίων ημερών, όπου όσο και να διατυμπανίζει ο Κύπριος πρόεδρος ότι δεν υπάρχει διάσταση, δεν μπορεί να πείσει κανέναν. Γνωρίζει και ο ίδιος πολύ καλά, ότι στην Αθήνα συναντά τόσα προβλήματα όσα περίπου και όταν προσπαθεί να διαπραγματευθεί με την άλλη πλευρά. Η Αθήνα ούτε ενεργεί ως εθνικό κέντρο, ούτε και αναγνωρίζεται σαν τέτοιο. Απεναντίας το κομμουνιστικό ΑΚΕΛ την θεωρεί «ξένη χώρα». Ας θυμηθούμε την συμπεριφορά του Δημήτρη Χριστόφια, όταν ήταν πρόεδρος της Κύπρου…
Και ενώ εμείς δεν ξέρουμε τι θέλουμε, η τουρκική πλευρά επιδιώκει με σταθερότητα τη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου. Από ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι σήμερα, επιδιώκει με σταθερότητα αυτό τον στόχο. Κάθε συγκυρία χρησιμοποιείται ως ένα ακόμη βήμα προς την επίτευξή του. Και βέβαια, κάνει χρήση της στρατιωτικής της ισχύος. Με αυτήν έχει δημιουργήσει τετελεσμένα, τα οποία, θα ήταν αφελές να πιστεύουμε, ότι μπορούν να ανατραπούν δια των διαπραγματεύσεων.
Μια «λεπτομέρεια» διαφεύγει από αυτούς που προσπαθούν να μας πείσουν για την ορθότητα των συμβιβασμών. Η μοναδική περίπτωση που οι Τούρκοι έδειξαν διάθεση να διαπραγματευθούν ήταν την περίοδο 1997-2002 που η κυπριακή Εθνική Φρουρά είχε εξοπλισθεί αποκτώντας επαρκή ισχύ για να τους αναχαιτίσει. Η ανικανότητα της ελληνικής πλευράς να αντιληφθεί την πραγματικότητα, μας οδήγησε, αντί να εκμεταλλευθούμε την στρατιωτική ισχύ που είχαμε, να καταλήξουμε στην εθνική ήττα του σχεδίου Ανάν.
Από τότε δυστυχώς, η ισχύς αυτή απωλέσθη με υπαιτιότητα της κυβερνήσεως Χριστόφια, αλλά δυστυχώς και αυτής του Τάσσου Παπαδόπουλου, που δεν εξόδεψαν ούτε ένα ευρώ για τη διατήρηση του επιπέδου της μαχητικής ικανότητας των Ελληνοκυπριακών σχηματισμών. Να υπενθυμίσουμε, ότι τότε (επί κυβερνήσεως Παπαδόπουλου) αναγκάστηκε να παραιτηθεί ο στρατηγός Φοίβος Κλόκαρης στον οποίο για μικρό διάστημα ανατέθηκε το υπουργείο Αμύνης.
Επικίνδυνη συγκυρία πριν αναλάβει καθήκοντα ο Τραμπ
Σήμερα δυστυχώς με τραγικά υποβαθμισμένη την ισχύ τόσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου συρόμεθα σε μια διαδικασία «λύσεως» στην οποία ο- υποτίθεται- μετριοπαθής Ακιντζί θέλει να επιβάλλει τις πάγιες τουρκικές θέσεις. Αποτέλεσμα είναι ο λεγόμενος «διεθνής παράγων» να περιμένει από εμάς να υποχωρήσουμε. Και αν δεν το κάνουμε, θα θεωρηθούμε αδιάλλακτοι. Όπως ακριβώς είχαμε θεωρηθεί και όταν απορρίψαμε το σχέδιο Ανάν…
Υπάρχει όμως και μια επικίνδυνη συγκυρία. Όλοι οι εμπλεκόμενοι πιέζουν για λύση στις επόμενες λίγες μέρες. Όσο ακόμη ο Μπαράκ Ομπάμα είναι πρόεδρος των ΗΠΑ και πριν αναλάβει ο Ντόναλντ Τραμπ. Σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν οι αδαείς θιασώτες των Δημοκρατικών στην Αμερική, μάλλον δεν θα είναι ευνοϊκό για μας να μην περιμένουμε να φύγει η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση. Άλλωστε αν είχε ελαχίστη αξιοπρέπεια θα έπρεπε να είχε σταματήσει να ανοίγει θέματα από την ημέρα που ένας άλλος πρόεδρος εξελέγη. Ποιες λοιπόν είναι οι σκοπιμότητες που επιβάλλουν στον αντιπρόεδρο Μπάιντεν να επιμένει τόσο σκληρά; Γιατί ο διάδοχος της Χίλαρι Κλίντον (η οποία δημιούργησε την «αραβική άνοιξη») Τζον Κέρι, θέλει τόσο πολύ να επιβάλει λύση; Φυσικά η ελληνική κυβέρνηση ούτε καν έχει αναρωτηθεί για όλα αυτά.