Το τελευταίο δραματικό επεισόδιο στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παίχτηκε στις δύο ιαπωνικές πόλεις την Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά την ατομική βόμβα που πρώτοι αυτοί πρόλαβαν να κατασκευάσουν (τον Ιούνιο του 1945) και σκόρπισαν τον θάνατο και την καταστροφή στις δύο αυτές πόλεις (6 και 9 Αυγούστου αντίστοιχα). Η ενέργειά τους αυτή επικρίθηκε από πολλούς που θεωρούσαν ότι με αυτόν τον τρόπο οι Αμερικανοί να ελαχιστοποιήσουν τις δικές τους απώλειες. Ταυτόχρονα μπαίναμε στην πυρηνική εποχή όπου οι Αμερικανοί από ότι φαίνονταν θα είχαν το «πάνω χέρι» στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Το καλοκαίρι του 1945, ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε τελειώσει, αλλά παρά τη συνεχιζόμενη προέλαση των καπιταλιστικών συμμαχικών δυνάμεων στον Ειρηνικό, η Αυτοκρατορική Ιαπωνία δεν κατέθετε τα όπλα. Οι μεγάλες απώλειες που προκάλεσαν οι Ιάπωνες στους Αμερικανούς (12.000 νεκροί και 38.000 τραυματίες) στην επιχείρηση κατάληψης της Οκινάβας στις 22 Ιουνίου 1945 πανικόβαλαν τον Τρούμαν. Διάχυτος ήταν ο φόβος των Αμερικανών για το τι θα συμβεί στην περίπτωση που ο στρατός τους θα αποβιβάζονταν στα κύρια νησιά της Ιαπωνίας. Εκεί στάθμευαν 2.000.000 Ιάπωνες στρατιώτες, προμηνύονταν μακροχρόνιος πόλεμος με ανυπολόγιστο αριθμό θυμάτων. Ο στρατηγός Καρλ Σποτς, αρχηγός της αεροπορίας του Ειρηνικού, πρότεινε στον Τρούμαν τη ρίψη ατομικής βόμβας πάνω από μία πυκνοκατοικημένη ιαπωνική πόλη για εκφοβισμό. Με την πρόταση του Σποτς συμφώνησε και ο στρατηγός Ντάγκλας Μακ Άρθουρ, που έχει το γενικό πρόσταγμα στις επιχειρήσεις του Ειρηνικού.
Το χρονικό της επιχείρησης
Η πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ έδωσε το πράσινο φως και οι στρατιωτικοί επέλεξαν την πόλη Χιροσίμα η οποία δεν είχε κανένα στρατιωτικό ρόλο. Η πόλη βρίσκονταν στο νότιο άκρο του ακρωτηρίου Χόνσου, του μεγαλύτερου νησιού της Ιαπωνίας. Την επιχείρηση ανέλαβε ο σμήναρχος Πολ Τίμπετς ο οποίος ήταν ειδικά εκπαιδευμένος. Έτσι ένα βομβαρδιστικό Β29 που έφερε το όνομα της μητέρας του (Enola Gay) απελευθέρωσε στις 08:15 της μοιραίας για την Χιροσίμα ημέρας την βόμβα ουρανίου με το κωδικό, σαρκαστικό όνομα Little Boy.

Η βόμβα εξερράγη 600 μέτρα πάνω από την Χιροσίμα και η θερμότητα που εκλύθηκε κατέστρεψε τα πάντα σε απόσταση 11 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Σκοτώθηκαν περισσότεροι από 20.000 στρατιώτες και περίπου 78.000 άμαχοι, οι αγνοούμενοι έφτασαν τις 13.000 και οι βαριά τραυματίες ξεπέρασαν τις 10.000. Για αρκετά χρόνια δεν θα υπάρχει ουσιαστικά ζωή και χιλιάδες θα πεθάνουν από καρκίνο.
Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ιαπωνίας δεν συνειδητοποίησε πλήρως τι ακριβώς συνέβη και συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις. Στο διπλωματικό πεδίο, το Τόκιο ζήτησε τη μεσολάβηση της Μόσχας, αλλά στις 8 Αυγούστου, ο Στάλιν, ενήμερος για τις κινήσεις των Αμερικανών, της κήρυξε τον πόλεμο και ο «Κόκκινος Στρατός» προέλασε στη Μαντζουρία.
Οι Σοβιετικοί ήδη είχαν μοιράσει τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής με τους Αμερικανούς παρά τις μεταξύ τους αλληλοκατηγορίες και βρήκαν την ευκαιρία να πάρουν από την Ιαπωνία ότι μπορούσαν. Άλλωστε οι Αμερικανοί ήταν αυτοί που βοηθούσαν αφειδώς τους Σοβιετικούς με χρήματα και πολεμικό υλικό για να αντιμετωπίσουν τον γερμανικό στρατό.
«Έγκλημα» χωρίς τιμωρία
Οι Αμερικανοί θέλοντας να τελειώσουν τον πόλεμο τη 9η Αυγούστου στις 12 το μεσημέρι έριξαν την δεύτερη βόμβα στο Ναγκασάκι. Οι νεκροί ανήλθαν σε 36.000 και οι τραυματίες σε 40.000. Η έκρηξη κατέστρεψε τα κτήρια της πόλης σε έκταση 5 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Μετά την δεύτερη έκρηξη οι Ιάπωνες συνειδητοποίησαν την ισχύ του αμερικανικού όπλου και στις 10 Αυγούστου ξεκίνησε η διαδικασία παράδοσης της Ιαπωνίας η οποία ολοκληρώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 πάνω στο αμερικανικό θωρηκτό «Μιζούρι» που ναυλοχούσε στον κόλπο του Τόκιο.
Για αυτές τις δύο επιθέσεις μαζικής καταστροφής που η μία τουλάχιστον, αυτή της Χιροσίμα, δεν είχε καμία στρατιωτική σημασία, όπως και για την ολοσχερή καταστροφή της Δρέσδης από τους Βρετανούς δεν μίλησε κανείς, δεν έγινε κανένα δικαστήριο, δεν καταδικάστηκε κανείς, έστω και ηθικά.