γράφει ο Δημήτριος Τσίκας
Διεθνολόγος – Συγγραφέας
Στὸ Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο τῆς Παλιᾶς Βουλῆς σώζεται μιὰ ξεχασμένη μαρτυρία μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς: μιὰ βουλγαρικὴ στρατιωτικὴ σημαία μὲ ἀρμενικὰ γράμματα, λάφυρο τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ἀπὸ τὸν Β΄ Βαλκανικὸ Πόλεμο. Ἡ σημαία αὐτή, ποὺ ἀνῆκε στὸν «Ἀρμενικὸ Λόχο» τοῦ βουλγαρικοῦ στρατοῦ, θυμίζει πὼς οἱ Ἀρμένιοι δὲν ὑπῆρξαν πάντοτε σύμμαχοι τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀντιθέτως, ἱστορικὰ οἱ δύο λαοὶ συχνὰ βρέθηκαν σὲ διαφορετικὰ στρατόπεδα, ἐπιδιώκοντας καθένας τα δικά του ἐθνικὰ ὁράματα μέσα σὲ μιὰ εὐρύτερη γεωπολιτικὴ σκακιέρα.
Κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους, ἑκατοντάδες Ἀρμένιοι ἐθελοντὲς πολέμησαν στὸ πλευρὸ τῶν Βουλγάρων, ὄχι τῶν Ἑλλήνων. Ὁρισμένοι ἀπὸ αὐτούς, ὅπως ὁ Νζντὲχ καὶ ὁ Ἀντρανὶκ Ὀζανιάν, ἔμειναν στὴ μνήμη ὡς ἐθνικοὶ ἥρωες τῆς Ἀρμενίας, ἀλλὰ ἡ δράση τους ἐντάσσεται σὲ ἕνα πλαίσιο ἐθνικισμοῦ καὶ ἐπιδίωξης ἰσχύος, ὄχι σὲ ἕνα ρομαντικὸ ὅραμα «χριστιανικῆς ἀδελφοσύνης». Αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια, ξεχασμένη σήμερα, ὑπενθυμίζει πὼς οἱ ἑλληνοαρμενικὲς σχέσεις δὲν ἦταν ἀνέκαθεν στενὲς· συχνὰ ὑπῆρξαν ἀνταγωνιστικές, ἰδίως μέσα στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ὅπου οἱ δύο κοινότητες συναγωνίζονταν γιὰ προνόμια καὶ οἰκονομικὴ ἰσχύ.
Ἡ σημερινὴ εἰκόνα τῆς Ἀρμενίας ὡς «ἀδελφοῦ λαοῦ» βασίζεται περισσότερο σὲ συναισθηματικὲς ἀναλογίες παρὰ σὲ ρεαλιστικὴ ἱστορικὴ ἀνάλυση. Ναί, οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ἀρμένιοι ὑπῆρξαν θύματα γενοκτονικῶν πολιτικῶν τῶν Νεοτούρκων· ὅμως αὐτὴ ἡ κοινὴ τραγωδία δὲν συνεπάγεται ταύτιση συμφερόντων. Ἡ Ἀρμενικὴ Γενοκτονία τοῦ 1915 ἀποτελεῖ ἕνα μοναδικό, τραγικὸ γεγονός, ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἐξόντωση τοῦ ἀρμενικοῦ πληθυσμοῦ της Ἀνατολίας ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ ἐξουσία. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ συγχέεται μὲ τὴ διαμάχη τοῦ Καραμπάχ, ἡ ὁποία ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὴ ἱστορικὴ καὶ γεωπολιτικὴ βάση.
Τὸ Καραμπάχ, τὸ ὁποῖο πολλοὶ στὴ Δύση ἀποκαλοῦν «Ναγκόρνο Καραμπὰχ» (δηλαδὴ «Ὀρεινὸ Καραμπὰχ» στὰ ρωσικά), ἦταν ἀνέκαθεν τμῆμα τοῦ ἱστορικοῦ Ἀζερμπαϊτζάν. Ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα ἀκόμη, ἡ περιοχὴ ὑπαγόταν σὲ μουσουλμανικὰ χανάτα —τὰ Χανάτα τοῦ Καραμπὰχ καὶ τοῦ Γκαντζὰ— τὰ ὁποῖα διαδέχθηκαν τὰ περσικὰ διοικητικὰ μορφώματα. Οἱ πληθυσμοὶ ἦταν κατὰ πλειονότητα Τουρανικοί, μὲ μειονοτικοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς ἀρμενικῆς γλώσσας. Ἡ πληθυσμιακὴ ἰσορροπία ἄρχισε νὰ ἀλλάζει μόνο μετὰ τὸ 1828, ὅταν, μὲ τὴ Συνθήκη του Τουρκμεντσάϊ, ἡ Ρωσικὴ Αὐτοκρατορία ἐνθάρρυνε τὴ μαζικὴ μετανάστευση Ἀρμενίων ἀπὸ τὴν Περσία καὶ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία πρὸς τὸν Καύκασο, προκειμένου νὰ ἀλλοιώσει ἐθνολογικὰ καὶ θρησκευτικὰ τὴν περιοχή.
Μετὰ τὴ Γενοκτονία τοῦ 1915, οἱ ροὲς αὐτὲς ἐντάθηκαν. Χιλιάδες Ἀρμένιοι πρόσφυγες ἐγκαταστάθηκαν στὰ ἐδάφη τοῦ Καραμπὰχ καὶ τοῦ Ναχιτσεβάν, μὲ τὴ σιωπηρὴ ὑποστήριξη τῆς τσαρικῆς, καὶ ἀργότερα τῆς σοβιετικῆς διοίκησης. Κατὰ τὴν ἵδρυση τῆς ΕΣΣΔ, ὁ Στάλιν, ἐπιδιώκοντας νὰ ἐξισορροπήσει τὶς ἐθνικὲς ἐντάσεις, ἀναγνώρισε τὸ Καραμπὰχ ὡς Αὐτόνομη Περιοχὴ ἐντός του Ἀζερμπαϊτζάν. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δὲν ἦταν αὐθαίρετη — βασιζόταν στὴν ἱστορικὴ καὶ διοικητικὴ συνέχεια τῆς ἀζερμπαϊτζανικῆς κυριαρχίας.
Ὅταν ἡ Σοβιετικὴ Ἕνωση κατέρρευσε τὸ 1991, οἱ Ἀρμένιοι τοῦ Καραμπάχ, μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Γιερεβάν, κατέλαβαν ἔνοπλα ἀζερμπαϊτζανικὰ ἐδάφη, ἐκδιώκοντας περισσότερους ἀπὸ 600.000 Ἀζέρους. Ἡ διεθνὴς κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης τῆς Ἑλλάδας, οὐδέποτε ἀναγνώρισε τὸ καθεστὼς αὐτὸ — τὸ Καραμπὰχ παρέμεινε de jure ἀζερικὸ ἔδαφος, παρὰ τὴν ἀρμενικὴ κατοχή. Τὸ 2020 καὶ τὸ 2023, ἡ κυβέρνηση τοῦ Μπακοῦ ἐπανέκτησε πλήρως τὴν περιοχή, ἐπαναφέροντας τὴν ἐδαφικὴ ἀκεραιότητα τοῦ Ἀζερμπαϊτζάν. Ἡ ἀρμενικὴ ἧττα δὲν ἦταν ἁπλῶς στρατιωτικὴ· ἀποκάλυψε τὴν ἀπομόνωση καὶ τὴ γεωπολιτικὴ ἀδυναμία μιᾶς χώρας ἐγκλωβισμένης μεταξὺ Τουρκίας, Γεωργίας, Ἰρὰν καὶ Ρωσίας.
Εἶναι, ἑπομένως, παραπλανητικὸ νὰ παρουσιάζεται τὸ Καραμπὰχ ὡς «αἰώνια ἀρμενικὴ γῆ». Ἱστορικά, δημογραφικὰ καὶ νομικά, ἦταν πάντοτε κομμάτι τοῦ ἀζερμπαϊτζανικοῦ κόσμου. Ἡ ἐγκατάσταση ἀρμενικῶν πληθυσμῶν ἐκεῖ ἔγινε μεταγενέστερα, ὡς συνέπεια γενοκτονίας καὶ ἀποικιακῆς ρωσικῆς πολιτικῆς. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν μειώνει τὸν πόνο τῶν Ἀρμενίων, ἀλλὰ ὀφείλουμε νὰ ξεχωρίζουμε τὸ ἀνθρώπινο δρᾶμα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ κυριότητα.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ διαδεδομένη ἄποψη στὴ Δύση, τὸ Ἀζερμπαϊτζὰν δὲν εἶναι θεοκρατικὸ κράτος, οὔτε «τουρκικὸ προτεκτορᾶτο». Εἶναι μιὰ κοσμική, ἐνεργειακὰ αὐτάρκης δημοκρατία, ποὺ συνδυάζει ἰσχυροὺς δεσμοὺς μὲ τὴν Εὐρώπη καὶ προβάλλει ὡς σταθεροποιητικὸς παράγοντας στὸν Καύκασο. Παρὰ τὴ στενή του σχέση μὲ τὴν Τουρκία, δὲν υἱοθετεῖ ἀνθελληνικὴ ρητορικὴ· ἀντιθέτως, διατηρεῖ διπλωματικὰ ἀνοικτοὺς διαύλους καὶ μὲ τὴ Δύση καὶ μὲ τὴν Ἑλλάδα. Στὸ νέο γεωπολιτικὸ πλαίσιο, ὅπου οἱ ἐνεργειακὲς ὁδοὶ καὶ ἡ ἀσφάλεια τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου διαπλέκονται μὲ τὸν Καύκασο, ἡ Ἀθήνα ἔχει περισσότερα νὰ κερδίσει ἀπὸ ἕναν ρεαλιστικὸ διάλογο μὲ τὸ Μπακοῦ παρὰ ἀπὸ μιὰ συναισθηματικὴ προσκόλληση στὸ Γιερεβάν.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ἡ Ἀρμενία, ἐγκλωβισμένη γεωγραφικὰ καὶ ἐξαρτημένη στρατιωτικὰ ἀπὸ τὴ Μόσχα, ἔχει περιορισμένο πεδίο ἑλιγμῶν. Ἀντίθετα, τὸ Ἀζερμπαϊτζὰν διαθέτει τὶς δυνατότητες νὰ λειτουργήσει ὡς γέφυρα μεταξὺ Εὐρώπης, Μέσης Ἀνατολῆς καὶ Κεντρικῆς Ἀσίας. Ἐνῷ ἡ Ἑλλάδα ἀναζητᾶ στρατηγικοὺς ἑταίρους γιὰ ἐνεργειακές, τεχνολογικὲς καὶ ἀμυντικὲς συνεργασίες, ἡ ρομαντικὴ προσκόλληση στὴν «ἀρμενικὴ ὑπόθεση» ἀποτελεῖ ἕνα συναισθηματικὸ κατάλοιπο τοῦ 19ου αἰῶνα, ὄχι ἐπιλογὴ τοῦ 21ου.
Ἡ ἱστορία τῆς σημαίας τοῦ Ἀρμενικοῦ Λόχου, ποὺ φυλάσσεται στὸ μουσεῖο τῆς Παλιᾶς Βουλῆς, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα πολεμικὸ ἐνθύμιο· εἶναι ὑπενθύμιση. Ὑπενθύμιση ὅτι οἱ φιλικὲς ἀφηγήσεις καὶ οἱ θρησκευτικὲς ταυτίσεις συχνὰ ἀποκρύπτουν γεωπολιτικὲς πραγματικότητες. Καὶ πώς, ἂν ἡ Ἑλλάδα θέλει νὰ κινηθεῖ μὲ αὐτοπεποίθηση στὴ νέα εὐρασιατικὴ σκακιέρα, πρέπει νὰ ἀφήσει πίσω της τὸν συναισθηματισμὸ καὶ νὰ ἐπενδύσει σὲ συμμαχίες βασισμένες στὸ συμφέρον, ὄχι στὴ συγκίνηση.