του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη
Το να τραγουδήσουν Αλβανοί μαθητές ένα εθνικιστικό τραγούδι για τη «Μεγάλη Αλβανία», κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής στην Κέρκυρα είναι φυσιολογικό, αφού στα σχολεία τους γαλουχούνται με αλυτρωτικά οράματα και διδαχές.
Αυτό που ξαφνιάζει ευχάριστα είναι η αντίδραση των επαγγελματιών του ακριτικού νησιού μας. Δεν είναι μόνο ο ξενοδόχος που τους κλωτσοπέταξε αμέσως από το ξενοδοχείο του, αλλά και όλοι οι άλλοι ξενοδόχοι του νησιού, που αρνήθηκαν στη συνέχεια να τους φιλοξενήσουν, με αποτέλεσμα να επιστρέψουν άρον – άρον στη χώρα τους. Μαθήματα εθνικής αξιοπρέπειας έδωσαν οι επαγγελματίες του νησιού, ιδιαιτέρως χρήσιμα σε όσους διαχειρίζονται τις τύχες της πατρίδας μας και αρκούνται σε επικοινωνιακές φανφάρες έναντι των ατελείωτων προκλήσεων των γειτόνων μας, τόσο από Βορρά όσο και από Ανατολή.
Σίγουρα θα ακουστούν και πάλι ανοησίες του τύπου «παιδιά ήταν», «ακραία η αντίδραση των ξενοδόχων», «νερό στο μύλο του αλβανικού εθνικισμού» κ.λπ.
Αυτού του τύπου οι τοποθετήσεις δηλώνουν είτε βαθιά άγνοια σχετικά με το τι επικρατεί στη γειτονική χώρα, είτε ιδεοληπτικές αγκυλώσεις, κάτι που είναι χειρότερο.
Δεν πρόκειται απλώς για την πολιτική μίας συγκεκριμένης κυβέρνησης, αυτής του Ράμα, που μετέρχεται λόγων και πράξεων με έντονο εθνικιστικό περιεχόμενο. Ούτε φυσικά πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης. Οι αλβανικές φάρες, από τότε που απετέλεσαν μέρη μιας κρατικής οντότητας, δημιούργημα κυρίως των συμφερόντων της Ιταλίας, με την ανοχή των άλλων δυνάμεων της εποχής, άρχισαν να αποκτούν σταδιακά εθνική «αλβανική» συνείδηση, ουσιαστικά οικειοποιούμενες το ιστορικό παρελθόν αυτοχθόνων ελληνικών φύλων.
Σήμερα οι Αλβανοί βιώνουν αυτή την εθνογένεση προσπαθώντας να υλοποιήσουν τη «μεγάλη ιδέα» της, που δεν είναι άλλη από την ένωση όλων των αλβανικών πληθυσμών, με την ενσωμάτωση στο κράτος της Αλβανίας των «αλύτρωτων» εδαφών στα οποία αυτοί ζουν. Στη μεγάλη αυτή ιδέα δεν υπάρχει φυσικά χώρος για μειονότητες, ακόμη κι αν αυτές ζουν στα εδάφη του σημερινού αλβανικού κράτους από το ξεκίνημα της Ιστορίας, όπως είναι λ.χ. οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου.
Είναι γεγονός βεβαίως, ότι ο ελλαδικός χώρος, κατά τα χρόνια της ρωμαϊκής, της βυζαντινής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σημαδεύτηκε κατά καιρούς από «καθόδους» πληθυσμών από τον χώρο της σημερινής Αλβανίας προς τα νότια. Οι πληθυσμοί αυτοί, είτε διότι ήταν καθαρά ελληνικοί είτε διότι δεν είχαν καμία εθνική συνείδηση, αλλά και λόγω του δυναμισμού του ελληνικού πολιτισμού, θρησκείας, ηθών και εθίμων, αφομοιώθηκαν ομαλά και χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στο τμήμα του ελληνικού έθνους που ζούσε στον ελλαδικό χώρο, συνετέλεσε δε τα μέγιστα στην απελευθέρωση της πατρίδας από τον οθωμανικό ζυγό, κατά την εθνεγερσία του 1821, αλλά και στους μετέπειτα αγώνες του έθνους.
Ο κίνδυνος του αλβανικού επεκτατισμού
Η διαφορά με το σήμερα είναι ότι οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, αν εξαιρέσουμε φυσικά τους Έλληνες Βορειοηπειρώτες, έχουν κατά κανόνα αλβανική εθνική συνείδηση, έχουν ένα εθνικό κέντρο το οποίο υποδαυλίζει συνεχώς τον εθνικισμό τους με αλυτρωτικά οράματα, προσπαθεί να τον τονώσει με την παραποίηση της Ιστορίας και την οικειοποίηση του πολιτισμού των Ελλήνων της περιοχής. Το εθνικό αυτό κέντρο ενισχύει και καθοδηγεί μάχιμες ανταρτικές ομάδες στα Σκόπια, στα σερβικά εδάφη και αλλού, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σήμερα ουσιαστικά αρκετές χιλιάδες εμπειροπόλεμοι στρατιώτες στις τάξεις τους, που αποτελούν υπόδειγμα για τα Αλβανόπουλα που μπολιάζονται στα σχολεία τους με αλυτρωτικά μηνύματα και οράματα.
Αποτελεί λοιπόν τουλάχιστον ανοησία να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να πιστεύουμε ότι με «ανθρωπιστικού» χαρακτήρα «πολιτισμένες» τοποθετήσεις περί «ευρωπαϊκού μέλλοντος της Αλβανίας» κ.λπ., μπορεί να ανασχέσει κανείς αυτό το κύμα της αλβανικής λαίλαπας, που μέσα στους άμεσους στόχους του έχει και την πατρίδα μας. Το μίσος τους, εξάλλου, δεν εκδηλώνεται μόνο με τα συνεχή κρούσματα σε βάρος των ομογενών μας στη Βόρειο Ήπειρο, αλλά και με τις εκατοντάδες γνωστές περιπτώσεις στυγερών εγκλημάτων σε βάρος Ελλήνων εντός της ελληνικής επικράτειας τα τελευταία χρόνια.
Θέλουμε δεν θέλουμε, θα κληθούμε κάποια στιγμή να αντιμετωπίσουμε, πιθανότατα «εν όπλοις», τις αλβανικές προκλήσεις. Και αυτό δεν θα έχει θετικό για την πατρίδα μας αποτέλεσμα, αν υιοθετηθούν και πάλι τοποθετήσεις και πρακτικές που θα ομιλούν για «προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων», για «προϋποθέσεις που πρέπει να τηρήσει η Αλβανία για να μπει στην Ε.Ε.», για «σεβασμό των ευρωπαϊκών αξιών» κ.λπ.
Σε μία Ευρώπη που καταρρέει ηθικά έχοντας προ πολλού αποποιηθεί τις αξίες των λαών της, που δέχθηκε να αντικατασταθούν οι πληθυσμοί των εθνών – κρατών της από ασιατικούς και αφρικανικούς πληθυσμούς, που φιλοξενεί ήδη στο έδαφός της εκατομμύρια μη ευρωπαίους μουσουλμάνους, είναι τουλάχιστον ουτοπία να θεωρεί κανείς ότι θα κάνει το παραμικρό για να βοηθήσει την πατρίδα μας από μία εξωτερική απειλή. Αλλά και να ήθελε, δεν θα μπορούσε. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας και να ετοιμαστούμε όσο είναι ακόμη καιρός.