Ακόμα ένα νέο κυπριακό φρούτο, μαρξιστικών καταβολών κατά πως φαίνεται, ονόματι Σταύρος Αντωνίου, με προκλητικό και ανιστόρητο άρθρο του, το οποίο φέρει τον τίτλο “το φαινόμενο Έθνος και η Κύπρος που έγινε Ελληνική”, επιχειρεί να αμφισβητήσει την Ελληνικότητα, ημών, των Κυπρίων με μαρξιστικά τσιτάτα, τα οποία, αφ’ ενός μεν, ουδόλως απηχούν την ιστορική πραγματικότητα, αφ’ ετέρου δε, βοούν για την ημιμάθεια του συντάκτη τους.
Πρώτον, είναι κοινώς παραδεκτό ότι ο μεσαίωνας τελειώνει περί τα τέλη του 15ου αιώνα με την ανακάλυψη των Νέων Χωρών και την ενοποίηση της Ισπανίας και αφ’ ετέρου η περίοδος ανόδου στην εξουσία της αστικής τάξης, (αν υποτεθεί ότι πράγματι ισχύει αυτή η μαρξιστική θεώρηση του ιστορικού γίγνεσθαι) έλαβε χώραν περί τα τέλη του 18ου αιώνα και σηματοδοτείται από την Αμερικανική και Γαλλική επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους.
Αντίθετα με ότι ισχυρίζεται ο δοκησίσοφος, αρνητής της Ελληνικότητας της Κύπρου, ο Μεσαίωνας στο χώρο, τουλάχιστον, της Ευρώπης και με την εξαίρεση του Βυζαντίου, δεν χαρακτηρίζεται από πολυεθνικές αυτοκρατορίες αλλά από μονοεθνικά κράτη βασίλεια, φεουδαρχικής βεβαίως συγκρότησης. Ακόμη και τα μεγάλα εθνικά κράτη, τα οποία έφεραν τον τίτλο αυτοκρατορίας, όπως π.χ. η λεγόμενη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού έθνους, δεν ήταν παρά μονοεθνικά βασίλεια, τα οποία επεκτείνονταν, κυρίως, επί εδαφών ομοεθνών πληθυσμών. Εξ’ άλλου, το πέρασμα από την ύστερη αρχαιότητα στο Μεσαίωνα, το σηματοδοτεί η κατάρρευση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών (π.χ. Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και Φράγκικη Αυτοκρατορία) και η ανάδειξη των εθνικών κρατών υπό τη μορφή συνένωσης των ομοεθνών φύλων σ’ ένα ενιαίο βασίλειο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Γερμανία, η Δανία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Γαλλία και η Ιταλία. Η σύγχρονη μορφή Κράτους, δηλαδή το συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό κράτος, το οποίο αντικαθιστά τη φεουδαρχία, είναι προϊόν της συνθήκης της Βεστφαλίας του 1648 μ.χ. με την οποία έληξε ο τριακονταετής πόλεμος.
Εν ολίγοις, κανένα κράτος και κανένα κοινωνικό κίνημα δεν δημιούργησε κανένα έθνος. Το έθνος είναι προαιώνιο από καταβολής Hobo Sapiens, έχοντας τον χαρακτήρα, αρχικά, της φυλής και στην συνέχεια του ολοκληρωμένου πολιτικά και πολιτιστικά έθνους, το οποίο στο μεσαίωνα δημιουργεί το εθνικό κράτος και στους νεότερους χρόνους το εθνικό συγκεντρωτικό κράτος.
Τώρα στα καθ’ ημάς. Οι αυτόχθονες κάτοικοι της Κύπρου, ανέκαθεν, από τη χαραυγή της Ιστορίας αποτελούσαν φυλετικό παρακλάδι της Αιγαίας Φυλής, η οποία κατοικούσε ανέκαθεν το χώρο ένθεν και ένθεν του Αιγαίου και η οποία, κατά τη χαλκολιθική εποχή, έγινε γνωστή με τ’ όνομα Πελασγοί, ενώ στα ιστορικά χρόνια έλαβε τ’ όνομα, αρχικά, Αχαιοί και μετέπειτα Έλληνες. Αυτού του είδους Πρωτοέλληνες Πελασγοί είναι και οι λεγόμενοι, καταχρηστικώς, Ετεοκύπριοι, οι οποίοι δημιούργησαν τους Νεολιθικούς και Χαλκολιθικούς πολιτισμούς του Νησιού.
Δεν είναι τυχαίο που οι Έλληνες, από τον Όμηρο ακόμη, τοποθετούσαν τη γέννηση, μιας βασικής τους θεάς, στη θάλασσα της Πάφου. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο Αγαμέμνων, κατά την Πανελλήνια εκστρατεία στην Τροία, απέστειλε μήνυμα συμμετοχής και στον ετεοκύπριο, εφ’ όσον δεν είχε ακόμη επισυμβεί ο μυκηναϊκός αποικισμός της Κύπρου, βασιλιά Κινύρα.
Είναι δε γνωστό ότι ο Αγαμέμνων για την εκστρατεία στην Τροία απευθύνθηκε σε ομοεθνείς του, τους λεγόμενους, τότε Παναχαιούς. Και όλα αυτά να μην ίσχυαν, βεβαίως, από το 1200 π.χ. και μετά, με τον μυκηναϊκό εποικισμό της Κύπρου, η Κύπρος καθίσταται αναπόσπαστο μέρος του Ελληνικού Κόσμου με εννέα πόλεις, βασίλεια, οι οποίες ιδρύθηκαν από Ηρωες του Τρωικού πολέμου με ομιλούμενη γλώσσα την Ελληνική και με Ελληνικά ήθη, έθιμα και θρησκεία. Η ταύτιση των Ελλήνων της Κύπρου με τους ομοεθνείς τους, του Μητροπολιτικού Ελλαδικού Χώρου, καταδεικνύεται από το γεγονός ότι οι Κύπριοι συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς αγώνες στους οποίους συμμετείχαν μόνο Έλληνες. Καταδεικνύεται από το γεγονός επίσης ότι οι Κύπριοι συμμετείχαν στην Πανελλήνια προσπάθεια απόκρουσης της περσικής επιβουλής, βλέπε κινήματα Ονήσιλλου, Ευαγόρα αλλά και εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου, ως και από το γεγονός ότι Κύπριοι φιλόσοφοι φοιτούν στις φιλοσοφικές σχολές του Ελλαδικού χώρου και μετέχουν των φιλοσοφικών ρευμάτων, τα οποία απορρέουν από αυτές τις σχολές.
Η Ελληνικότητα του αυτόχθονος πληθυσμού της Κύπρου καταδεικνύεται και από το αφιέρωμα στο μαντείο των Δελφών του τελευταίου βασιλιά της Σαλαμίνας Νικοκρέοντος, ο οποίος αναφέρει ότι μητρόπολή του είναι η γη του Πέλοπα, η Πελοπόννησος. Καταδεικνύεται επίσης εναργώς από τις επιστολές του μεγάλου, και τόσο πολύ διαστρεβλωθέντος, Ισοκράτους προς τον Βασιλέα της Σαλαμίνος και διάδοχο του Ευαγόρα, Νικοκλή, με τις οποίες τον καλεί να ηγηθεί της Πανελλήνιας εκστρατείας προς εξάλειψη της Περσικής απειλής.
Εξ’ άλλου ο Ηρόδοτος, ο Ιστορικός, ο οποίος επισκέφθηκε την Κύπρο, αναφέρει τις πόλεις της ως Ελληνίδες Πόλεις, κατοικούμενες από Αρκάδες Αργείους, Σαλαμίνιους και Αθηναίους.
Σε ότι αφορά τα ξένα στοιχεία, τα οποία κατά την αρχαιότητα κατοίκησαν τον Κυπριακό χώρο, αυτά δεν είναι παρά τα εξής ένα: οι Φοίνικες! Δεδομένου ότι στις πηγές δεν αναγράφεται οποιοσδήποτε άλλος εποικισμός. Το γενετικό αποτύπωμα των Φοινίκων έχει διαγνωσθεί από σύγχρονες γενετικές έρευνες στο 17% του Κυπριακού πληθυσμού και μόνο.
Κατά τον μεσαίωνα, οι Κύπριοι αισθανόταν αναπόσπαστο μέρος του Ελληνισμού. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι ξένοι κυρίαρχοι: Φράγκοι, Βενετοί και λοιποί, τους αποκαλούσαν Έλληνες (Grecs) και όχι οτιδήποτε άλλο. Ενώ εξ’ ίσου χαρακτηριστικό είναι ότι ο χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς αναγράφει ότι η Κύπρος δύο φυσικούς αφέντες έχει, το Θεό και τον Βασιλέα της Κωνσταντινούπολης από τον οποίο ανέμεναν οι Κύπριοι, κατά τον Μαχαιρά, να αποστείλει τους «λας των αρμάτων» για να τους απαλλάξει από τους Φράγκους.
Πλέον τούτων, συναφώς και ο Άγιος Νεόφυτος, ο Έγκλειστος, στο Χρονικό του με τίτλο “περί των Κατά Χώραν Σκαιών” αναγράφει ότι τα σκαιά, δηλαδή τα ελεεινά φαινόμενα στην Κύπρο του καιρού, συνίσταντο ακριβώς στην πράξη του κυβερνήτη της Κύπρου Ισάκιου Κομνηνού να αποσχίσει την Κύπρο το 1184 από τη φυσική της κοιτίδα, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και να την καταστήσει ανεξάρτητη. Γι αυτή την ύβρι επήλθε η Νέμεσις, η ήττα του Ισακίου και η σύλληψή του από τον Βασιλιά της Αγγλίας, τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο.
Αλλά και στα νεότερα χρόνια, επί τουρκοκρατίας, η Ελληνική συνείδηση των Κυπρίων παρέμεινε αλώβητη. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές στο έργο του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού, το οποίο συνεγράφη κατά τον 18ο αιώνα, όπως επίσης σημαντικό είναι και το γεγονός ότι οι Κύπριοι μετέχουν του νεοελληνικού διαφωτισμού όπως π.χ. ο σύντροφος του Ρήγα Φεραίου και εκ των θανατωθέντων μαζί του, στον Πύργο Νεμπόισσα του Βελιγραδίου, Ιωάννης Καρατζάς, από τη Λευκωσία. Αυτόχθονες Κύπριοι, ακραιφνείς Έλληνες και όχι επύληδες εξ’ Ελλάδος, ήταν και οι Κύπριοι Φιλικοί, οι οποίοι πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος επί Κουτσιούκ Μεχμέτ. Πάνω απ’ όλα όμως, εξόχως καταδεικτικό της Ελληνικής συνείδησης των αυτοχθόνων Κυπρίων της εποχής εκείνης, είναι το γεγονός της συμμετοχής εκατοντάδων απλών Κυπρίων στη εθνεγερσία του 1821. Τα ονόματα Μιχάλης Λοίζος (Κυπραίος), Χαράλαμπος Μάλης, Ιωάννης Σταυριανός, Ιωάννης Πασαπόρτης, Νικόλαος και Θεοφύλακτος Θησέας και πολλοί άλλοι, έχουν καταγραφεί στο Πάνθεο των Ηρώων του Ελληνισμού.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι πρώτοι εξ’ Ελλάδος αφιχθέντες, κατά τα νεότερα χρόνια, κατέφθασαν στην Κύπρο ως έμποροι και εκπαιδευτικοί (καλαμαράδες) κυρίως, κατά την Αγγλοκρατία και ιδίως μετά την ίδρυση του Παγκυπρίου Γυμνασίου, το 1893. Η συνεισφορά αυτών στην εδραίωση του εθνικού αισθήματος των Κυπρίων ήταν ανεκτίμητη. Δεν ήταν όμως αυτοί που δημιούργησαν το εθνικό ενωτικό κίνημα. Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος το 1878, υποδεχόμενος τον πρώτο αρμοστή, Σερ Γκάρετ Γούσλεη, εξέφρασε το πάνδημο αίτημα των Κυπρίων όπως, κατ’ επανάληψη της περίπτωσης των Επτανήσων, αποδοθεί η Κύπρος στην Ελλάδα. Τότε δε δεν είχαν ακόμη καταφθάσει οι εξ’ Ελλάδος σημαίνοντες έμποροι και εκπαιδευτικοί. Το Κυπριακό Ενωτικό Κίνημα ήταν, λοιπόν, αυτόχθον και απηχούσε την εθνική συνείδηση του ντόπιου Κυπριακού πληθυσμού. Αυτή δε η εθνική συνείδηση, δεν ήταν παρά απόρροια της Ελληνικής Φυλετικής σύστασης των Κυπρίων.
Βεβαίως, τα ως άνω δεν αναιρούν το γεγονός ότι 17% του Ελληνοκυπριακού πληθυσμού έχει ξενική (Φοινικική καταγωγή). Στο ποσοστό αυτό των μη Ελλήνων ας προστεθεί και ένα ασήμαντο ποσοστό Κυπρίων Ελληνοφώνων τουρκογενών στην προέλευση, οι οποίοι προέκυψαν μέσα από βιασμούς Ελληνίδων και μέσα από ελάχιστες περιπτώσεις, ελληνοτουρκικών επιμειξιών.
Είναι επίσης γεγονός ότι από αρχαιοτάτων χρόνων τα ξενικά προς τους Έλληνες φύλα απεργάζονται τον αφελληνισμό του Νησιού. Από την εποχή του Ονήσιλλου, όπου οι Αμαθούσιοι κάρφωσαν το καύκαλο του στα τείχη και φώλιασε σ΄ αυτό το σμήνος των μελισσών και τη νεότερη ιστορία μας, όπου προδότες κατέδιδαν στους Άγγλους προστάτες τους, τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, μέχρι σήμερα όπου τα ξενικά αυτά φύλα, τα οποία στεγάστηκαν, κυρίως, στο κόμμα του Ακελ μαζί με τους γραικύλους, προσπαθούν α αφελληνίσουν το Νησί και να το παραδώσουν στους Τούρκους. Σ αυτά τα στοιχεία, άλλωστε, επένδυσαν και οι Άγγλοι τη διαιώνιση της αποικιοκρατίας και αυτά τα στοιχεία μαζί με άλλου παράγοντες υπονόμευσαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Όλα αυτά τα στοιχεία ξεχωρίζουν είτε από τον μη Ελληνικό φαινότυπό τους, είτε από την ανθελληνική τους συνείδηση. Άλλωστε πολλοί από αυτούς, ενίοτε το αποτολμούν να δηλώσουν τη μη Ελληνική τους καταγωγή, ξεκάθαρα. Τέτοια περίπτωση είναι ο πρώην δήμαρχος Λεμεσού και πρωτοκλασσάτο στέλεχος του Ακέλ, Ανδρέας Χρήστου, ο οποίος, δήλωσε στον πρώην Έλληνα Πρέσβη Ζαχαράκη τα εξής:
“Ο ισχυρισμός για ύπαρξη Ελληνισμού στην Κύπρο συνιστά εσφαλμένη και αναληθή θέση. Η χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους Ελληνοκύπριους αποτελεί συμπτωματικό γεγονός γιατί αυτή επεβλήθη από μερικές εκατοντάδες Έλληνες, όταν στην Κύπρο ζούσε γηγενής πληθυσμός 500,000 ατόμων, επί των οποίων θα μπορούσαν να έχουν υπερισχύσει οι Αιγύπτιοι ή οι Φοίνικες”!
Ωστόσο ο κάθε Χρήστου μπορεί να δηλώνει για την καταγωγή του ό,τι θέλει. Ας μην κρίνουν, όμως, εξ΄ ιδίων τα αλλότρια.
Εθνικιστικό Απελευθερωτικό Κίνημα (ΕΑΚ)
Τομέας Ιδεολογικού Αγώνα