Το αιματηρό ξέσπασμα των «Ευαγγελικών» του 1901

8 Χρόνος ανάγνωσης

Ευθύς μετά τον πόλεμο του 1897, η βασίλισσα Όλγα πήρε την πρωτοβουλία να μεταφράσει στην καθομιλουμένη γλώσσα τα τέσσερα Ευαγγέλια, για να τα καταλαβαίνει ο λαός.

Σ’ αυτό είχε παρακινηθεί από τις επισκέψεις που έκανε σε τραυματίες στα νοσοκομεία στο διάστημα του πολέμου. Τους χάριζε Ευαγγέλια και οι περισσότεροι της λέγαν ότι δεν καταλαβαίνουν τίποτα όταν τα διαβάζουν. Και τότε αποφάσισε τη μετάφραση. Φαίνεται μάλιστα πως είχε τη σιωπηρή συγκατάθεση του Μητροπολίτη Αθηνών Προκοπίου, ενώ η Ιερά Σύνοδος είχε αντίθετη γνώμη, που την διατύπωσε και εγγράφως (1899) σε υπόμνημά της προς τη Βασίλισσα. Παρά τις αντιρρήσεις της Συνόδου η Όλγα προχώρησε στην έκδοση του μεταφρασμένου Ευαγγελίου το τέλος του 1900. Η πρώτη δοκιμαστική έκδοση, από 1.000 αντίτυπα, εξαντλήθηκε σε ένα μήνα. Και ετοιμαζόταν η δεύτερη έκδοση σε 100.000 αντίτυπα.

Η μετάφραση του Ευαγγελίου
Ενώ η Όλγα ετοίμαζε τη νέα μεγάλη εξόρμηση του μεταφρασμένου Ευαγγελίου, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη άρχισε να δημοσιεύεται σε επιφυλλίδες μια μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική του Αλεξάνδρου Πάλλη. Η «Ακρόπολις» συνόδευσε τη μετάφραση του Πάλλη με κύριο άρθρο, που έγραφε πως συνεχίζει την προσπάθεια της βασίλισσας Όλγας, «η οποία με το ευαγγελικόν της πνεύμα είχε την θείαν ιδέαν να μεταφρασθεί το Ευαγγέλιον εις την γλώσσαν του λαού». Και πρόσθετει: «Το έργον της Βασιλίσσης έχει ευλογήσει ο Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, καταπατήσας πάσαν μωράν κατά της εκλαϊκεύσεως και αντιχριστιανική αντίδρασιν».

Οι αντιδράσεις
Η μετάφραση του Πάλλη προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Η «Ακρόπολις» ήταν τότε η καλύτερη και προοδευτικότερη από τις αθηναϊκές εφημερίδες και με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία. Οι άλλες αθηναϊκές εφημερίδες, από αντιζηλία και αντίδραση κατά του Γαβριηλίδη, άρχισαν τον αγώνα εναντίον της μεταφράσεως και βρήκαν πρόθυμους οπαδούς τους «καθαρεουσιάνους» και τη φοιτητική νεολαία. Την εποχή εκείνη το «γλωσσικό ζήτημα» βρισκόταν σε μεγάλη ένταση. Η πνευματική τάξη είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Στο ένα ήταν οι «μαλλιαροί», οι οπαδοί της δημοτικής γλώσσας, με τον Ι. Ψυχάρη, τον Αλ. Πάλλη, το συντάκτη του «Νουμά» Δ. Ταγκόπουλο και άλλους ανθρώπους των γραμμάτων. Στην άλλη παράταξη ανήκαν οι «γλωσσαμύντορες», φανατικοί οπαδοί της καθαρεύουσα. Αρχηγός και υποκινητής τους ήταν, κυρίως, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Γ. Μιστριώτης, που επηρέαζε και το φοιτητικό κόσμο. Η μετάφραση του Ευαγγελίου ήλθε «να ρίξει λάδι στη φωτιά». Πέρα από το γλωσσικό υπήρχε και το θρησκευτικό θέμα. Στον αγώνα κατά της μεταφράσεως μπήκε και το «Φλογερό Καμίνι». Έτσι έλεγαν τότε το Πανεπιστήμιο, για τους συνεχείς αγώνες και τις ταραχές που προκαλούσε, ακολουθώντας και παλαιότερη παράδοση. Με το μέρος των φοιτητών τάχθηκαν και οι «συντεχνίες», δηλαδή τα εργατικά σωματεία της εποχής εκείνης. Οι συντεχνίες είχαν κηρυχθεί κατά της μεταφράσεως όχι από πνεύμα θρησκευτικό ή συντηρητικό, αλλά από αντιδυναστικό, που ήταν διάχυτο στην Πρωτεύουσα μετά το 97.

Εμπρηστικά άρθρα του τύπου
Υπέρ της μεταφράσεως του Ευαγγελίου, εκτός από την «Ακρόπολη», ήταν και η απογευματινή εφημερίδα «Άστυ». Οι άλλες είχαν ταχθεί εναντίον για λόγους, κυρίως, επαγγελματικού ανταγωνισμού και φρόντιζαν να φανατίζουν τον κόσμο με εμπρηστικά άρθρα και να εξάπτουν τα πνεύματα. Άφηναν να υπονοηθεί πως πίσω απο τη μετάφραση του Ευαγγελίου κρυβόταν δάκτυλος ρωσικός, με σκοπό να εξουθενώσει τον εθνισμό και τη θρησκεία των Ελλήνων. Οι «Καριοί» του Κανελλίδη, σε πύρινο άρθρο εναντίον εκείνων που αποτόλμησαν τη μετάφραση, είχαν βάλει τον τίτλο: «Πυρπολήσατε την μετάφρασιν της Σλαύας», υπονοώντας τη βασίλισσα Όλγα, που ήταν Ρωσίδα. Το «Εμπρός» του Καλαποθάκη ζητούσε «Νύκτα Αγίου Βαρθολομαίου» εναντίον των «αιρετικών» που είχαν τολμήσει τη μετάφραση. Ανάλογη ήταν η αρθρογραφία και των άλλων εφημερίδων, που εξωθούσαν στα άκρα. Η κυβέρνηση Θεοτόκη δε θέλησε να λάβει, ευθύς εξ αρχής, αποφασιστική θέση στο ζήτημα της μεταφράσεως, για να μη δυσαρεστήσει τη Βασίλισσα που είχε την πρωτοβουλία. Την ίδια χλιαρή στάση έδειξε και ο Μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος. Ήταν και αυτός, όπως και ο Θεοτόκης, άνθρωπος του παλατιού. Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη, πως μεταφράσεις Ευαγγελίων είχαν γίνει και πριν. Και την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν, όπως και σήμερα, ελεύθερα τα μεταφρασμένα Ευαγγέλια της αγγλικής «Ιερογραφικής Εταιρείας». Συνεπώς σε άλλα αίτια θα πρέπει να αναζητήσουμε το φανατισμό που δημιουργήθηκε γύρω από τη μετάφραση του Ευαγγελίου και οδήγησε στις τριήμερες ταραχές και στο αιματοκύλισμα.

Οι αιματηρές ταραχές
Από τις 6 Νοεμβρίου 1901 είχε αρχίσει η αναταραχή στην πόλη με τις συγκεντρώσεις φοιτητών και λαού και τις επιθέσεις εναντίον των γραφείων των εφημερίδων «Ακρόπολις» και «Άστυ». Οι ταραχές συνεχίστηκαν και την επομένη και κορυφώθηκαν στις 8 Νοεμβρίου. Η Κυβέρνηση απαγόρευσε το μεγάλο συλλαλητήριο που είχαν οργανώσει οι συντεχνίες και οι φοιτητές στις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Για να ενισχύσει τη χωροφυλακή, χρησιμοποίησε το στρατό και έφερε από το ναύσταθμο ναυτικό άγημα. Όταν οι διαδηλωτές είχαν συγκεντρωθεί, επιχειρήθηκε η διάλυσή τους από τις ένοπλες δυνάμεις, που οδήγησε σε αιματοκύλισμα, με 8 σκοτωμένους και επάνω από 100 τραυματίες. Οι 48 βαρύτερα τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία. Πολλοί είχαν ποδοπατηθεί από τα άλογα, στις επελάσεις του ιππικού εναντίον των διαδηλωτών. Όλοι οι σκοτωμένοι ήταν πολίτες και μεταξύ αυτών και ένας φοιτητής. Κατά τις πληροφορίες των εφημερίδων οι φοιτητές ήταν οπλισμένοι με 5 – 6 γκράδες και 50 περίπου περίστροφα. Ο αριθμός των θυμάτων ήταν μεγάλος για μια πόλη 130.000 κατοίκων. Την αγανάκτηση για τα γεγονότα την εκφράζει ο Σουρής στο «Ρωμηό» γράφοντας:

Τον κόσμο ματοκύλησαν αγάδες φρενιασμένοι
και να πατήσουν ήθελαν απάτητα τεμένη
και σαν να μην τους έφθαναν πεζοί και καβαλλάρηδες
μουστακαλήδες των χορών και της μαζούρκας Άρηδες,
έφεραν και ναυτόπουλα μεσ’ από τις αρμάδες
να χύσουν αίμ’ αδελφικό και να γενούν φονιάδες …

Ο Πρωθυπουργός πυροβολείται
Στις συγκρούσεις που έγιναν, κινδύνεψε και ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης, που βρέθηκε κοντά στον τόπο των ταραχών. «Πυροβολισμοί ρίπτονται κατά της αμάξης του Πρωθυπουργού» γράφει ένας αυτόπτης των γεγονότων «λίθοι ογκώδεις εξακοντίζονται κατ’ αυτής. Και η άμαξα τρέχουσα, κατεστραμμένη, διάτρητος εκ σφαιρών, μόλις κατώρθωσε να φθάσει εις την οικίαν του κ. Πρωθυπουργού, ο οποίος κατήλθεν αυτής ωχρός και μόλις δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του, σωθείς ως εκ θαύματος και μη φέρων ουδεμίαν αμυχήν». Το βράδυ των ταραχών και ύστερ’ από τους πυροβολισμούς κατά του Πρωθυπουργού, η αστυνομία τοποθέτησε ένα χωροφύλακα για φρουρό της πρωθυπουργικής κατοικίας. Ο Θεοτόκης τον διάταξε να φύγει και είπε στο διευθυντή της Αστυνομίας: «Αλλοίμονον! Αν τον Πρωθυπουργόν, που είναι ο εκλεκτός του λαού, πρέπει να τον προστατεύουν οι χωροφύλακες …». Αργότερα είδαμε πρωθυπουργούς να κυκλοφορούν περιστοιχισμένοι από αστυνομικούς και εξοπλισμένα αυτοκίνητα. Τότε, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ γύριζε μόνος στους δρόμους της Αθήνας. Είχε απαγορεύσει, μάλιστα, κάθε αστυνομική παρακολούθηση και ασφάλεια. Άλλες εποχές, άλλες αντιλήψεις.

Παραιτήσεις
Την επομένη τν Ευαγγελικών η κυβέρνηση Θεοτόκη παραιτήθηκε, μολονότι είχε μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή από πρόσφατες εκλογές. Παραιτήθηκε επίσης ο Μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος, ο Αρχηγός της Χωροφυλακής και ο Διευθυντής της Αστυνομίας. Και οι Αθηναίοι ηρέμησαν. Για τα «Ευαγγελικά» αναφέρουν λεπτομερώς οι εφημερίδες της εποχής και η γραμματεύς της Όλγας Ιουλία Καρόλου στο βιβλίο της: «’Ολγα η Βασίλισσα των Ελλήνων».

πηγή: www.syllogostonathinaion.gr

Share This Article