27 Οκτωβρίου του 312 μΧ, ο Μέγας Κωνσταντίνος βλέπει το περίφημο όραμα του σταυρού με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» και υψώνει ως έμβλημά του: τον σταυρό “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης με τον Μαξέντιο στη Saxa Rubra, επάνω στη Φλαμινία οδό και κοντά στη Μιλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος είδε όραμα, σύμφωνα με το οποίο ακτίνες φωτός σχημάτισαν στον ουρανό ένα σταυρικό σύμπλεγμα με τη φράση “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”.
Το περιστατικό αυτό, το οποίο το θεώρησε ως “Θεία έμπνευση” και σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές του ικανότητες τον οδήγησε την επομένη (28 Οκτωβρίου) σε μία περήφανη νίκη επί του Μαξέντιου, που τον κατέστησε κυρίαρχο της Δύσης.
Το όραμα αυτό σηματοδοτεί την μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου από την ειδωλολατρία στον Χριστιανισμό και την ιστορική επικράτηση του Χριστιανισμού στην τότε Ρωμαϊκή Οικουμένη και στη συνέχεια σε όλη την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας.
Χάρη στην μεταστροφή αυτή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. ο οποίος είχε Ελληνική καταγωγή από την πλευρά της χριστιανής μητέρας του , έπαψαν οι διωγμοί των Χριστιανών και άνοιξε τον δρόμο για να γίνει αρκετά χρόνια αργότερα ο χριστιανισμός επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους.
Πιο συγκεκριμένα, την ίδια περίοδο που ο Κωνσταντίνος αντιμετώπιζε το Μαξιμιανό, οι υπόλοιποι Αύγουστοι στην Ανατολή αλληλοεξοντώθηκαν σε εμφύλιους πολέμους. Αυτοί που παρέμειναν στην εξουσία ήταν ο Μαξέντιος, ο οποίος κατείχε την Ιταλία και την Αφρική, ο Λικίνιος που διοικούσε όλα τα ανατολικά τμήματα και βέβαια ο Κωνσταντίνος στη Δύση, ο οποίος το 310 μΧ προσάρτησε και την Ισπανία στα εδάφη του, αποσπώντας την από το Μαξέντιο.
Ο Μαξέντιος, έχοντας επιβιώσει από τις επιβουλές του πατέρα του Μαξιμιανού, την εξέγερση του Λεύκιου Δομίτιου Αλεξάνδρου, επιτρόπου της Αφρικής, και τις εναντίον του εκστρατείες των Αυγούστων Σεβήρου και Γαλέριου, θεωρούσε ότι ο επόμενος αντίπαλος που θα αντιμετώπιζε ήταν ο Αύγουστος της Ανατολής Λικίνιος. Για να είναι έτοιμος σε μια επικείμενη επίθεση, ο Μαξέντιος άρχισε να οχυρώνει την περιοχή της Ραιτίας. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι ο κύριος αντίπαλός του ήταν ο Κωνσταντίνος, ο οποίος ήθελε να εξουδετερώσει το Μαξέντιο, ώστε να παραμείνει απόλυτος κύριος της Δύσης.
Ο Μαξέντιος σχεδίαζε να εισβάλει αιφνιδιαστικά στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος όμως τον πρόλαβε, συγκέντρωσε στρατό, πέρασε τις Άλπεις και εισέβαλε στην Ιταλία την άνοιξη του 312μΧ. Νίκησε εύκολα στρατιωτικές μονάδες στο Πεδεμόντιο και άρχισε να κινείται νότια. Κατέλαβε τη Βερόνα και την Ακυληία (πόλεις της βόρειας Ιταλίας). Το Σεπτέμβριο του 312μΧ, πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στα Μεδιόλανα και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Ρώμη, για να δώσει την αποφασιστική μάχη. Στην πορεία αυτή ενίσχυσε το στρατό του στρατολογώντας από τους ντόπιους πληθυσμούς, χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ εθνικών και χριστιανών. Η συμπεριφορά αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των χριστιανών, καθώς την θεώρησαν ενδεικτική της στάσης που θα κρατούσε ο νέος αυτοκράτορας έναντι του Χριστιανισμού και των πιστών του, αν και ο ίδιος ήταν ακόμη πιστός στους θεούς της Ρώμης.
Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μάχη που επρόκειτο να δοθεί και που θα έμενε στην ιστορία ως η μάχη της Μιλβίας γέφυρας, είναι το περίφημο όραμα του Κωνσταντίνου, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης: ο φωτεινός σταυρός, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: in hoc signo vinces). Ο Χριστιανός ρήτορας Λακτάντιος, ο οποίος ήταν δάσκαλος του πρωτότοκου γιου του Κωνσταντίνου Κρίσπου, συνεπώς είχε στενές σχέσεις με την αυτοκρατορική οικογένεια, αναφέρει ότι το όραμα του Κωνσταντίνου ήταν ενύπνιο. O Ευσέβιος παρατηρεί μόνο ότι ξεκινώντας ο Κωνσταντίνος να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στο Θεό του ουρανού και για τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό». Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ένα άλλο έργο που κακώς αποδίδεται στον Ευσέβιο «Τα εις βίον Κωνσταντίνου» περιγράφει με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός ως αληθινό όραμα, το οποίο εμφανίστηκε στο μεσημεριάτικο ουρανό και το είδαν και οι στρατιώτες. Μάλιστα συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας ότι το άλλο βράδυ, στη συνέχεια του θείου οράματος, εμφανίστηκε ο Χριστός στον Κωνσταντίνο και τον πρόσταξε να βάλει το σταυροειδές σύμπλεγμα ως έμβλημα στις ασπίδες των λεγεώνων του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος απέφευγε να μιλάει για την εμπειρία του αυτή, δε δίσταζε όμως να αποδίδει την τελική επικράτησή του στη βούληση του Θεού των Χριστιανών. Στην αψίδα που έστησε το 315μΧ σε ανάμνηση τις νίκης του χάραξε ότι η νίκη ήταν καρπός θείας εμπνεύσεως.
Ιστορικοί της εποχής μας προσπάθησαν να ερμηνεύσουν επιστημονικά το όραμα του μέγα Κωνσταντίνου, χρησιμοποιώντας την ψυχολογία και την αστρονομία. Έτσι, ίσως ο Κωνσταντίνος να μην μπορούσε να καταλάβει τη δεδομένη στιγμή ότι από την έκβαση της μάχης θα κρινόταν η πορεία της Ευρώπης και του κόσμου, οπωσδήποτε όμως συνειδητοποιούσε πόσο αποφασιστική ήταν η επερχόμενη σύγκρουση για τη μονοκρατορία του ίδιου, στην οποία στόχευε. Άλλωστε, όσο άπειρος κι αν ήταν στον πόλεμο ο Μαξέντιος, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι στο παρελθόν είχε κατορθώσει να νικήσει τις δυνάμεις του Γαλέριου και του Σεβήρου. Επιπλέον, το χριστιανικό στοιχείο στις λεγεώνες του ήταν πια δυναμικό και αυτό ήταν δηλωτικό των διαθέσεών του απέναντι στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και των προσωπικών του αναζητήσεων. Μέσα σε αυτό το ψυχολογικό πλαίσιο, φορτισμένο από την αγωνία για την έκβαση της μάχης, θα πρέπει ίσως να κατανοηθεί το όραμα.
Άλλοι ιστορικοί, παρακολουθώντας τα πορίσματα της αστρονομίας, παρατήρησαν ότι οι θέσεις των πλανητών τη δεδομένη ημέρα σχημάτιζαν ένα Χ και ένα Ρ σε σταυροειδή ανάπτυξη. Γι’ αυτό και πιστεύουν ότι το όραμα ο Κωνσταντίνος το είδε βράδυ, προσεγγίζουν δηλαδή την αναφορά του Λακτάντιου. Εξυπακούεται βέβαια ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμάει τον Κωνσταντίνο ως άγιο και ισαπόστολο, το όραμα ήταν αληθινό και είχε θεία προέλευση:
«Του σταυρού Σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος…»
ακούν οι χριστιανοί στους ναούς, τη μέρα γιορτής του Κωνσταντίνου.
Όποια και να είναι η αλήθεια, γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίνος είδε ή βίωσε «κάτι», το οποίο τον ώθησε να λάβει μια ιστορική και πρωτάκουστη για τα δεδομένα της εποχής απόφαση:
Οι ρωμαϊκές λεγεώνες, όταν οδηγούνταν στις μάχες, είχαν μπροστά τους προπορευόμενα τα αγάλματα των πατρώων θεών. Ο Κωνσταντίνος διέταξε τα αγάλματα αυτά να αντικατασταθούν από ένα κόκκινο ύφασμα στη μέση του οποίου ήταν κεντημένο το σύμπλεγμα των γραμμάτων Χ και Ρ, όπως το είδε στο όραμά του. Το ύφασμα αυτό αποτελούσε το καινούργιο έμβλημα του αυτοκράτορα και έμεινε γνωστό ως λάβαρο (labarum). Το σύμπλεγμα Χ και Ρ (χριστόγραμμα) μπήκε και στις ασπίδες των στρατιωτών. Οι χριστιανοί στρατιώτες αναθάρρησαν από τη διαταγή του αυτοκράτορά τους. Αργότερα ο Κωνσταντίνος έβαλε το σταυροειδές σύμβολο και στο στέμμα του. Μόνο στα νομίσματα της εποχής δεν εμφανίζεται.
Η φημισμένη φράση υπήρχε όμως σε ορισμένα βυζαντινά ασημένια νομίσματα μεταξύ 977μΧ και 989.
Τελικά οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου του 312μΧ κοντά στη Μιλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη.
Στη φωτογραφία:
“Το όραμα του Σταυρού” από τον Ραφαήλ. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι από τον ίδιο τον Ραφαήλ, αλλά είναι φιλοτεχνημένο μετά το θάνατό του (1520) από τους βοηθούς του: Giulio Romano, Giovanni Francesco Penni και Raffaellino del Colle. (Τοιχογραφία 1520-1524, «Αίθουσα του Κωνσταντίνου», Βατικανό).
27 Οκτωβρίου 312 μΧ: Ο Μέγας Κωνσταντίνος υψώνει ως έμβλημά του τον σταυρό ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ
