Σαν σήμερα, στις 13 Σεπτεμβρίου 1986, η Καλαμάτα βυθίστηκε στον τρόμο. Ο σεισμός των 6,2 Ρίχτερ που χτύπησε την πόλη άφησε πίσω του έναν τραγικό απολογισμό: 22 νεκρούς, περισσότερους από 300 τραυματίες και χιλιάδες άστεγους. Ήταν μια από τις πιο σκοτεινές μέρες στη σύγχρονη ιστορία της Μεσσηνίας.
Η πόλη καλύφθηκε από ένα πέπλο σκόνης, ενώ οι μετασεισμοί –που έφτασαν έως και τα 5,6 Ρίχτερ– κράτησαν τους κατοίκους σε διαρκή τρόμο. Το 70% των κτιρίων κρίθηκε ακατάλληλο για κατοίκηση και το 20% κατεδαφιστέο, με αποτέλεσμα πολλοί να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την Καλαμάτα για τα γύρω χωριά.
«Δεν μπορώ να κουνηθώ…»
Στην οδό Αριστείδου 28, μια νεόχτιστη πολυκατοικία κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Από μέσα ακούγονταν φωνές:
«Μ’ ακούς; Είσαι καλά; Είμαστε εδώ για να σε βγάλουμε!» φώναζε ένας πυροσβέστης.
«Δεν μπορώ να κουνηθώ!» απαντούσε ο εγκλωβισμένος πατέρας, που έδινε οδηγίες στους διασώστες για το πού βρίσκονταν η γυναίκα και τα παιδιά του. Εκείνος δεν πρόλαβε… Οι φωνές του όμως έσωσαν τη σύζυγό του, που βγήκε ζωντανή από τα χαλάσματα. Ανάμεσα στα συντρίμμια βρέθηκε και ένα βρέφος μόλις 10 ημερών, που χαροπάλευε κάτω από μπάζα και σίδερα. Το εντόπισαν ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά και το έσωσαν, συγκλονίζοντας τους πάντες.
Η πόλη σε συντρίμμια
Το 70% των κτιρίων κρίθηκε ακατάλληλο και το 20% κατεδαφιστέο. Ολόκληρες οικογένειες βρέθηκαν στον δρόμο. Πολλοί δεν τόλμησαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, φοβούμενοι νέες καταρρεύσεις. Στήθηκαν 30 καταυλισμοί σε ανοιχτούς χώρους, ενώ το νοσοκομείο Καλαμάτας γέμισε ασφυκτικά. Στην αυλή στήθηκαν πρόχειρα ιατρεία με ράντζα και σκηνές.
Η νεοσύστατη τότε ΕΜΑΚ, μαζί με διασώστες από τη Γαλλία και τη Γερμανία, έδωσαν μάχη με τον χρόνο. Σκάβοντας με τα χέρια, ακούγοντας προσεκτικά μήπως ακουστεί ένα κλάμα ή ένας ψίθυρος.
Μια σύμπτωση που έσωσε ζωές
Εκείνη την ημέρα είχαν πραγματοποιηθεί τα εγκαίνια της ακτοπλοϊκής σύνδεσης Καλαμάτας – Κρήτης. Χιλιάδες κόσμος βρισκόταν στο λιμάνι αντί στα σπίτια του. Το πλοίο που θα εκτελούσε το δρομολόγιο, άνοιξε τις καμπίνες του και φιλοξένησε σεισμοπαθείς το πρώτο εκείνο εφιαλτικό βράδυ.
«Έπεφταν οι τοίχοι γύρω μας, κι εγώ κρατούσα το παιδί στην αγκαλιά μου. Δεν ήξερα πού να πάω, το μόνο που έκανα ήταν να τρέξω έξω και να προσεύχομαι», θυμάται μια κάτοικος της πόλης.
Άλλος επιζών διηγείται: «Η σκόνη κάλυψε τον ουρανό. Ήταν σαν να είχε νυχτώσει ξανά. Δεν έβλεπες τίποτα, μόνο άκουγες φωνές και σειρήνες».

Ο δύσκολος χειμώνας
Ο χειμώνας που ακολούθησε ήταν σκληρός. Το χιόνι και το κρύο έκαναν την καθημερινότητα στους καταυλισμούς ανυπόφορη. Πολλοί Καλαματιανοί εγκατέλειψαν προσωρινά την πόλη για να βρουν καταφύγιο σε χωριά και άλλες περιοχές. Χρειάστηκαν πέντε ολόκληρα χρόνια για να σταθεί ξανά η Καλαμάτα στα πόδια της. Η ανοικοδόμηση ήταν δύσκολη, αλλά η πόλη αναγεννήθηκε μέσα από τα ερείπια.