γράφει ο Γιάννης Χ. Κουριαννίδης
Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»
Η ανάγκη για εργασία σε δύο διαφορετικές εργοδότες υπήρχε πάντοτε στην ελληνική κοινωνία, όπως άλλωστε και αλλού. Αφορούσε, όμως, πάντοτε, έναν περιορισμένο αριθμό εργαζομένων, κυρίως αυτών που είχαν είτε αυξημένες ανάγκες είτε μικρές απολαβές κ.λπ. Δυστυχώς, στην εποχή μας το φαινόμενο αυτό αποτελεί μία αναγκαιότητα για ένα πολύ μεγάλο τμήμα νέων, κυρίως, Ελλήνων.
Ο πρωθυπουργός, στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου στο πλαίσιο της ΔΕΘ, προσέγγισε το θέμα χρησιμοποιώντας τον όρο «επιλογή». Είπε συγκεκριμένα, ότι «πολλοί νέοι επιλέγουν να εργάζονται σε δύο δουλειές, για 13 ώρες». Υπονόησε προφανώς, ότι ένας νέος σήμερα έχει δικαίωμα στην επιλογή. Θα μπορούσε δηλαδή να επιβιώσει εργαζόμενος μόνο σε μία εργασία, αλλά αυτός επιλέγει να απασχοληθεί και σε μία δεύτερη.
Αν η φράση αυτή δεν αποτελεί μία πολιτική κακοήθεια εκ μέρους του πρωθυπουργού, τότε απλώς καταδεικνύει την αναισθησία του περί της αγωνίας και της λαχτάρας των νέων Ελλήνων για ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και ανάλογες ανταποδοτικές απολαβές. Αν και η πολιτική κακοήθεια χαρακτηρίζει το ευρύτερο φάσμα του ελληνικού πολιτικού σκηνικού, στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ταίριαζε περισσότερο η αναισθησία, που είναι λογικό να χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο που ουσιαστικά δεν βιοπορίστηκε ποτέ στη ζωή του από κάποια παραγωγική εργασία, από αυτές τουλάχιστον που να εμπερικλείουν την αγωνία για την κάλυψη ενός ενοικίου, ενός φουσκωμένου λογαριασμού ενέργειας ή των φροντιστηρίων των παιδιών σου.
Είναι λογικό, λοιπόν, ένας τέτοιος άνθρωπος να θεωρεί ότι ένας νέος έχει πράγματι ως επιλογή του το να εργαστεί σε δύο διαφορετικούς εργοδότες, απλώς γιατί έτσι … γουστάρει! Και είναι λογικό επίσης, να θεωρεί πως τον διευκολύνει μία κυβέρνηση, συγκεντρώνοντας σε έναν εργοδότη τις 13 ώρες απασχόλησής του αντί για δύο! Κι αυτό το χαρακτηρίζει ως κοινωνικό μέτρο, που «διασφαλίζει μία επιλογή του εργοδότη και του εργαζομένου». Αυτή η «διασφάλιση της ασφάλειας» του εργαζομένου μια άλλη «διασφάλιση της ασφάλειας» μας θυμίζει, αλλά ας το πάρει το ποτάμι, αρκεί να μην έχει τα ίδια αποτελέσματα!
Αντί, λοιπόν, ο πρωθυπουργός να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανάγκης για διπλοεργασία, βελτιώνοντας θεσμικά τους μισθούς των εργαζομένων, μειώνοντας λ.χ. τη φορολόγηση των επιχειρήσεων, επιλέγει να συντηρήσει το απάνθρωπο καθεστώς της εργασιακής σκλαβιάς των 13 ωρών εργασίας!
Αλήθεια, πιστεύει κάθε λογικός άνθρωπος ότι αυτό θα αποτελέσει κίνητρο για την αντιμετώπσιη λ.χ. του δημογραφικού; Όταν ακόμη και τις όποιες αυξημένες απολαβές, ενός εργαζόμενου με 13ωρο, θα τις καταβροχθίζει το κόστος των ενεργειακών παρόχων – ευνοουμένων της κυβέρνησης, θα ήταν αφελές να ισχυριστεί κάποιος κάτι τέτοιο.
Μήπως πιστεύει, άραγε, ότι το 13ωρο θα είναι αυτό που θα συγκρατήσει τους νέους μας από τη φυγή στο εξωτερικό, προς αναζήτηση ανθρώπινων συνθηκών εργασίας; Είναι γνωστό εξ άλλου ότι οι Έλληνες είναι οι εργαζόμενοι που εργάζονται τις πιο πολλές ώρες σε σύγκριση με τους λοιπούς Ευρωπαίους.
Ή μήπως πιστεύει πως αυτό το «εργασιακό μέτρο» θα αποτελέσει κίνητρο επαναπατρισμού των εκατοντάδων χιλιάδων νέων Ελλήνων που εργάζονται ήδη στο εξωτερικό;
Δυστυχώς, ο σημαντικότερος συντελεστής πλούτου, η εργασία, έχει κατάφωρα υποτιμηθεί στην πατρίδα μας από τη διεθνή του χρήματος και τους πρόθυμους εγχώριους συνεργάτες της, για να εξυπηρετηθούν οι άνομοι κερδοσκοπικοί στόχοι και να εκμεταλλευτούν το ανθρώπινο δυναμικό.
Υπόθεση πρωταρχικής σημασίας αποτελεί η αποκατάσταση και η βελτίωση της θέσης της εργασίας. Ο ρόλος του κράτους νυχτοφύλακα που παρακολουθεί τις εξελίξεις δεν ταιριάζει στην πατρίδα μας. Πολύ περισσότερο δεν ταιριάζει αυτό το προσωπικό των πολιτικών, υπαλλήλων ξένων και εγχώριων επιχειρηματικών συμφερόντων. Όσο πιο γρήγορα απαλλαγούμε από αυτό, τόσο το καλύτερο.