24 Δεκεμβρίου 1984: η 17Ν δολοφονεί τον αστυφύλακα Χρήστο Μάτη, το όπλο του «ξεκλείδωσε» την ταυτότητα της τρομοκρατίας

11 Χρόνος ανάγνωσης

Ήταν δέκα λεπτά μετά τις οκτώ της 24ης Δεκεμβρίου 1984. Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά παρόλα αυτά οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από μικρά παιδιά που έβγαιναν έξω για να πουν τα κάλαντα. Την ίδια ώρα οι τράπεζες ήταν γεμάτες από πολίτες οι οποίοι είτε σκόπευαν να σηκώσουν χρήματα για τις αγορές τους, είτε θα κατέθεταν χρήματα στους λογαριασμούς τους. Ανάλογες εικόνες καταγράφονταν και στην Εθνική Τράπεζα στα Άνω Πετράλωνα. Η «17 Νοέμβρη» εκείνα τα χρόνια βρισκόταν στην επικαιρότητα καθώς ήδη μετρούσε τέσσερα χτυπήματα αφήνοντας πίσω της έξι νεκρούς (Γουελς, Μάλλιος, Πέτρου, Σταμούλης, Τσάντες, Βελούτσος), ενώ μέσω διαφόρων ενεργειών προσπαθούσε να ενισχύσει το «επαναστατικό» ταμείο της οργάνωσης.

Κάτι τέτοιο συνέβη και εκείνη την κρύα παραμονή Χριστουγέννων. Ο στόχος είχε βρεθεί και δεν ήταν άλλος από την Εθνική Τράπεζα. Όπως πάντα έτσι και τότε είχε καταρτιστεί σχέδιο καθώς οι τρομοκράτες δεν άφηναν τίποτα στην τύχη τους. Έτσι λοιπόν ο Δημήτρης Κουφοντίνας λίγες μέρες πριν είχε στείλει στην τράπεζα τον Πάτροκλο Τσελέντη για «αναγνώριση». Σύμφωνα με το σχέδιο στην τράπεζα θα έμπαινε ο «Λουκάς» (σ.σ Κουφοντίνας) ντυμένος αστυνομικός κρατώντας στα χέρια του ένα κουτί γλυκά. Θα κατευθυνόταν προς το μέρος του αστυνομικού φύλακα προκειμένου να του ευχηθεί για την γιορτή του και θα του έδινε το κουτί. Ο αστυνομικός θα το έπαιρνε και εκείνη τη στιγμή ο Κουφοντίνας θα τον ακινητοποιούσε αφοπλίζοντάς τον. Ακολούθως οι υπόλοιποι που θα συμμετείχαν στη ληστεία, θα έπαιρναν τα χρήματα και στη συνέχεια θα αποχωρούσαν σαν… κύριοι.

Η ληστεία
Η ομάδα που θα συμμετείχε στη ληστεία, συγκεντρώθηκε πολύ κοντά στην τράπεζα. Ο «Λουκάς» φόρεσε ένα μπουφαν αστυνομικού και ένα αστυνομικό καπέλο. Λίγο πριν τα μέλη της 17 «Ν» είχαν αγοράσει τα γλυκά από ένα ζαχαροπλαστείο με τον ζαχαροπλάστη να δηλώνει ότι στην επιχείρηση έλαβε μέρος και μία γυναίκα.

«Διατηρώ ζαχαροπλαστείο επί της οδού Ιεραρχών 93. Καθημερινά μεταβαίνω πεζός από το σπίτι μου στο κατάστημα ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Φτάνοντας στη διασταύρωση των οδών Τριών Ιεραρχών και Θερικλειδών κοιτάζοντας δεξιά, είδα μια γυναίκα άγνωστη με γυρισμένη την πλάτη και σε βάθος 3-4 μέτρων περίπου να παραδίδει ένα κουτί γλυκών διαστάσεων 0,25 Χ 0,25 εκατοστών, που ήταν περιτυλιγμένο με κόκκινο χαρτί, σε έναν αστυφύλακα με στολή, ο οποίος κοίταζε προς την οδό Τριών Ιεραρχών. Εγώ συνέχισα τον δρόμο μου, πέρασα την τράπεζα που έγινε η ληστεία, είδα τον φρουρό – αστυνομικό, τον οποίο γνώριζα, να κάθεται στην πολυθρόνα, που ήταν αριστερά της εισόδου. Περνώντας λίγο πιο πάνω από το απέναντι βενζινάδικο, με φώναξε ο βενζινάς κ. Τσάκαλος και γυρίζοντας αριστερά να τον χαιρετήσω πήρε το μάτι μου τον αστυφύλακα που είχα δει με το πακέτο στα χέρια να εισέρχεται στην είσοδο της τράπεζας. Άλλα άτομα να μπαίνουν μαζί του δεν θυμάμαι να είδα. Τον αστυφύλακα τον θυμάμαι γιατί φορούσε στολή. Συνέχισα τον δρόμο και πήγα στο μαγαζί, όπου σε λίγα λεπτά έμαθα ότι έγινε η ληστεία», είχε δηλώσει ο ζαχαροπλάστης. Παρά τις εκτεταμένες έρευνες δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ εάν όντως είχε συμμετοχή στο χτύπημα κάποια γυναίκα.

Ωστόσο όταν εξαρθρώθηκε η «17 Νοέμβρη» ο Χριστόδουλος Ξηρός καταθέτοντας στην αντιτρομοκρατική έδωσε λεπτομέρειες για το χτύπημα της 24ης Δεκεμβρίου. Όμως ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει 41 χρόνια δεν έχει ξεκαθαριστεί πως η οργάνωση ήξερε το όνομα του φρουρού, αλλά και λεπτομέρειες γύρω από τη λειτουργία της τράπεζας.

«Στη ληστεία αυτή εκτός από μένα συμμετείχαν ο “Αλέκος”, ο “Λουκάς”, ο “Νικήτας”, ο “Αποστόλης” και ο “Κόμης”, αν θυμάμαι καλά. Ο “Αποστόλης”, που αναφέρω, ήταν Tούρκος υπήκοος, οικονομικός πρόσφυγας στην Ελλάδα. Τα στοιχεία ταυτότητός του ήταν Ozturk Yavuz, τορναδόρος στο επάγγελμα, ο οποίος πέθανε προ ετών από έμφραγμα. Ο “Λουκάς” ντυμένος με στολή αστυνομικού εισήλθε πρώτος στην τράπεζα και κατευθύνθηκε προς το μέρος του ένοπλου αστυνομικού φρουρού. Εγώ με τον “Ταινία” μπήκαμε ταυτόχρονα στον χώρο των ταμείων και οι άλλοι δύο, ο “Νικήτας” και ο “Κόμης”, κινήθηκαν προς το μέρος των πελατών της τράπεζας, ενώ ο “Αποστόλης” παρέμεινε εκτός της τράπεζας και μαρσάριζε τη μηχανή. Ο “Λουκάς” (Δημήτρης Κουφοντίνας) πυροβόλησε τον αστυνομικό και αφού πήραμε τα χρήματα απομακρυνθήκαμε από την τράπεζα» είχε δηλώσει.

Οι αυτόπτες μάρτυρες που «έδειξαν» τον Κουφοντίνα
Δύο άτομα που βρίσκονταν στην τράπεζα την ώρα της ληστείας και της δολοφονίας, αναγνώρισαν στο πρόσωπο του προσώπου που φορούσε την αστυνομική στολή τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Όμως στην πλειονότητά τους οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το άτομο που πυροβόλησε τον Χρήστο Μάτη ήταν κάποιος δίπλα στον «αστυνομικό», και φορούσε πολιτικά.

Ένας υπάλληλος του ΟΤΕ, ο Παύλος Νικολαΐδης, ανέφερε ότι «ο συγχωρεμένος καθόταν στην καρέκλα. Τότε τον πλησίασε ο ψεύτικος αστυνομικός του είπε «Χρήστο χρόνια πολλά» και του άφησε γλυκά. O Χρήστος πήγε να σηκώσει το όπλο, έπεσε ο ψεύτικος αστυνομικός πάνω του και μετά ήρθε και ο δεύτερος με τα πολιτικά. Δεν ξέρω αν του πήραν το όπλο του ή πυροβόλησαν με άλλο όπλο. Με την αντίσταση που έφερε ο Χρήστος ακούστηκε πυροβολισμός και έπεσε κάτω. Στο πρόσωπο του ψεύτικου αστυνομικού αναγνώρισα τον κ. Κουφοντίνα» τόνισε.

Την ίδια ώρα σχεδόν βέβαιη ότι ο ψεύτικος αστυνομικός ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας, εμφανίστηκε η Αγγελική Γκιλιπάθη. Η γυναίκα, η οποία εκείνη την εποχή ήταν προϊσταμένη εσωτερικής διαδικασίας του υποκαταστήματος της τράπεζας τόνισε ότι «είμαι σίγουρη ότι αυτός που ήταν ντυμένος με τα πολιτικά πυροβόλησε. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να αναγνωρίσω το πρόσωπό του. Τον άλλον όμως που ήταν ντυμένος αστυφύλακας από φωτογραφίες που είδα στην τηλεόραση λέω ότι ενδεχομένως να ήταν ο Κουφοντίνας. Μπορεί να είναι αυτός, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα…».

Από τις μαρτυρίες που παρατέθηκαν παραπάνω είναι εμφανές πως το σχέδιο να πάρει το κουτί με τα γλυκά ο 28χρονος αστυφύλακας και να ακινητοποιηθεί δεν λειτούργησε. Το πιθανότερο είναι να μην έπιασε το κουτί καθώς πιθανότατα υποψιάστηκε ότι κάτι δεν πάει καλά. Στη συνέχεια ακολούθησε συμπλοκή του Κουφοντίνα με τον Χρήστο Μάτη. Ο αστυφύλακας πυροβολήθηκε εξ επαφής στο κεφάλι και πέθανε επί τόπου.

Το περίστροφο που τον σκότωσε ήταν ένα 38άρι περίστροφο τύπου Smith & Wesson (με τον αύξοντα αριθμό 971379) το οποίο σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε η Αστυνομία (12/07 2002) κατασχέθηκε μεταξύ άλλων ευρημάτων στη γιάφκα της οδού Πάτμου 84 στα Κάτω Πατήσια. Το ίδιο όπλο χρησιμοποιήθηκε από τη 17Ν σε άλλες έξι προπαρασκευαστικές τρομοκρατικές δράσεις. Ο Κουφοντίνας φεύγοντας άρπαξε και το υπηρεσιακό περίστροφο του Χρήστου Μάτη. Βρέθηκε στην τσάντα του Σάββα Ξηρού το βράδυ της έκρηξης στον Πειραιά στις 29 Ιουνίου 2002. Ήταν το πρώτο στοιχείο που ανακάλυψε η Αστυνομία και συνέδεε τον Σάββα Ξηρό με τη «17 Νοέμβρη».

Η κατάθεση Τσελέντη
Ο Πάτροκλος Τσελέντης, ο οποίος ήταν μέλος της «17 Ν» συμμετείχε στη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας. Στην κατάθεση του, στις αρχές υποστήριξε τα εξής: «Μία μέρα ο Κουφοντίνας μού ζήτησε να πάω να δω πού είναι η τράπεζα στα Πετράλωνα και πώς είναι οι γύρω δρόμοι. Όταν το έκανα, με τσεκάρισε. Την ημέρα που έγινε το γεγονός συναντήθηκα με τον Κουφοντίνα σε ένα στενάκι και μου έδωσε ένα περίστροφο. Τα όπλα τα έφερνε και τα μοίραζε ο “Λουκάς” μέσα σε μία τσάντα και ο ίδιος πάλι τα έπαιρνε.

Περίμενα λίγο πριν την τράπεζα. Τον είδα να βγάζει ένα μπουφάν, να φοράει ένα καπέλο αστυνομικού και να μπαίνει μέσα μαζί με τον “Μανώλη” (Χριστόδουλο Ξηρό) και τον “Ανδρέα” (σ.σ.: ο κωδικός αυτός δεν ανήκει σε κανέναν από τους συλληφθέντες). Εγώ μπήκα και κάθησα στην είσοδο της τράπεζας. Δεν είχαμε σκοπό να πυροβολήσουμε τον αστυνομικό-φρουρό. Μετά από λίγα λεπτά, ενώ δεν άκουσα πυροβολισμό, είδα τους δικούς μου να βγαίνουν έξω. Νομίζω ότι όλοι μπήκαμε σε ένα κλειστό φορτηγάκι. Ήταν όλοι αναστατωμένοι.

Άκουσα τον Κουφοντίνα, ο οποίος έλεγε ότι: “Του είπα πολλές φορές να μείνει ακίνητος και αυτός μού επιτέθηκε”. Έδωσα το δικό μου όπλο και μετά με άφησαν στο ύψος της Χαμοστέρνας και έφυγα. Στο σπίτι έμαθα ότι στην τράπεζα είχε δολοφονηθεί ο Χρήστος Μάτης. Ο θάνατός του μας είχε συγκλονίσει όλους και ιδιαίτερα τον Κουφοντίνα».

H προκήρυξη που αμφισβητείται
Τα χρήματα που πήραν τα μέλη της «17 Νοέμβρη» από τη ληστεία ήταν συνολικά 7,5 εκατ. δραχμές. Αναφορά στη δολοφονία του αστυφύλακα γίνεται σε προκήρυξη του Ιουλίου 2002 που φέρει την υπογραφή της οργάνωσης αλλά ο Δημήτρης Κουφοντίνας υποστηρίζει ότι «δεν γράφτηκε από μέλη της 17 Νοέμβρη».

Σε αυτή αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ο νεαρός Θάνος Αξαρλιάν ήταν και είναι η σκιά που θα μας ακολουθεί μέχρι να τον συναντήσουμε… Ήταν η μεγαλύτερη ατυχία στην πορεία της Οργάνωσης και το μεγαλύτερο βάρος στις ψυχές μας. Αλλά και άλλα άτομα όπως ο Σωτήρης Σταμούλης, ο Νίκος Βελούτσος, ο Γιάννης Βάρης, ο Γιάννης Γεωργακόπουλος, ο Γιώργος Ρουσέτης και ο Χρήστος Μάτης ήταν θύματα πολέμου. Κανείς δεν ήθελε το θάνατο τους, αλλά δυστυχώς δε γινόταν αλλιώς».

Share This Article